Το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων αποκαλύπτεται δαιδαλώδες και η κυβέρνηση δεν δείχνει καμία διάθεση να το αντιμετωπίσει. Αντίθετα, έχει βραχυκυκλώσει τα τρία θεσμικά αντίβαρα (τη Βουλή, τη Δικαιοσύνη, τις Ανεξάρτητες αρχές) λειτουργώντας ως φατριαστική κυβερνητική πλειοψηφία. Στη λογική της συγκάλυψης, αγγίζοντας τα όρια της ομερτά κινούνται και τα καθεστωτικά ΜΜΕ. Η κυβέρνηση στο όνομα της δήθεν «σταθερότητας» προσπαθεί να αποφύγει τις ευθύνες της και το κυβερνών κόμμα λειτουργεί σε αναστολή. Η μη παραίτηση του πρωθυπουργού εκθέτει και την παράταξή του και τη χώρα. Αυτά είναι λίγα από τα σημεία που εντοπίζει ο συνταγματολόγος, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο ΕΚΠΑ και μέλος της Πρωτοβουλίας Ώρα Μηδέν για τη Δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου, Γιώργος Σωτηρέλης, ο οποίος προτείνει πώς μπορεί να αντιδράσει η αντιπολίτευση, για να βγούμε από τον κυκλώνα του σκανδάλου.
Από τη συνέντευξη του πρωθυπουργού στον Ν. Χατζηνικολάου μάς δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι δεν σκοπεύει να κάνει τίποτα για όσα αποκαλύπτονται, καθώς θεωρεί ότι έχουν αποδοθεί οι πολιτικές ευθύνες. Είναι έτσι;
Ασφαλώς και δεν έχει αναληφθεί η πολιτική ευθύνη, η οποία είναι αποκλειστικά δική του, ως πολιτικού προϊστάμενου της ΕΥΠ, και όχι των μετακλητών υπαλλήλων που καρατομήθηκαν. Και πολιτική ευθύνη για ένα τόσο σοβαρό πολιτικό σκάνδαλο, δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο εκτός από παραίτηση. Αυτό προκύπτει τόσο από την συνταγματική θεωρία όσο και από την συνταγματική πράξη των προηγμένων δημοκρατικών χωρών. Αρκεί να αναλογισθούμε την παραίτηση Νίξον στην Αμερική, για ανάλογη υπόθεση, την παραίτηση Μπράντ στην Γερμανία, αλλά και τις πρόσφατες παραιτήσεις Κούρτς και Τζόνσον, για ήσσονος μάλιστα σημασίας θέματα. Όσο δεν παραιτείται ο πρωθυπουργός, διότι είναι πολιτικά απονομιμοποιημένος, πολιτικά ευάλωτος και πολλαπλά εκτεθειμένος στο εξωτερικό, όσο κρατιέται γαντζωμένος στην εξουσία κάνει κακό και στην παράταξή του και στη χώρα.
Τι θα μπορούσε να κάνει;
Αν θέλει να μας πείσει ότι εννοεί αυτά που λέει περί διαφάνειας, πρέπει να σταματήσει την επιχείρηση συγκάλυψης για την υπόθεση Ανδρουλάκη και την συνακόλουθη απαξίωση των θεσμών που είναι επιφορτισμένοι με την αποκάλυψη των πολιτικών ευθυνών και την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών. Και το πρώτο βήμα είναι αναμφίβολα το να άρει το υπηρεσιακό απόρρητο όσων κρύβονται πίσω από αυτό, ώστε να διευκολυνθεί έτσι η Βουλή και η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών να φθάσουν στην αλήθεια.
Πέραν του ότι δεν έχουν επιτρέψει, όπως είπατε και εσείς, στη Βουλή να λειτουργήσει, δεν είδαμε αντίστοιχα και τη Δικαιοσύνη να λειτουργεί προς τη διερεύνηση αυτού του σκανδάλου.
Θα μπορούσαν ήδη να έχουν απαγγελθεί διώξεις. Υπήρξαν συγκεκριμένες καταγγελίες και έχουν διαπραχθεί συγκεκριμένα αδικήματα, όπως η παρακολούθηση, η απόκρυψη στοιχείων και η άρνηση μαρτυρίας σε αρμόδιο όργανο. Αντί όμως να γίνουν διώξεις ή έστω μία συνολική και σε βάθος προκαταρκτική εξέταση, το ενδιαφέρον της Δικαιοσύνης εξαντλείται έως τώρα στο να μάθουν πώς έγιναν οι διαρροές και φτάσαμε στην αποκάλυψη του σκανδάλου… Ελπίζω πλέον η στάση της να αλλάξει, ενόψει και των νέων δεδομένων, αλλά και να προχωρήσει ο πειθαρχικός έλεγχος της αρμόδιας εισαγγελέα, η οποία επουδενί δεν πρέπει να παραμείνει στη θέση της.
Τα θεσμικά αντίβαρα της εξουσίας δεν έχουν λειτουργήσει. Πώς η κοινωνία θα νιώσει ότι η δημοκρατία προστατεύεται;
Το πρώτο αντίβαρο, η Βουλή, βραχυκυκλώθηκε από μια φατριαστική κυβερνητική πλειοψηφία, η οποία δεν επέτρεψε να γίνει έρευνα σε βάθος, επιβάλλοντας να μην κληθούν κομβικής σημασίας πρόσωπα –του πρωθυπουργού συμπεριλαμβανομένου– και επιτρέποντας, με τη στάση της, σε αυτούς που κρύβονταν πίσω από το υπηρεσιακό απόρρητο να μην αποκαλύψουν την αλήθεια. Σε ό,τι αφορά τη Δικαιοσύνη δεν υπάρχει καμία δικαιολογία. Η Δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη και δεν μπορεί να της επιβάλει κανείς να μην λειτουργήσει όπως επιτάσσει ο θεσμικός ρόλος της. Ως προς το τρίτο αντίβαρο, την ΑΔΑΕ, έδειξε ότι είναι διατεθειμένη να προχωρήσει σε βάθος, να ερευνήσει το σκάνδαλο και να αποκαλυφθεί η αλήθεια. Όμως η κυβέρνηση τήν αντιμετώπισε σαν ενοχλητικό έντομο και έθεσε πολλά εμπόδια στον δρόμο της, προσπαθώντας μάλιστα να απαξιώσει και τον πράγματι αδέκαστο πρόεδρό της. Έχουμε, λοιπόν, διαφορετικούς ρυθμούς με τους οποίους κινήθηκαν τα τρία αντίβαρα, τα οποία ελπίζω και εύχομαι να αφεθούν επιτέλους από τον πρωθυπουργό και την κυβερνητική πλειοψηφία να κάνουν τη δουλειά τους.
Ένας άλλος ισχυρισμός της κυβέρνησης είναι ότι δεν μπορεί να ελέγξει τις νόμιμες επισυνδέσεις. Ισχύει;
Ο όρος «νόμιμες επισυνδέσεις» ηχεί σαν αστείο στα αυτιά μου. Πρόκειται περί ευφημισμού. Είναι κανονικές υποκλοπές, οι οποίες είναι απλώς νομιμοφανείς. Για να είναι όμως νόμιμη μία παρακολούθηση, πρέπει να είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα. Το δε Σύνταγμα ορίζει ότι είναι η δικαστική αρχή που αποφασίζει για το αν θα αρθεί το απόρρητο, με συγκεκριμένη αιτιολογία, ιδίως αν πρόκειται για τόσο σοβαρές υποθέσεις. Η εισαγγελέας δεν είναι εκεί για να προσθέτει απλώς μια υπογραφή στις υπογραφές των αρμοδίων της ΕΥΠ. Και σε κάθε περίπτωση δεν νοείται να μην έχει ενημερωθεί ο πρωθυπουργός…
Τα κακόβουλα λογισμικά τύπου Predator μπορούν να ελεγχθούν; Η κυβέρνηση δεσμεύεται ότι θα κηρύξει παράνομη τη χρήση τους.
Ήδη σε κάποιο βαθμό προβλέπεται αυτό από τον ποινικό κώδικα. Το μεγάλο πρόβλημα με το Predator είναι ότι αυτή η διαδικασία κινείται στα όρια μεταξύ κράτους και παρακράτους. Υπάρχουν ιδιωτικές εξουσίες, οι οποίες κινούνται σε μία γκρίζα ζώνη και εδώ χρειάζεται ακόμα πιο δραστική παρέμβαση της Δικαιοσύνης και της Ανεξάρτητης Αρχής, μέσω και τεχνικών ελέγχων, προκειμένου να φτάσουμε σε ένα συμπέρασμα για το τι συμβαίνει και πώς αξιοποίηθηκαν αυτά τα κακόβουλα λογισμικά από κρατικούς και παρακρατικούς οργανισμούς.
Ειδικά για την παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη, το επιχείρημα της κυβέρνησης είναι ότι δεν αξιοποίησε την ευκαιρία που του δόθηκε να ενημερωθεί προσωπικά γιατί παρακολουθείτο. Υπήρχε αυτή η δυνατότητα;
Πρώτον, από τη στιγμή που έχει καταργηθεί ο νόμος που επιτρέπει σε αυτούς που παρακολουθούνται να μάθουν το λόγο, η ενημέρωση θα γινόταν κατά παράβαση αυτού του νόμου. Και ερωτώ, γιατί να μπορεί ο Ανδρουλάκης να μάθει το λόγο και να μην μπορεί και ο Κουκάκης; Δεύτερον, δεν του είπαν ακριβώς ποιος και με ποιο τρόπο θα τον ενημερώσει. Τρίτον, υποτίθεται ότι ο φάκελος καταστράφηκε. Πώς είναι δυνατόν να γίνει ενημέρωση, χωρίς τα στοιχεία; Το μόνο που θα κατάφερναν με μία τέτοια «ενημέρωση» θα ήταν να αποκτήσουν ένα πρόσχημα. Καλά έκανε και δεν τους το έδωσε. Η ενημέρωση πρέπει να γίνει επίσημα και θεσμικά, στα αρμόδια όργανα. Αυτό επιτάσσει το κράτος Δικαίου.
Μιλώντας για τους μηχανισμούς ελέγχου, ένας τέτοιος είναι και η ενημέρωση. Μπορεί θεσμικά να ελεγχθούν τα ΜΜΕ για το αν έχουν λειτουργήσει με όρους συγκάλυψης;
Μία εφημερίδα μπορεί να έχει τη δική της πολιτική γραμμή και να ασκεί ακόμα και προπαγάνδα ή να κάνει και συγκάλυψη, αρκεί να μην υπερβαίνει κάποια ακραία όρια, όπως τα έχει θέσει ο κώδικας δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ. Αντίθετα, το άρθρο 15 του Συντάγματος, επιβάλλει τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα να τελούν υπό τον έλεγχο του κράτους, μέσω του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, για να διασφαλίζονται θεμελιώδεις αρχές του πλουραλισμού, δηλαδή η ισότητα, η αντικειμενικότητα και η ποιότητα. Αυτό όμως δεν ισχύει στην πράξη για τα μέσα της ραδιοτηλεόρασης και ειδικά για την τηλεόραση. Τα τηλεοπτικά μέσα είναι σχεδόν στο σύνολό τους μεροληπτικά και αγγίζουν τα όρια της φιλοκυβερνητικής προπαγάνδας, σε ό,τι αφορά τις απόψεις που εκφέρουν. Όταν δε χρειασθεί, δεν διστάζουν να φτάσουν στην συγκάλυψη, αγγίζοντας τα όρια της ομερτά. Η ενημέρωση στην Ελλάδα είναι στη χειρότερη στιγμή της. Μπορεί να παραλληλιστεί μόνο με την ενημέρωση που δύσκολα εντάσσονται στο πλαίσιο μιας ανοιχτής και δημοκρατικής κοινωνίας, όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία. Και αυτό είναι ένα μείζον ζήτημα για την ελληνική Δημοκρατία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η τακτική συγκάλυψης από τα Μέσα αυτά ήταν από την πρώτη στιγμή προφανής. Όσο δε για την αλλαγή στάσης, προσωπικά δεν έχω καμία εμπιστοσύνη στην ειλικρίνεια των προθέσεών τους. Προς το παρόν, είμαι πάρα πολύ επιφυλακτικός, διότι νομίζω ότι είμαστε απλώς μπροστά σε ένα θέμα διευθέτησης σχέσεων μεταξύ πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Το μείζον ζήτημα είναι ότι το ΕΣΡ δεν λειτουργεί, δυστυχώς. Είναι μακράν η χειρότερη ανεξάρτητη αρχή και δεν ανταποκρίνεται στο ρόλο της. Από την άλλη, υπάρχει και ένα γενικότερο θέμα, που δεν αντιμετωπίστηκε τελικά: η συγκέντρωση των Μέσων στα χέρια ελάχιστων προσώπων, τα οποία μάλιστα είναι επιχειρηματίες και τα χρησιμοποιούν προς ίδιον όφελος.
Η γραμμή της κυβέρνησης είναι ότι η αντιπολίτευση κινείται στα όρια της αποσταθεροποίησης. Όντως συμβαίνει αυτό;
Το μεγάλο ερώτημα που ανακύπτει είναι «τι είναι σταθερότητα». Διάφοροι απολογητές της κυβέρνησης μάς είπαν να διαφυλαχθεί η κυβερνητική σταθερότητα ως «υπέρτατη συνταγματική αξία». Η κυβερνητική σταθερότητα, όμως, είναι μια απλή συνταγματική μέριμνα για να υπάρχουν βιώσιμες, κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις. Επομένως, η σταθερότητα δεν ταυτίζεται με την αυτοδυναμία μιας κυβέρνησης και, δεύτερον, η κυβερνητική σταθερότητα, όπως την προτρέπει το Σύνταγμα, σταθμίζεται με άλλες συνταγματικές αρχές, όπως είναι το κοινοβουλευτικό σύστημα, η ισότητα των πολιτικών δυνάμεων και η αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου. Υπό την έννοια αυτή, δεν νοείται να υπάρχει κατηγορία για αποσταθεροποίηση. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν η παραίτηση του πρωθυπουργού είναι ατομική και επομένως δεν σημαίνει ούτε πτώση της κυβέρνησης, ούτε εκλογές. Σημαίνει ότι η παράταξη που έχει την αυτοδυναμία θα επιλέξει ένα άλλο πρόσωπο, που υποχρεωτικά η πρόεδρος της Δημοκρατίας θα διορίσει πρωθυπουργό. Επομένως, η κυβέρνηση μπορεί να ολοκληρώσει τη θητεία της, χωρίς να υπάρξει «αποσταθεροποίηση». Εκτός αν δεχτούμε ότι η σταθερότητα ταυτίζεται μόνο με την μονοκομματική κυβέρνηση της ΝΔ, με πρωθυπουργία Μητσοτάκη…
Αν το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων δεν έχει αντιμετωπιστεί, αν δεν έχουν αποδοθεί ευθύνες, πώς θα πάμε σε εκλογές;
Το ερώτημα θέτει απλώς –και σωστά– ένα ζήτημα πολιτικής ηθικής. Από καθαρά συνταγματική άποψη, όμως, αν αύριο, για παράδειγμα, ο πρωθυπουργός ζητήσει τη διάλυση της Βουλής γιατί έχουμε όξυνση στα ελληνοτουρκικά, η πρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούται να προκηρύξει εκλογές. Το θέμα λοιπόν είναι πόσο θεμιτό είναι να πάμε σε τέτοιες εκλογές, διότι θα είναι τραυματικές για το πολιτικό σύστημα και τη δημοκρατία. Εδώ αναδεικνύονται και άλλα δύο ζητήματα. Το ένα είναι ο ρόλος του κυβερνώντος κόμματος, το οποίο είναι εντελώς απαξιωμένο. Είναι δυνατόν να μην έχει γίνει ούτε μια προσπάθεια να ληφθούν αποφάσεις στα αρμόδια εσωκομματικά όργανα; Το δεύτερο είναι ότι, απέναντι στη στάση των «καθεστωτικών ΜΜΕ» αντιπαρατάσσονται οι λίγοι αλλά θαρραλέοι εκπρόσωποι της ερευνητικής δημοσιογραφίας. Αυτοί ουσιαστικά κράτησαν το θέμα όρθιο, με τη συμπαράσταση κάποιων κινήσεων της κοινωνίας των πολιτών, ιδίως δε της Πρωτοβουλίας Ώρα Μηδέν για τη Δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου, στην οποία ανήκω, η οποία προσπάθησε να αναδείξει το ότι «η δημοκρατία εξακολουθεί να μετράει» στις μέρες μας, παρά τα οικονομικά προβλήματα και τις γενικότερες δυσκολίες που ταλανίζουν τη χώρα μας.
Ο πρωθυπουργός προκάλεσε την αντιπολίτευση να καταθέσει πρόταση μομφής. Μπορεί να φέρει την κάθαρση η επιβεβαίωση της εμπιστοσύνης ή ακόμα και η προκήρυξη εκλογών;
Η κυβέρνηση δεν μπορεί να επιβάλει ούτε να την υποδείξει την πρόταση μομφής. Αν θέλει ο πρωθυπουργός να θέσει θέμα εμπιστοσύνης, έχει τρόπο. Μπορεί να καταθέσει ο ίδιος πρόταση εμπιστοσύνης. Το πιο πιθανό είναι ότι θα πάρει ψήφο εμπιστοσύνης, διότι δυστυχώς συσπειρώνονται γύρω από την εξουσία ακόμη και αυτοί που διαφωνούν. Από εκεί και πέρα, οι εκλογές δεν είναι η κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Όποιο και αν είναι το αποτέλεσμά τους δεν μπορεί να απαλλάξει την κυβέρνηση από τις ευθύνες για τις παρακολουθήσεις.
Οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για υπηρεσιακό υπουργό Προστασίας του Πολίτη και διοικητή της ΕΥΠ κοινής αποδοχής μπορούν να οδηγήσουν σε αντιμετώπιση του σκανδάλου;
Ο διοικητής της ΕΥΠ καλό θα ήταν να οριζόταν με πλειοψηφία τριών πέμπτων. Όπως και ο πρόεδρος της ΕΡΤ, για τον οποίο είχα κάνει πρόταση παλιότερα. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως δεν έχει κάνει τέτοιες προτάσεις. Καλό είναι να τα θυμάται στην ώρα τους, όχι τώρα που ανέκυψαν τα προβλήματα. Παρόλα αυτά, ένας διοικητής της ΕΥΠ, που θα αναδεικνυόταν με ευρύτερη πλειοψηφία, προφανώς θα διευκόλυνε την κατάσταση. Σε ό,τι αφορά τον υπουργό, νομίζω ότι η πρόταση αφορά την γνησιότητα των επερχόμενων εκλογών και όχι την αντιμετώπιση του σκανδάλου. Έχω δε μια επιφύλαξη ως προς αυτό, γιατί έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει πάτημα να τον ταυτίζουν επιτηδείως με τον Τραμπ και τον Μπολσονάρο, που αμφισβητούσαν γενικά –και εκ των προτέρων– τη γνησιότητα των εκλογών.
Υπάρχουν τα εργαλεία για την αντιπολίτευση να αντιδράσει, ώστε να αντιμετωπιστεί θεσμικά το σκάνδαλο αυτό;
Η αντιπολίτευση πρέπει να εντείνει τις πιέσεις ώστε η Βουλή να κινηθεί, μέσω της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, προς τη σωστή κατεύθυνση. Δηλαδή να πιέσει με τη σειρά της τους εμπλεκόμενους να αποκαλύψουν την αλήθεια. Πρέπει επίσης να εντείνει τις πιέσεις προς τον πρωθυπουργό να άρει το υπηρεσιακό απόρρητο, να μην υπάρχουν τρόποι διαφυγής. Πρέπει επίσης να κινηθεί, στο πλαίσιο πολιτικών και επικοινωνιακών δυνατοτήτων της, ώστε να διευκολυνθούν στον μέγιστο δυνατό βαθμό οι ανεξάρτητες αρχές και η Δικαιοσύνη, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα θέματα του κακόβουλου λογισμικού. Το ότι συνδέονται αυτά με την ΕΥΠ είναι περίπου βέβαιο, αλλά δεν αποκλείεται να έχουν αυτονομηθεί και κάποια κέντρα ιδιωτικής εξουσίας, τα οποία θέλω να τονίσω ότι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης είναι συχνά εξίσου επίφοβα. Χρειάζεται λοιπόν ιδιαίτερη προσπάθεια για να ξεκαθαρίσει το τοπίο και να καταστεί σαφές το τι έγινε και το πώς κατανέμονται οι ευθύνες μεταξύ κρατικών και ιδιωτικών εξουσιών. Πέρα από αυτά όμως, ιδιαίτερη σημασία έχει και το να αναληφθεί μια συντονισμένη προσπάθεια από την αντιπολίτευση, ώστε να αλλάξει τη νομοθεσία. Πρώτον, για να μπορούν πλέον αυτοί που έχουν παρακολουθηθεί για λόγους εθνικής ασφάλειας να γνωρίζουν το ίδιο το γεγονός και τον λόγο, δεύτερον για να ενισχυθεί ο ρόλος της δικαστικής εξουσίας και των ανεξάρτητων αρχών και τρίτον για να τεθούν πρόσθετες εγγυήσεις ως προς την άρση απορρήτου των πολιτικών προσώπων και των δημοσιογράφων. Τέλος, η αντιπολίτευση θα πρέπει να εντείνει την προσπάθειά της να ενημερώσει τους πολίτες, όχι μόνο για τις επιμέρους πλευρές του σκανδάλου, αλλά και για την σημασία που έχει η αντίδρασή τους ως προς την προάσπιση του Κράτους Δικαίου και της Δημοκρατίας.