Ο ευρωκεντρισμός, ή καλύτερα ο δυτικοκεντρισμός, είναι μια κατάσταση από την οποία δύσκολα μπορούμε να ξεφύγουμε, ακόμα και εμείς στην Εποχή που το προσπαθούμε. Γι’ αυτό σήμερα είμαστε ιδιαίτερα ευτυχείς που φιλοξενούμε στις Ιδέες ένα κείμενο γραμμένο από την Ζακλίν Κεμιγκίσα, μια αφρικανή συγγραφέα και ερευνήτρια η οποία αμφισβητεί την κυρίαρχη άποψη της σημασίας που έχει η κατοχή θέσεων πολιτικής εξουσίας από γυναίκες, στο πλαίσιο εφαρμογής των λεγόμενων «θετικών δράσεων». Αν και το άρθρο αναφέρεται στην κατάσταση που ισχύει -κυρίως με «έξωθεν» υποδείξεις/παρεμβάσεις- στις μετααποικιακές αφρικανικές χώρες, το συγκεκριμένο ζήτημα απασχολεί όπως γνωρίζουμε και το κίνημα στις χώρες της ανεπτυγμένης Δύσης. Το κείμενο, με τίτλο “Feminizing the State Apparatus”, δημοσιεύτηκε, την 1η Νοεμβρίου 2022, στην ιστοσελίδα της παναφρικανικής πλατφόρμας African Arguments, στη σειρά Debating Ideas (africanarguments.org/2022/11/feminizing-the-state-apparatus-a-mirage-for-womens-liberation).
Χ.Γο.
Το εθνικό κράτος, και κατ' επέκταση η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, δεν μπορεί ούτε να συμφιλιώσει τις ταξικές διαφορές ούτε να απελευθερώσει τις γυναίκες, ενώ η επιβίωσή του διευκολύνεται από τη νεοφιλελεύθερη, φυλετική καπιταλιστική πατριαρχία, της οποίας τα ίδια τα θεμέλια αντιτίθενται στην ύπαρξη μιας απελευθερωμένης γυναίκας.
Το επιχείρημα ότι η αύξηση του αριθμού των γυναικών σε πολιτικά αξιώματα ισοδυναμεί με ευημερία για όλους δεν είναι μόνο απατηλό, αλλά διαγράφει και τις καθημερινές ριζοσπαστικές πράξεις απελευθέρωσης των γυναικών, και γενικώς των ατόμων χωρίς πολιτική εξουσία. Επιπλέον, η εστίαση της ενέργειας των φεμινιστικών και γυναικείων κινημάτων στην εκστρατεία για περισσότερες γυναίκες στην πολιτική σκηνή είναι σαν να ρίχνουμε νερό σε μια τρύπια κατσαρόλα: αυτή δεν μπορεί ποτέ να γεμίσει.
Κάποιες χώρες της Ανατολικής Αφρικής, όπως η Ρουάντα, η Τανζανία και η Ουγκάντα, «επειδή έχουν περισσότερες γυναίκες στο κοινοβούλιο» επαινούνται από τους διεθνείς αναπτυξιακούς θεσμούς, με βάση δείκτες όπως η «ισότητα των φύλων»- ένα στατιστικό μέτρο που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αναλογία μεταξύ γυναικών και ανδρών ως ένδειξη της φιλελεύθερης προόδου των συγκεκριμένων αφρικανικών χωρών. Αυτό που συχνά παραλείπουν αυτοί οι δείκτες είναι οι συνθήκες ζωής των γυναικών.
Όταν, στις 19 Μαρτίου 2021, έσκασε στο διαδίκτυο η είδηση ότι πρόεδρος της Τανζανίας ανέλαβε η Σάμια Σουλούχου Χασάν, οι φεμινίστριες στην Ανατολική Αφρική πανηγύρισαν, ελπίζοντας ότι μια γυναίκα πολιτικός θα ανατρέψει τις βίαιες, έμφυλες πολιτικές του εκλιπόντος προέδρου Μαγκουφούλι, συμπεριλαμβανομένης της εκπαιδευτικής πολιτικής που απαγόρευε στα έγκυα κορίτσια να επιστρέψουν στο σχολείο ακόμα και μετά τον τοκετό. Και η πολιτική των διακρίσεων πράγματι καταργήθηκε.
Ωστόσο, όσες πανηγύρισαν είχαν ξεχάσει ότι τα χέρια της προέδρου Σουλούχου δεν είναι και τόσο καθαρά, καθώς ήταν αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Μαλγκουφούλι όταν βασίλευε η τρομοκρατία εναντίον των κοριτσιών. Επιπλέον, υπήρξε μια επιλεκτική αμνησία στην άσκηση κριτικής για τον τρόπο λειτουργίας των έμφυλων πολιτικών θεσμών∙ οι γυναίκες που κατέχουν θέσεις στους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς δεν είναι ποτέ το κέντρο της εξουσίας στο πλαίσιο της τρέχουσας οικοδόμησης της δημοκρατίας στην Αφρική.
Σήμερα, η κυβέρνηση της προέδρου Σουλούχου είναι στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων για τη βίαιη καπιταλιστική πολιτική της να εκδιώξει βάναυσα πάνω από 70.000 ανθρώπους της φυλής Μασάι από τα πατρογονικά τους εδάφη, προκειμένου να εκμισθώσει τη γη σε μια εταιρεία με έδρα τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα για τη δημιουργία ενός διαδρόμου άγριας ζωής για το κυνήγι τροπαίων και την τουριστική ελίτ. Από τις αναφορές των μέσων ενημέρωσης προκύπτει ότι η κυβέρνηση προσφεύγει στην οργανωμένη αστυνομική βία για να ξεφορτωθεί και να εκτοπίσει τους Μασάι, μεταξύ των οποίων υπάρχουν γυναίκες και παιδιά. Για να επαναλάβουμε την ανάλυση του ουγκαντέζου συγγραφέα Μπουγουεσιγκέι μπουά Μουασιγκίρε ότι «η κυριαρχία του εθνικού κράτους είναι μια ισορροπία τρόμου», οι προσπάθειες θηλυκοποίησης του κρατικού μηχανισμού δεν μπορούν να αλλάξουν τα βίαια θεμέλιά του ή να τερματίσουν τον πόλεμο που αυτό ασκεί κατά των πολιτών.
Είναι εύκολο να εκληφθεί η άποψή μου ως κατηγορία των επιτευγμάτων της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας: αυτό, όμως, θα ήταν ένα ψεύτικο κατασκεύασμα. Είναι πολύ σημαντικό κάποια γυναίκα που μας μοιάζει και μιλάει σαν εμάς να αναλαμβάνει ένα ηγετικό κρατικό αξίωμα, και αυτό το γεγονός συνδέεται στενά με τη δυνατότητά μας να ονειρευόμαστε. Αλλά είναι μεγάλη υποκρισία να αντιμετωπίζουμε αυτή τη δυνατότητα να ονειρευόμαστε ως δείκτη προόδου όλων των γυναικών.
Η πολιτική ως συμβιβασμός για την απελευθέρωση των γυναικών
Η οργάνωση του φεμινιστικού κινήματος στην Ανατολική Αφρική έχει συνήθως ως επίκεντρο την αλλαγή πολιτικής και την εκπροσώπηση σε εθνικό επίπεδο. Στην προσπάθεια να υπάρχουν γυναίκες στην πολιτική ζωή ξεφυτρώνουν διάφορες πολιτικές, όπως οι θετικές δράσεις. Ακόμα και όταν οι προθέσεις είναι αγνές, οι γυναίκες των αστικών τάξεων που επωφελούνται σε μεγάλο βαθμό από τέτοιες πολιτικές, μόλις βρεθούν σε πολιτικά αξιώματα χρησιμοποιούν τη θέση τους για να αποκτήσουν εξουσία και να κρατήσουν άλλες γυναίκες εκτός των πυλών.
Η φεμινίστρια θεωρητικός Μάρι Ματσούντα μάς προτρέπει να ασκήσουμε έναν φεμινισμό ικανό να αμφισβητήσει ουσιαστικά τις δομές της κυριαρχίας εφαρμόζοντας τη μεθοδολογία του «άλλου ερωτήματος». Η ανάλυση της Ματσούντα εστιάζει στις προφανείς και μη προφανείς σχέσεις κυριαρχίας και στη διασύνδεσή τους. «Όταν βλέπω κάτι που μοιάζει ρατσιστικό, ψάχνω να βρω την πατριαρχία που βρίσκεται μέσα σ’ αυτό. Όταν βλέπω κάτι που μοιάζει σεξιστικό, ψάχνω να βρω την ετεροφυλοφιλία που βρίσκεται μέσα σ’ αυτό. Όταν βλέπω κάτι που μοιάζει ομοφοβικό, ψάχνω να βρω πού είναι το ταξικό συμφέρον που βρίσκεται μέσα σ’ αυτό».
Εφαρμόζω τη μέθοδο της Ματσούντα ως αναλυτικό εργαλείο για την αξιολόγηση της συμμετοχής των γυναικών στην εκλογική πολιτική σκηνή. Στην Ουγκάντα, για παράδειγμα, ισχυρές γυναίκες όπως η Ρεμπέκα Καντάγκα, δεύτερη αναπληρώτρια πρωθυπουργός και πρώην πρόεδρος του Κοινοβουλίου, κατέχει μια από τις κοινοβουλευτικές έδρες που προβλέπει ο νόμος περί θετικών δράσεων, εδώ και πάνω από 10 χρόνια. Η Καντάγκα, όπως είναι γνωστό, «δώρησε» στους Ουγκαντέζους τον νόμο κατά της ομοφυλοφιλίας (ο οποίος έχει πια καταργηθεί), έναν νόμο που αποσκοπούσε στην περαιτέρω ποινικοποίηση των σχέσεων μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου, βάσει του οποίου κάποιες γυναίκες θα μπορούσαν να υποστούν την ποινή της φυλάκισης επειδή απλώς υπήρχαν, και αγαπούσαν όποιαν ήθελαν. Η Καντάγκα θεωρείται ως μία από τις επιτυχίες του γυναικείου κινήματος στην Ουγκάντα∙ την ίδια στιγμή, σε εθνικό επίπεδο υπερασπίζεται την ομοφοβία, γεγονός που έχει ως συνέπεια την απάνθρωπη μεταχείριση των έμφυλων μειονοτήτων.
Εκτός από την αποπολιτικοποιημένη πρόσβαση στην εξουσία, το άλλο μειονέκτημα των πολιτικών θετικών δράσεων είναι ότι συνέβαλλαν στο πατρονάρισμα συγκεκριμένων προγραμμάτων δράσης, χαρακτηρίζοντάς τα ως «γυναικεία ζητήματα». Δεν είναι ασυνήθιστο τα μέλη του Κοινοβουλίου στην Ουγκάντα να θεωρούν την εφηβική εγκυμοσύνη «γυναικείο ζήτημα» και όχι συστημικό πρόβλημα - αποδίδοντας την ευθύνη της συστημικής αποτυχίας στις βουλεύτριες.
Η Ουγκάντα είναι η χώρα που επαινείται σήμερα περισσότερο από όλες τις άλλες για την προοδευτικότητά της, καθώς κάποιες θέσεις-κλειδιά, όπως αυτές του αντιπροέδρου, του πρωθυπουργού και του προέδρου του κοινοβουλίου τις κατέχουν γυναίκες. Ωστόσο, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που αποδυναμώνουν «θηλυκοποιημένους τομείς», όπως η υγεία, η εκπαίδευση και η γεωργία, εξακολουθούν να βρίσκονται ψηλά στην ατζέντα της κυβέρνησης. Αυτό δίνει μια εικόνα των ασυνεπειών και των αντιφάσεων της χρησιμοποίησης της ισότητας των φύλων ως δείκτη προόδου -κυρίως στην Αφρική, όπου ο χώρος της πολιτικής υπαγορεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις- και όχι ως δείκτη ατομικών επιτευγμάτων εκτός της κοινότητας.
Στο πεδίο της φεμινιστικής πολιτικής που υποστηρίζουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κυριαρχούν οργανώσεις οι οποίες παρακολουθούν την πρόοδο των γυναικών και εκδίδουν εκθέσεις που συγχέουν την ατομική επιτυχία με την επιτυχία όλων των γυναικών. Πρόσφατα, το ψηφιακό πρακτορείο ειδήσεων The Continent δημοσίευσε ανάλυση με τίτλο «Ο αγώνας για την ισότητα των φύλων στα αφρικανικά υπουργικά συμβούλια», υποστηρίζοντας την αύξηση της εκπροσώπησης των γυναικών στην εκλογική πολιτική σκηνή, ώστε να αυξηθεί η ικανότητά τους να προσπελάσουν και να χρησιμοποιήσουν την πολιτική εξουσία. Εκείνο που δεν λένε όμως οι συντάκτες αυτών των κειμένων είναι αν η πραγματική αύξηση του αριθμού των γυναικών συμβαδίζει με τη συλλογική ελευθερία των γυναικών, που θα είχε ως αποτέλεσμα την καλύτερη κοινωνική, πολιτική και οικονομική ευημερία τους -η δυσάρεστη απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι ένα κατηγορηματικό όχι!
Οι συγγραφείς προβάλλουν τη Γουινέα Μπισάου και τη Ρουάντα ως χώρες-πρότυπα για τον αγώνα υπέρ της ισότητας των φύλων. Ωστόσο, σε έκθεση της οργάνωσης των Ηνωμένων Εθνών UN Women που επαινεί τη Ρουάντα για το 61% των εδρών που καταλαμβάνουν οι γυναίκες στο Κοινοβούλιό της περιέχεται επίσης η πληροφορία ότι σε κάθε άλλη πτυχή της ζωής, από τα ποσοστά αναλφαβητισμού έως τη φτώχεια, οι γυναίκες είναι σε χειρότερη θέση από τους άνδρες. Εν τω μεταξύ, στην περίπτωση της Γουινέας Μπισάου, το 2020, το 25,7% των γυναικών ηλικίας 20-24 ετών ήταν παντρεμένες ή σε σχέση συμβίωσης πριν από την ηλικία των 18 ετών.
Ποια η χρησιμότητα του μοντέλου της ισότητας των φύλων για τη συλλογική μας ελευθερία;
Η Τζόι Τζέιμς στο βιβλίο της Shadow Boxing, Representation of Black Feminist Politics μιλάει για το πώς ο συμβατικός πολιτικός λόγος δεν υπερασπίζεται με ιδιαίτερη ζέση την ανακατεύθυνση των υλικών πόρων προς τους λιγότερο προνομιούχους. Το βιβλίο αναλύει τον διπλό αντίκτυπο της εφαρμογής των θετικών δράσεων, που πολλές φορές συμβάλλει στη διεύρυνση του επαναδιαχωρισμού των προνομιούχων και εκείνων που στερούνται δικαιωμάτων. Στην Ουγκάντα, για παράδειγμα, ιστορικά εξοστρακισμένες περιοχές, όπως η Καραμόγια που βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας, εκπροσωπούνται πολιτικά από γυναίκες υπουργούς εδώ και πάνω από 15 χρόνια. Ωστόσο, η κάλυψη βασικών υλικών αναγκών, όπως η διατροφή, δεν έχει διαχυθεί προς τα κάτω, δηλαδή στις απλές γυναίκες της περιοχής. Η Καραμόγια βιώνει επί του παρόντος μια κατάσταση ακραίας πείνας.
Οι γυναικείες ΜΚΟ και οι εμβαλωματικές λύσεις τους
Το φεμινιστικό κίνημα στην Ανατολική Αφρική υπό την ομπρέλα των ΜΚΟ, σε μια προσπάθεια να απελευθερώσει τις γυναίκες ως πολιτική κατηγορία, χρησιμοποίησε τον κρατικό φεμινισμό με στόχο την εστίαση στις πολιτικές και την ενσωμάτωση κυβερνητικών πρωτοβουλιών ως μέσο για τον μετασχηματισμό των σχέσεων μεταξύ των φύλων∙ το αποτέλεσμα, τουλάχιστον στην περίπτωση της Ουγκάντα, ήταν η πρόσβαση στην πολιτική εξουσία γυναικών της ελίτ. Για παράδειγμα, οργανώσεις όπως η Κοινοβουλευτική Ένωση της Ουγκάντα εστιάζουν σε πολιτικά προγράμματα φιλικά προς τις γυναίκες, όπως οι θετικές δράσεις και άλλες πολιτικές, με στόχο την «ενδυνάμωση» των γυναικών, αλλά η ενδυνάμωση δεν έχει διαχυθεί στις μεμονωμένες γυναίκες και συλλογικά σε όλες τις γυναίκες.
Η ατζέντα για την ισότητα των φύλων που καθορίζεται από νεοφιλελεύθερους θεσμούς όπως η οργάνωση UN Women, οι οποίοι με τη σειρά τους χρηματοδοτούν ΜΚΟ, έχει ως αποτέλεσμα αυτές οι τελευταίες να ξεφυτρώσουν σαν μανιτάρια ενισχύοντας με μια ατελείωτη ροή χρηματοδότησης την προσπάθεια των γυναικών να διεκδικήσουν δημόσια αξιώματα, και προβάλλοντας τα ατομικά επιτεύγματα ως συλλογική δύναμη, ενώ στην πραγματικότητα εκμεταλλεύονται τις γυναίκες αντιμετωπίζοντάς τες ως εκλογικό ακροατήριο.
Η επιμονή σε «σημάνσεις» νεοφιλελεύθερης προόδου, όπως η «ισότητα των φύλων», οφείλεται εν πολλοίς στην κατηγοριοποίηση των γυναικών σε μια εκλογική ομάδα στην οποία αξίζει να απευθυνθεί κανείς σε κάθε εκλογικό κύκλο. Η στήριξη του «γυναικείου πληθυσμού» φοριέται σαν παράσημο τιμής από πολιτικούς, όπως ο πρόεδρος Μουσεβένι που έχει το παρατσούκλι «ο φέρων την ελευθερία στις γυναίκες», ενώ οι κυβερνητικές πολιτικές του συνεχίζουν να αδιαφορούν για την ευημερία τους.
Στη συνέχεια, ο ίδιος δείκτης προόδου χρησιμοποιείται για την απαξίωση των γυναικών και των φορέων υπεράσπισης του φεμινισμού, όταν αυτές απαιτούν να αποκτήσουν οι γυναίκες πλήρη δικαιώματα του πολίτη, με συγκαταβατικές αντιδράσεις του τύπου «γιατί δεν εκτιμάτε όσα καλά έχουμε κάνει για σας;».
Οι προσπάθειες για την ύπαρξη παγκόσμιων ενοποιημένων συστημάτων ανάλυσης (στο συγκεκριμένο ζήτημα η ισότητα των φύλων) έχουν οδηγήσει τις αφρικανές γυναίκες και κατ' επέκταση τα γυναικεία κινήματα που υπερασπίζονται γυναικείες ατζέντες και σκοπούς να χρησιμοποιούν εργαλεία και αφηγήσεις που έρχονται σε αντίθεση με τη συλλογική μας ελευθερία.
Οι ΜΚΟ στρατολογούν δυνητικές πολιτικές ακτιβίστριες και μετατρέπουν την αντίσταση σε μια δουλειά από το πρωί ως το βράδυ, λογοδοτώντας στους δωρητές και όχι στην κοινότητα, όπως μας υπενθυμίζει η συγγραφέας και ακτιβίστρια Αρουντάτι Ρόι στο δοκίμιό της «Η ΜΚΟποίηση της αντίστασης»: «Οι ΜΚΟ δίνουν την εντύπωση ότι καλύπτουν το κενό που δημιουργείται από ένα κράτος που αποσύρεται. Και το κάνουν πράγματι αυτό, μόνο που η πραγματική τους συμβολή είναι να εκτονώνουν την πολιτική οργή και να μοιράζουν ως βοήθεια ή καλοσύνη όλα αυτά που οι άνθρωποι θα έπρεπε να έχουν δικαιωματικά. Αλλάζουν τη νοοτροπία του κοινού».
Η θέση της Ρόι επιβεβαιώνεται και από το βιβλίο της Σίλβια Ταμάλε Decolonization and Afro-feminism, στο οποίο η συγγραφέας μάς ζητά να επανεξετάσουμε τη συμμετοχή μας σε θεσμούς που έχουν θεμελιωθεί στην αποικιακή πατριαρχία και την «αντιμαυρότητα», και οι οποίοι έχουν μετατρέψει τη «δημοκρατική συμμετοχή» μας σε μια αναλογία ανδρών-γυναικών. Η συμμετοχή των γυναικών στην εκλογική πολιτική σκηνή σταθεροποιεί τα ίδια τα συστήματα βίας.
Πώς μπορούμε να απελευθερωθούμε;
Ο φεμινισμός της κατάργησης (abolition feminism) μάς διδάσκει ότι η κατάργηση απαιτεί να αλλάξουμε ένα πράγμα, που στην πραγματικότητα σημαίνει να αλλάξουμε τα πάντα. Υιοθετώντας αυτό το αναλυτικό πλαίσιο οραματίζομαι μια καλύτερη πρακτική αλληλεγγύης, μια πρακτική που βασίζεται στην κοινότητα και δεν συνυπάρχει με το αφρικανικό μοντέλο του έθνους-κράτους, το οποίο υποστηρίζεται από τις δημοκρατικές επιδιώξεις της Δύσης.
Πρώτον, με απασχολεί το γεγονός ότι η κατηγορία «γυναίκα» ως πολιτική μονάδα οργάνωσης έχει αφενός περιορίσει την φεμινιστική σκέψη, και αφετέρου μάς έχει επαναφέρει στο δυαδικό σύστημα φύλου το οποίο επιδιώκουμε να αποδομήσουμε. Στο σημείο αυτό μού έρχεται στο νου η θεωρία της Τζόι Τζέιμς για την «αιχμάλωτη μητέρα», ένας όρος που περικλείει είτε αυτή που είναι βιολογικά γυναίκα, είτε όσους θηλυκοποιούνται μέσα από τη φροντίδα και την κατανάλωση. Η αρχή για να καταστρώσουμε ένα σχέδιο ανάκτησης της ελευθερίας έξω από το δυαδικό σύστημα φύλου είναι να κατονομάσουμε τις υλικές συνθήκες, όπως το βιοτικό επίπεδο, το εισόδημα, την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, την εκπαίδευση και την διατροφή, από τις οποίες αποκλείονται συστηματικά οι άνθρωποι που βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνίας. Η Τζέιμς αναφέρεται στην «αιχμάλωτη μητέρα» ως μια υπερδύναμη που διαμορφώνεται από το τραύμα, αλλά που έχει επίσης την ατσάλινη σπονδυλική στήλη της βαθιάς αγάπης.
Το όνειρο της ελευθερίας ξεκινά με τη φαντασία. Όπως μας υπενθυμίζει η φεμινίστρια ακαδημαϊκός Σαϊντίγια Χάρτμαν: «ένα από τα βασικά πράγματα που επιδιώκει η καταπίεση είναι η αστυνόμευση της φαντασίας». Θα ήθελα λοιπόν να υποστηρίξω τα εξής: Τον χρόνο και την ενέργεια που αφιερώνουν οι αφρικανές φεμινίστριες για την είσοδο των γυναικών σε θεσμούς που κληρονομήθηκαν από την αποικιοκρατία, και οι οποίοι δημιουργήθηκαν με στόχο την εκμετάλλευση και τον αποκλεισμό τους, είναι προτιμότερο να τον ξοδεύουν για την δημιουργία οργανώσεων βάσης και για να μαθαίνουν από αυτές. Πρέπει να εστιάσουν τις προσπάθειές τους στην προσεκτική κατανομή των πόρων έξω από το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο που εξατομικεύει τα συλλογικά επιτεύγματα, καθώς και στη δημιουργία κοινοτήτων αλληλοβοήθειας που δεν εξαρτώνται από χρηματοδότες. Η εστίαση σε ομάδες αλληλοβοήθειας που προτάσσουν τη συλλογική ευημερία, τόσο συναισθηματικά όσο και από άποψη υλικών ωφελημάτων, μπορεί να μας πάει πιο πέρα από την πολιτική της εκλογικής αντιπροσώπευσης και είναι βέβαιο ότι θα το κάνει. Μπορούμε να επικεντρωθούμε στην οργάνωση των γυναικών έξω από τις δομές καταπίεσης.
Σ’ αυτήν την περίπτωση, αντί να αγωνιζόμαστε για μια θέση στο τραπέζι ή να σπάμε το τραπέζι, ίσως είναι καλύτερα να βρούμε αποκούμπι στην οργάνωση και τη ζωή στις παρυφές της κοινωνίας. Δεν θέλω περισσότερη εκπροσώπηση, δώστε μου ελευθερία!
* Η Ζακλίν Κεμιγκίσα είναι ουγκαντέζα φεμινίστρια, δημοσιογράφος, συγγραφέας και ερευνήτρια.
Μετάφραση-επιμέλεια: Χάρης Γολέμης