Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Τη δημοκρατία για να την κατανοήσουμε, έπρεπε να τη χάσουμε. Όλες οι μεταπολιτευτικές γενιές. Γι' αυτό φέτος το Πολυτεχνείο μάς έχει συνταράξει: Ψωμί - Παιδεία - Ελευθερία.
Από το “κάπως” στο “τίποτε”
Ακόμη και με τα μνημόνια, ακόμη και τότε, είχαμε μια παιδεία. Κάπως. Και μια ελευθερία. Κάπως. Ίσως, από την άλλη, να μας έχουν βαρύνει τόσο πολύ τα δέκα προηγούμενα χρόνια, που τούτα εδώ τα τρία τελευταία να στάζουν αίμα από του πόρους μας, γιατί; Γιατί πόρους έχουμε ακόμη και στην ψυχή. Αν η ψυχή είναι ένα αυτόνομο ον που κατοικεί το σώμα μας, το βλέπω καθαρά να σπαράζει από πόνους πιο μεγάλους από το μπόι της ανθρωπότητας.
Ίσως και να είναι τα πιο σκληρά και δυστυχώς δεν έχουμε νέους να ρωτήσουμε. Οι νέοι δεν γνώρισαν τίποτε, απολύτως τίποτε άλλο πέρα από φτώχεια και γκρίζο. Εμάς μας ρωτούσαν -τότε, στις δικές μας εξεγέρσεις. Μας ρωτούσαν για τα όνειρα και λέγαμε, λέγαμε επειδή είχαμε. Όνειρα σοβαρά, ρεαλιστικά. Όνειρα για αξιοπρέπεια. Κανένα μεγαλείο, μόνο αξιοπρέπεια. Για ζωή κι όχι για επιβίωση. Αυτά τα παιδιά τι να τα ρωτήσεις; Τι όνειρα έχουν, που δεν έζησαν ούτε την ήττα, αλλά κυρίως ούτε μία νίκη; Ούτε μία μάχη; Ξυπνήσαμε ένα πρωί και οι γονείς μας τα είχαν χάσει όλα ή θα τα έχαναν σταδιακά. Πρώτα χρήματα, μετά τις δουλειές τους.
Πάγωσαν οι φόρες μας
Μετά βγήκαμε εμείς να δουλέψουμε. Για ψίχουλα. Ακόμη ψίχουλα είναι, αλλά σαν έγιναν πιο τραμπούκοι τα αφεντικά τα τελευταία χρόνια, πιο άγριοι. Σα να άλλαξαν κι οι αλατιέρες, ξέρετε που στα εστιατόρια βάζουν ρύζι στις αλατιέρες για να μην πετρώνει το αλάτι σαν τη γυναίκα του Λωτ; Τώρα δεν τους νοιάζει και να πετρώσεις μέσα στην αλατιέρα σου.
Αλλά αυτά εμείς τα ξέρουμε, γιατί γνωρίζαμε και τα πριν. Και επειδή να, πάγωσε κι η αξιοπρέπεια σαν αλάτι χωρίς ρύζι. Πάγωσαν και οι φόρες μας κι ας μην το παραδεχόμαστε. Μας λείπουν οι νέοι, οι πιο νέοι εννοώ. Οι εικοσάρηδες, να μας χαρίσουν λιγάκι από το δικό τους όνειρο. Πολλή δική τους φόρα. Κάποτε την χαρίσαμε εμείς και ρίξαμε τρεις κυβερνήσεις.
Καθένας μας στις μοναξιές του μείναμε. Άνθρωποι ολομόναχοι στην αγριότητα των μη φυσικών πραγμάτων, γιατί η συρρίκνωση της Δημοκρατίας δεν είναι πράγμα φυσικό. Είναι πράγμα τεχνητό, επιβίωσης. Φυσικά, επιβίωσης όχι δικής μας, αλλά έτσι είναι οι τροφικές αλυσίδες. Εμείς είμαστε στη μέση και τα εικοσάχρονα στον πάτο.
Κίνδυνος
Νιώθω ενοχές. Κάθε άνθρωπος που δεν αφήνει φωνή στους νεότερους θα έπρεπε να νιώθει ενοχές. Εγώ, πάντως, νιώθω. Δεν ξέρω τι να κάνω, αλλά νιώθω. Και τα γραπτά μου πιστεύω ότι δεν τους μιλούν. Να, τόση ώρα λέω για τις δικές μας μάχες, ξαφνικά τα συνειδητοποιείς αυτά: τόση ώρα λέω για τη γενιά μου. Ούτε σε μια γραμμή δεν ρώτησα για τη δική τους.
Τι είστε; Ποιοι είστε; Ποιες -λίγο περισσότερο πείτε μου ποιες είστε, αν θέλετε. Και τι θέλετε. Έχετε όνειρα εσείς; Φεύ! Στη δύση της ελευθερίας των ονείρων, το μόνο που απομένει σε όλους μας και όλες μας είναι λίγο ονείρου ακόμα. "Ελπίδα" θα το πούμε μεγαλώνοντας, αλλά να ξέρετε πως αν αντικαταστήσεις το όνειρο με την ελπίδα, αυτή είναι η πρώτη ήττα.
Δεν είναι ότι πάψαμε να είμαστε νέοι εμείς, οι εικοσάρηδες της προηγούμενης δεκαετίας. Είναι πως αποκτήσαμε αίσθηση κινδύνου, συμβαίνει αυτό όταν πια αναφέρεσαι και σε άλλους ανθρώπους. Ανθρώπους που μεγαλώνεις, ας πούμε, ή που αγαπάς πάρα πολύ. Ή ανθρώπους δεύτερους μέσα στο σώμα σου. Όντα. Αρρώστια, ρε παιδί μου. Νέες καταστάσεις όλες αυτές, όλες, όμως κάπου σε κάνουν να αποκτάς αίσθηση του κινδύνου.
Ο τροπος που ματώνουν
Πριν ένα μήνα ήμασταν στην πρώην ΕΑΤ - ΕΣΑ, είχαμε εκδήλωση. Έβλεπα τους τοίχους να έχουν πόρους και να στάζουν αίμα κι άκουγα ουρλιαχτά. Μιλούσαν οι ομιλητές, μιλούσα κι εγώ, αλλά έβλεπα αίμα κι άκουγα ουρλιαχτά. Τελειώνοντας, με πήρε χαμπάρι ο Νίκος Μανιός. "Νίκο, το νιώθουν όλοι ότι το κτίριο είναι ζωντανό και στάζει από τους τοίχους;"
"Όχι", μου είπε. "Το νιώθουν οι Αριστεροί που ξέρουν τι έγινε εδώ μέσα". Ξέρουμε μα δεν ξέρουμε κιόλας. Σε αντίθεση με το Νίκο, εμένα δεν με βασάνισαν ποτέ. Και σε αντίθεση με εμάς που δεν βασανιστήκαμε ποτέ, οι εικοσάχρονοι δεν έχασαν τίποτε, γιατί δεν είχαν τίποτε εξαρχής. Γεννήθηκαν χωρίς δικαίωμα στα όνειρα. Μεγάλωσαν χωρίς δικαιώματα στα όνειρα.
Είναι, όμως, η φρίκη τόσο συλλογική αίσθηση,ε; Αυτό το ματωμένο ον που λέγεται ψυχή, αλλιώς μάτωνε στο Πολυτεχνείο και στις εξορίες, αλλιώς στους τριαντάρηδες, αλλιώς στα παιδιά σήμερα. Αλλά έχει αίμα.
Αυτό μας λείπει, όμως. Ο τρόπος που ματώνουν τα παιδιά. Να μας ταράξουν, να μας πάρουν την αίσθηση του κινδύνου, να μας συγκινήσουν όπως παλιά. Να μας ζωντανέψουν, όπως παλιά. Να μας κάνουν να ουρλιάζουμε, να μας πολλαπλασιάσουν τις αντοχές, μπροστά αυτά, πίσω εμείς.
Γιατί, παιδιά: θα νικήσουμε.
Θα νικήσουμε.
Θα νικήσουμε.