«Πρόκειται περί ενός απίστευτου ψέματος κ. Χατζηνικολάου», απάντησε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, στη μαγνητοσκοπημένη συνέντευξή του στον Αnt1, την περασμένη Δευτέρα, για την κατηγορία ενορχήστρωσης από τον ίδιο των παρακολουθήσεων 33 προσώπων της κυβέρνησης, της αντιπολίτευσης, της δημοσιογραφίας και των επιχειρήσεων, με το παράνομο λογισμικό Predator, όπως αποκάλυψε η εφημερίδα Documento και ο δημοσιογράφος Κώστας Βαξεβάνης.
Αφού έδωσε ως μόνο αντεπιχείρημα την ταυτολογία: ο πρωθυπουργός είναι αδιανόητο να κάνει παρακολουθήσεις, γιατί είναι ο πρωθυπουργός (ή δεν βρίσκει χρόνο, όπως ήταν το δεύτερο «επιχείρημα») και μίλησε περί συκοφαντίας χωρίς στοιχεία, που οργανώνεται από τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα (συκοφαντώντας ο ίδιος χωρίς αποδείξεις), αναγκάστηκε τελικά να παραδεχτεί πως «ουδέποτε ισχυρίστηκα –και η κυβέρνηση δεν ισχυρίστηκε– ότι δεν υπάρχει παρακολούθηση και κέντρο το οποίο χειρίζεται το λογισμικό Predator».
Αυτομάτως, λοιπόν, δημιουργείται αν μη τι άλλο –αν μη τι άλλο– η απορία τι σκοπεύει να κάνει ο πρωθυπουργός για την αντιμετώπιση αυτού του «άγνωστου» κέντρου που παρακολουθεί το μισό υπουργικό του συμβούλιο, πολιτικούς και δημοσιογράφους. Η απάντηση είναι πως θα φέρει εν καιρώ μια διάταξη που θα απαγορεύει την πώληση παράνομων λογισμικών. Καμία αστυνομική έρευνα, κανένας έλεγχος των κινητών της Βουλής και άλλες ουσιαστικές κινήσεις διερεύνησης. Γενικά ότι κάποιοι μπορεί να υποκλέπτουν συνομιλίες των υπουργών της κυβέρνησης, για κάποιο λόγο δεν φαίνεται να αγχώνει και να ενδιαφέρει καθόλου τον πρωθυπουργό…
Έκθεση κόλαφος της Pega
Αυτά ακριβώς τα κενά λογικής και εξηγήσεων τονίζονται και από το προσχέδιο της έκθεσης της εξεταστικής επιτροπής Pega του Ευρωκοινοβουλίου, που διερευνά τη χρήση κακόβουλων λογισμικών σε μια σειρά ευρωπαϊκών χωρών. Όσον αφορά την Ελλάδα, στο προσχέδιο, μεταξύ άλλων, αναφέρεται πως παρά την άρνηση της ΕΥΠ και της κυβέρνησης για χρήση του Predator, δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία σοβαρή έρευνα για το κέντρο διεξαγωγής αυτών των παρακολουθήσεων, ούτε έχει κατασχεθεί το απαραίτητο υλικό. Σημειώνει επίσης ότι «οι αποκαλύψεις σχετικά με τη χρήση spyware, αλλά και της ΕΥΠ για την παρακολούθηση δημοσιογράφων, περιγράφουν μια πολύ ανησυχητική ιστορία, ενός περίπλοκου και αδιαφανούς δικτύου σχέσεων, πολιτικών και επιχειρηματικών συμφερόντων, ευνοιών, νεποτισμού και πολιτικής επιρροής». Τονίζεται δε, γκρεμίζοντας τη γραμμή του πρωθυπουργού, πως «η υπόθεση πως πίσω από τις επιθέσεις του Predator κρύβονται ιδιώτες, είναι εξαιρετικά απίθανη, καθώς δεν δικαιολογεί την επιλογή των στόχων».
Την αντεπίθεση της κυβέρνησης προς το αρχικό πόρισμα της επιτροπής ανέλαβαν να υλοποιήσουν η ευρωβουλεύτριά της, Άννα Μισέλ Ασημακοπούλου, αλλά και ο πρόεδρος της επιτροπής Jeroen Lenaers, που προέρχεται από το ΕΛΚ, την ευρωομάδα που ανήκει η ΝΔ, βάζοντας στο στόχαστρο την εισηγήτρια της επιτροπής Σοφί Ιντ Βελντ. Κάνοντας λόγο, αντίστοιχα, για «μίνι κοινοβουλευτικό πραξικόπημα» και πως το προσχέδιο δεν αποτελεί την τελική έκθεση, προσπάθησαν να υποβαθμίσουν τα αρχικά συμπεράσματα της επιτροπής και να μιλήσουν για προσωπικές εκτιμήσεις της εισηγήτριας. Παρόλ’ αυτά, στα στοιχεία που εκθέτονται στο προσχέδιο, όπως και στα ερωτήματα που εγείρονται σε αυτό, δεν μπόρεσαν να αντιπαραθέσουν τίποτα, εκθέτοντας τελικά τους εαυτούς τους.
Με πρωτοβουλία του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ και μέλος της Pega, Στέλιου Κούλογλου, την Τετάρτη, η ευρωομάδα της Αριστεράς πραγματοποίησε εκδήλωση για το ζήτημα, όπου επισημάνθηκαν και από άλλα μέλη της επιτροπής, όπως και από δημοσιογράφους και καθηγητές, η προβληματική στάση της κυβέρνησης στη διερεύνηση του σκανδάλου, η προκλητική νομοθεσία που κατήργησε τη δυνατότητα ενημέρωσης των πολιτών από την ΑΔΑΕ για τυχόν παρακολούθησή τους, ο ασφυκτικός κυβερνητικός έλεγχος των μυστικών υπηρεσιών και η επίθεση της κυβέρνησης εναντίον της ερευνητικής δημοσιογραφίας.
Στο στόχαστρο η ερευνητική δημοσιογραφία
H επίθεση προς όλους σαν συκοφάντες, άλλωστε, θα είναι καθώς φαίνεται και η κύρια γραμμή της κυβέρνησης στη διαχείριση του σκανδάλου, με πρώτα θύματα τους δημοσιογράφους που κάνουν τις αποκαλύψεις. Ο υπουργός Ανάπτυξης, μάλιστα, Άδωνις Γεωργιάδης (το όνομα του οποίου βρίσκεται στη λίστα των 33 προσώπων που παρακολουθούνται), έφθασε στο σημείο να απειλήσει με φυλάκιση τον δημοσιογράφο Κώστα Βαξεβάνη, λέγοντας πως «επειδή δεν ξέρω ποιος μπορεί να με παρακολουθεί, αν υποτεθεί ότι κάποιος έχει δικά μου ηχητικά ή μηνύματα στην κατοχή του, αυτά είναι προϊόν παράνομης παρακολούθησης, με την ελληνική νομοθεσία είναι κακούργημα που τιμωρείται με 20 χρόνια φυλακή. Όποιος διανοηθεί να το ξαναπεί θα του κάνω μήνυση (…) είτε λέγεται Βαξεβάνης, είτε Τσίπρας».
Πιο πριν, λάσπη κατά του δημοσιογράφου είχε πετάξει πρώτος απ’ όλους ο πρωθυπουργός κατά τη συνέντευξή του, μιλώντας για σύνδεση με ρώσο ολιγάρχη, βάσει απόφασης αμερικανικού δικαστηρίου. Το γεγονός, βέβαια, διέψευσαν ακόμα και οι London Times, καθώς στην εν λόγω απόφαση δεν υπάρχει πουθενά το όνομα του Κώστα Βαξεβάνη.
Την επίθεση κατά της δημοσιογραφίας συνέχισε όλη την εβδομάδα επάξια ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Γιάννης Οικονόμου, ο οποίος στην ενημέρωση των πολιτικών συντακτών την Πέμπτη μίλησε ευθαρσώς για την ενόχληση της κυβέρνησης για όσα ΜΜΕ αναδεικνύουν το θέμα, καθώς «δεν τιμά τη χώρα να δημιουργείται αυτή η ατμόσφαιρα ή να συντηρείται αυτό το θέμα στην επικαιρότητα». Σαν να είναι υποχρέωση της δημοσιογραφίας η καλή επικοινωνιακή εικόνα της κυβέρνησης ή να ταυτίζεται ολόκληρη η χώρα με το συμφέρον αυτής.
Η ενόχληση της κυβέρνησης, μάλιστα, προκαλείται στην ουσία ακόμα και μόνο από την αναφορά στο ζήτημα, γιατί η ανάδειξή του όπως αρμόζει στη σημασία που έχει για τη δημοκρατική λειτουργία της χώρας, δεν μπορούμε να πούμε πως υλοποιήθηκε από όλα τα μέσα. Τις πρώτες μέρες της αποκάλυψης, η είδηση στην πλειοψηφία των καναλιών φιλοξενήθηκε στα δελτία σαν τέταρτη ή πέμπτη στη σειρά, όπως και σε κάποιες εφημερίδες βρισκόταν στα τάρταρα των πολιτικών, ενώ η ΕΡΤ έκοψε ακόμα και τη δήλωση του Κώστα Βαξεβάνη όταν εξήλθε από τη συνάντηση με τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ισίδωρο Ντογιάκο, και αναφέρθηκε στον ρόλο του πρωθυπουργού.
Προσπάθεια συγκάλυψης και ανάγκη θεσμικής θωράκισης
«Παρότι έχουν γίνει τόσες αποκαλύψεις, η κυβέρνηση συνεχίζει να επιτίθεται στους δημοσιογράφους και στη δημοσιογραφική έρευνα, ώστε να αποφύγει να δώσει απαντήσεις, κατηγορώντας ότι προσπαθούν να την πλήξουν, εφευρίσκοντας συνομωσίες και εχθρούς δικούς της και της χώρας. Αυτή είναι κατά τη γνώμη της παράταξής μας, Συσπείρωση Δημοσιογράφων – Δούρειος Τύπος, μια αντιμετώπιση που δεν βοηθάει τη χώρα μας να βελτιώσει την εικόνα της ως προς την ελευθερία του Τύπου, για την οποία η κυβέρνηση έχει κληθεί από την ΕΕ να απαντήσει τι θα κάνει για να διορθωθεί», επισημαίνει στην «Εποχή» η Μάχη Νικολάρα, ειδική γραμματέας του ΔΣ της ΕΣΗΕΑ.
Σημειώνεται ότι τη στάση της κυβέρνησης κατά του Κώστα Βαξεβάνη και των αποκαλυπτικών δημοσιευμάτων στηλίτευσε σε ανακοίνωσή του και το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου.
Ίσως, βέβαια, από αυτή την απροκάλυπτη επίθεση κατά της δημοσιογραφίας, δοθεί και ένα έναυσμα για να ξαναθυμηθούμε και τον πραγματικό της ρόλο. «Ως Δούρειος Τύπος θεωρούμε πολύ ελπιδοφόρο πως σε μία περίοδο που η δημοσιογραφία δεν είναι στα καλύτερά της και βρισκόμαστε στον πάτο των αξιολογήσεων τόσο στην αξιοπιστία των ελληνικών ΜΜΕ, όσο και στην ελευθερία του Τύπου, βλέπουμε παρόλ’ αυτά ανεξάρτητες ομάδες δημοσιογράφων να κάνουν πολύ σοβαρή δουλειά και με αυτόν τον τρόπο να “παρασύρουν” και άλλα μέσα ενημέρωσης να εμπλέκονται στην έρευνα και να αποκαλύπτεται κομμάτι-κομμάτι όλο το πλέγμα της υπόθεσης», σημειώνει η ειδική γραμματέας της ΕΣΗΕΑ.
Ζητούμενο, βέβαια, τώρα είναι συν της διερεύνησης, να υπάρξει και θωράκιση απέναντι στο φαινόμενο των υποκλοπών. Για τον λόγο αυτό, η ΕΣΗΕΑ ζήτησε από το Citizen Lab να εξετάσει για τυχόν επιμολύνσεις με το λογισμικό Predator ή με άλλα κακόβουλα λογισμικά παρακολούθησης τα κινητά των δημοσιογράφων μελών της.
«Η ΕΣΗΕΑ και όλες οι δημοσιογραφικές ενώσεις απαιτούμε πειστικές απαντήσεις και να διαλευκανθεί όλη αυτή η υπόθεση, ώστε οι δημοσιογράφοι να μην βρίσκονται σε ομηρία και να μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους απερίσπαστοι και ελεύθεροι. Προσωπικά, όπως και η παράταξή μας, πιστεύουμε πως δεν έχουν γίνει οι απαραίτητες κινήσεις διερεύνησης και, αντίθετα, υπάρχει μια προσπάθεια συγκάλυψης όλης αυτής της ιστορίας. Γι’ αυτό πρέπει να πιέσουμε να δοθούν πειστικές απαντήσεις, αλλά και να ληφθούν μέτρα θεσμικής θωράκισης, γιατί είναι σαφές ότι η παρούσα νομοθεσία για το ζήτημα των παρακολουθήσεων είναι ανεπαρκής», καταλήγει η Μάχη Νικολάρα.