Με χαρακτηριστική καθυστέρηση εκδόθηκε επιτέλους η πολυαναμενόμενη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου για την εκδίκαση των αγωγών εναντίον του Παρατηρητηρίου Ποιότητας Περιβάλλοντος, στις οποίες είχε προχωρήσει η ιδιοκτήτρια εταιρεία ΟΝΕΧ του ναυπηγείου του Νεωρίου Σύρου.
Κατά τη γνώμη μου δεν είναι τυχαία η καθυστέρηση αυτή, διότι θα ήθελε να συνδυαστεί με μια παράλληλη διαδικασία που εξελισσόταν και αυτή αφορούσε την περίφημη πλέον μελέτη του ΕΛΚΕΘΕ, μέσω της οποίας θα αποδεικνυόταν ή όχι ο βαθμός ρύπανσης του λιμένα της Ερμούπολης και αυτό βεβαίως ανεξάρτητα από την ευθύνη ή όχι των ναυπηγοεπισκευαστικών δραστηριοτήτων.
Δεν θέλω βεβαίως σε καμία περίπτωση να ισχυριστώ ότι η ανεξάρτητη δικαιοσύνη δεν έκανε σωστά τη δουλειά της, μάλιστα το αποτέλεσμα της δίκης κρίνεται από τους αντικειμενικούς παρατηρητές ως ακριβοδίκαιο και πολύ κοντά στο κοινό περί δικαίου αίσθημα, αλλά στη χώρα που ζούμε και με καθεστώς Μητσοτάκη, είναι απολύτως σαφές ότι η προσπάθεια χειραγώγησης των εξελίξεων είναι κάτι παραπάνω από προφανές. Όταν μάλιστα στη διαδικασία της δίκης παρενέβησαν επιφανείς παράγοντες της εκκλησιαστικής και πολιτικής εξουσίας.
Έχουμε λοιπόν μπροστά μας την απόφαση του δικαστηρίου, που κατά τα ειωθότα ερμηνεύεται από τις διαφορετικές πλευρές με το δικό τους τρόπο. «Καταπέλτης κατά του Παρατηρητηρίου» διατείνεται η πλευρά της ΟΝΕΧ που βεβαίως αναπαράγεται έτσι από μεγάλο μέρος των τοπικών μέσων ενημέρωσης, νίκη του Παρατηρητηρίου λέει η πλευρά αυτή και έτσι αναπαράγεται π.χ. από την «ΕΦΣΥΝ». Κάτι αντίστοιχο μπορεί να ειπωθεί και από τα αποτελέσματα της μελέτης του ΕΛΚΕΘΕ, εννοώ ως προς την ερμηνεία των αποτελεσμάτων, αλλά αυτό είναι μια άλλη υπόθεση, που όμως μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στο μέλλον.
Γιατί όμως τα λέω αυτά; Γιατί ακριβώς οι ισορροπίες στη Σύρο είναι πολύ λεπτές και δεν προσφέρονται για απολυτότητες και θριαμβολογίες. Διότι αφενός μεν είναι απολύτως φυσικό οι εργαζόμενοι να θέλουν να κρατήσουν τις θέσεις εργασίας τους, όταν μάλιστα βρέθηκαν στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν μπροστά στο φάσμα της ανεργίας, εξαιτίας εργοδοτών που χρεοκόπησαν το ναυπηγείο και, αφετέρου, η πόλη, ο αστικός ιστός και οι τουριστικές δραστηριότητες να ανησυχούν διαρκώς για την περιβαλλοντική κατάσταση της πόλης με ενδεχόμενες επιπτώσεις στην υγεία. Όπως επίσης όλη αυτή η σύγκρουση θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί ή και να εξορθολογιστεί αν έλειπαν οι υπερβολές και οι νοοτροπίες τύπου «σκάστε» ή επιβολής δια της εξοντωτικής τιμωρίας όπως δυστυχώς επιδιώχθηκε από τους ενάγοντες. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για μια εταιρεία που συμμετέχει ενεργά στην επανεκκίνηση της ναυπηγικής βιομηχανίας της χώρας μας, με την καθοριστική συμβολή στο ξεκίνημα της, της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ στα τέλη του 2017 έως τις αρχές του 2018.
Αλλά ας προσπαθήσουμε τώρα να ερμηνεύσουμε αντικειμενικά την απόφαση του δικαστηρίου. Νομίζω ότι ο όποιος καλοπροαίρετος και αντικειμενικός παρατηρητής θα κατανοούσε αμέσως ότι απορρίφθηκε η αγωγή της εταιρείας για καταβολή από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του Παρατηρητηρίου του εξοντωτικού ποσού των 3 εκατομμυρίων ευρώ και ότι εύλογα κάποιοι πολίτες είτε ανήκουν είτε δεν ανήκουν στο Παρατηρητήριο δικαιολογούνται να ανησυχούν για περιβαλλοντική κατάσταση του λιμανιού. Και επαναλαμβάνω, διότι αποτελεί και προσωπική μου άποψη, ότι η έρευνα για την ενδεχόμενη ρύπανση του λιμένα που, σύμφωνα και με την πολύ πρόσφατη μελέτη του ΕΛΚΕΘΕ, υπάρχει μεν όπως και σε άλλα λιμάνια της χώρας αλλά όχι σε ανησυχητικό βαθμό, δεν στοχοποιεί οπωσδήποτε και αποκλειστικά το ναυπηγείο και ιδιαίτερα τις δραστηριότητες των τελευταίων χρόνων, αλλά τις διαχρονικά οχλούσες βιομηχανικές είτε μεταποιητικές δραστηριότητες, όπως βυρσοδεψεία κλπ.
Από εκεί και έπειτα, το δικαστήριο καταδίκασε το Παρατηρητήριο σε σχέση με τους συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς του ότι η εταιρεία έχει εξαγοράσει όλες τις τοπικές αρχές και ποδηγετεί με αυτό τον τρόπο την οικονομική και κοινωνική ζωή του νησιού. Επιβάλλει λοιπόν στο Παρατηρητήριο την υποχρέωση ανασκευής των χαρακτηρισμών σε μια πανελλαδικής και μιας τοπικής εμβέλειας εφημερίδα. Αν δεν γίνει αυτό, τότε επιβάλλεται στα στελέχη του διοικητικού συμβουλίου ποινή φυλάκισης ενός μηνός και πληρωμή προστίμου 5.000 ευρώ.
Κατά συνέπεια, συνοπτικά θα μπορούσε η δικαστική απόφαση να χαρακτηρισθεί ακριβοδίκαιη, επιτρέποντας την ανησυχία των πολιτών σε εν δυνάμει περιβαλλοντικά οχλούσες δραστηριότητες και απορρίπτοντας τις εξοντωτικές αξιώσεις της εταιρείας και ταυτόχρονα επιβάλλει την ανασκευή χαρακτηρισμών που θίγουν την εταιρεία ως προς τις προθέσεις της, πόσο μάλλον όταν αυτή είναι ο εργοδότης σημαντικού αριθμού εργαζομένων της τοπικής κοινωνίας. Βεβαίως θα ακολουθήσει και ο δεύτερος βαθμός εκδίκασης, στο Εφετείο.
Ας ελπίσουμε όμως αυτή η πρωτόδικη απόφαση να λειτουργήσει διδακτικά και συνθετικά ως προς το μέλλον της συριανής κοινωνίας και της αναπτυξιακής προοπτικής του νησιού. Αναρωτιέμαι όμως θα εξαχθούν τα κατάλληλα διδάγματα για όλους;