«Το επικοινωνιακό τρικ της κυβέρνησης και του υπουργείου Ανάπτυξης έχει ήδη καταρρεύσει, καθώς το πολυδιαφημισμένο καλάθι του νοικοκυριού ούτε γεμίζει ούτε ανακουφίζει τον καταναλωτή. Η αγορά τροφίμων συνεχίζει να είναι μη διαχειρίσιμη για το κοινωνικό σύνολο, καθώς η εξωπραγματική ανοδική πορεία του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή συνιστά μια αδιάψευστη και σκληρή πραγματικότητα, την οποία δεν μπορεί να ξεγελάσει κανένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα, καμία προεκλογική φιέστα που επιχειρεί ο υπ. Ανάπτυξης μέσω των σουπερμάρκετς», σημειώνουν μεταξύ άλλων στην ανακοίνωσή τους η Ομοσπονδία Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδος και η Ένωση Υπαλλήλων Εμπορίου Τροφίμων και Σουπερμάρκετ Αθηνών, Πειραιώς, δήμων και κοινοτήτων νομού Αττικής.
Γεγονός που διαπιστώνει καθημερινά και ο κάθε καταναλωτής μόνος του, αφού το «καλάθι του νοικοκυριού» δεν είναι τίποτα άλλο από μία καταγραφή σε κάθε σουπερμάρκετ των πιο φθηνών τους προϊόντων, κυρίως ιδιωτικής ετικέτας, στις κατηγορίες που περιλαμβάνει το μέτρο, χωρίς να υπάρχει όχι μείωση των τιμών, ούτε έστω κάποια συγκράτηση. Γι’ αυτό, άλλωστε, στη δημοσκόπηση για την ιστοσελίδα newsbomb, το 87% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι πρόκειται για ένα όχι ιδιαίτερα ή καθόλου ανακουφιστικό μέτρο.
Έτσι η ακρίβεια συνεχίζει να τσακίζει τα νοικοκυριά –και μάλιστα στον πιο βασικό τομέα για την επιβίωση, που είναι η διατροφή– και η κυβέρνηση συνεχίζει να «συμπορεύεται με τη λογική της αποφυγής ουσιαστικών μέτρων, όπως τη δραστική μείωση ΦΠΑ και ειδικού φόρου καυσίμων, την πάταξη της αισχροκέρδειας των προμηθευτών, τις πολιτικές συμφωνημένων τιμών κ.ο.κ.,», όπως τονίζεται στην ανακοίνωση.
Την ίδια ώρα, η έρευνα του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς «Κατώτατος μισθός: “Ζούμε για να δουλεύουμε και όχι δουλεύουμε για να ζήσουμε”. Διερεύνηση των αντιλήψεων και εμπειριών των εργαζομένων», που εκπόνησε για λογαριασμό του ο δρ Κωνσταντίνος Θεοδωρίδης επισημαίνει, μεταξύ άλλων, στα συμπεράσματά της πως «οι συμμετέχοντες/ουσες της έρευνας αδυνατούν να ανταποκριθούν στο υψηλό κόστος ζωής. Η ακρίβεια και οι τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών φάνηκε να τους/τις έχει επηρεάσει άμεσα σε μεγάλο βαθμό. Επιπρόσθετα, ήταν κάτι που τους δημιουργούσε ανησυχία και για το άμεσο μέλλον, καθώς δεν είχαν καμία εντύπωση ότι θα υπάρξει κάποια βελτίωση της κατάστασης σύντομα. Στις αναφορές που έκαναν, οι καθημερινές αγορές, το σουπερμάρκετ και το κόστος της ενέργειας ήταν τα ζητήματα που διαδραματίζουν βασικό ρόλο στην ευρύτερη πίεση που δέχονται. Πιο συγκεκριμένα, είναι σημαντικό ότι αυτό που τους τις προβληματίζει ιδιαίτερα σχετίζεται με το γεγονός ότι ο μισθός τους πλέον δεν μπορεί να τους/τις προσφέρει κάτι περισσότερο από τα απολύτως απαραίτητα». Δραστηριότητες που σχετίζονται με τον πολιτισμό και την κοινωνικοποίηση, δηλαδή, είναι σχεδόν αδύνατον να πραγματοποιηθούν για την πλειοψηφία του κόσμου, μετατρέποντας τη ζωή απλά σε μια επιβίωση, κι αυτή με το ζόρι.
Γιώργος Λεχουρίτης:
Το μόνο που μειώθηκε με το «καλάθι του νοικοκυριού»
ήταν η ποσότητα και η ποιότητα
Θα μας κάνετε μια πρώτη αποτίμηση για το «καλάθι του νοικοκυριού»; Ποια τα συμπεράσματά σας από τις πρώτες εβδομάδες εφαρμογής του μέτρου;
Το «καλάθι του νοικοκυριού», όπως είχαμε πει εξαρχής ως ΙΝΚΑ, είναι ένα επικοινωνιακό παιχνίδι της κυβέρνησης και του υπουργείου Ανάπτυξης, που νόμιζαν ότι έτσι θα πέσουν οι τιμές. Αντί αυτού βλέπουμε ένα «καλάθι του νοικοκυριού» που δεν το προτιμά ο κόσμος και ενώ υπάρχουν κάποιες αποκλίσεις με χαμηλότερες τιμές, διαπιστώνουμε την ύπαρξη υψηλότερων τιμών και σε κάθε περίπτωση δεν ήταν αυτό που αναμενόταν από τον κόσμο. Οι καταναλωτές περίμεναν να δουν κάποια προϊόντα σε μια σταθερή τιμή και όχι να αυξάνονται από βδομάδα σε βδομάδα. Παράλληλα, τα προϊόντα στο καλάθι αφορούν κατά κύριο λόγο ιδιωτικές ετικέτες, που ήταν ούτως ή άλλως φθηνότερα. Τόσο καιρό μας είχαν βομβαρδίσει με μία επικοινωνιακή φιέστα ότι το «καλάθι του νοικοκυριού» θα είναι προς το συμφέρον των καταναλωτών, τελικά εδώ και 3 βδομάδες βλέπουμε ότι δεν έχει αλλάξει τίποτα.
Να πούμε λίγο περισσότερα για τις τιμές του καλαθιού, υποτίθεται πως θα ήταν σταθερές με βάση τις τιμές των αρχών του Οκτωβρίου, που και πάλι ήταν υψηλές. Παρόλ’ αυτά δεν είδαμε καν να εκκινούν από εκεί, ούτε να έχουν μείνει σε αυτές.
Πράγματι και αυτό δείχνει ότι τελικά ήταν απλά ένα επικοινωνιακό κόλπο της κυβέρνησης, προκειμένου να οδηγήσουν τον κόσμο στις μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετ, αποκλείοντας τα μικρότερα καταστήματα. Αυτό στην πορεία μπορεί να αλλάξει, αλλά η ζημιά έχει ήδη γίνει. Ο κόσμος δε των μικρών πόλεων που δεν έχει σουπερμάρκετ των μεγάλων αλυσίδων, βάσει του σχεδιασμού της κυβέρνησης δεν πρέπει να βοηθηθεί για να επιβιώσει. Γι’ αυτό μιλάμε για επικοινωνιακό παιχνίδι του κ. Γεωργιάδη, που θέλει να εξαπατήσει για ακόμα μια φορά τον κόσμο. Οι πολίτες, βέβαια, με βάση την έρευνα του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) κατά πλειοψηφία δεν φαίνεται να επιλέγουν το «καλάθι του νοικοκυριού».
Πράγματι, μόνο 4 στους 10 ψώνισαν από τις επιλογές του καλαθιού, που πιθανά να αφορά ποσοστό που ήδη αγόραζε αυτά τα προϊόντα ως πιο φθηνά, σωστά;
Ακριβώς αυτό συμβαίνει. Ο κόσμος που επέλεξε αυτά τα προϊόντα, τα αγόραζε ήδη. Με το μέτρο δεν άλλαξε τίποτα στην αγορά, τα προϊόντα αυτά προσφέρονται στις τιμές που προσφέρονταν ή και ανατιμώνται και παράλληλα οι αλυσίδες συνεχίζουν τις προσφορές που έκαναν ούτως ή άλλως σε άλλα προϊόντα. Γι’ αυτό λέμε ότι το μέτρο δεν έχει κανένα νόημα. Αν κάτι άλλαξε, είναι το ζήτημα των ποσοτήτων των προϊόντων. Βλέπουμε μειωμένες ποσότητες σε πολλές συσκευασίες τροφίμων. Η κυβέρνηση τοποθετήθηκε πως αυτό είναι παράνομο, χωρίς όμως να κάνει απολύτως τίποτα για να το σταματήσει. Δεν έχει επιβάλλει ούτε κυρώσεις, ούτε πρόστιμα, ούτε εφαρμόζει ελέγχους. Παράλληλα, αυτό που βλέπουμε επίσης να αλλάζει, είναι το θέμα της ποιότητας για την οποία δεν γίνεται καμία συζήτηση.
Θεωρείτε πως υπάρχει κίνδυνος οι καταναλωτές χαμηλότερων εισοδημάτων να στραφούν σε τροφές αμφιβόλου ποιότητας λόγω ακρίβειας, έχοντας αντίκτυπο και στην υγεία τους μακροπρόθεσμα αυτή η ανισότητα;
Ναι, χάριν της τιμής μειώνεται η ποιότητα των προϊόντων και οι άνθρωποι αναγκάζονται να τα αγοράσουν παρόλ’ αυτά λόγω της ακρίβειας. Ήδη εμείς ως ΙΝΚΑ έχουμε καταγγείλει πως κυκλοφορούσαν κοτόπουλα με νιτρικά και σαλμονέλα, στην οποία εταιρεία παραγωγής και διακίνησης επιβλήθηκε πρόστιμο από τον ΕΦΕΤ άνω των 100.000 ευρώ εδώ και 4 μήνες, το οποίο όμως δεν έχει υπογραφθεί ακόμα από τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι έλαβε το έγγραφο στις 10 Οκτωβρίου, εμείς βέβαια του λέμε πως ακόμα και αυτό να ίσχυε και όχι οι 4 μήνες, και πάλι δεν δικαιολογείται η καθυστέρηση ενός μήνα και άνω. Ποιον προστατεύει και δεν το κάνει; Αντίστοιχα δεν έχει υπογράψει και άλλα 2 πρόστιμα που επέβαλλε ο ΕΦΕΤ σε δύο εταιρείες που εισήγαγαν αυγά αμφιβόλου ποιότητας και προέλευσης και τα πουλούσαν σαν ελληνικά. Υπάρχουν στην αγορά διάφορα νοθευμένα προϊόντα, όπως και ελληνοποιήσεις, πχ μέλι Κίνας βαφτίζεται σαν ελληνικό κτλ. Ποιος θα μας διασφαλίσει τι ποιότητας προϊόντα τρώμε, αφού ούτε οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης επαρκούν για να ελέγξουν στα τελωνεία τις εισαγωγές, ούτε υπάρχουν ισοζύγια εισαγωγών – εξαγωγών, όπως συμβαίνει και με το ΕΛΓΟ Δήμητρα για το γάλα και το κρέας, που κι αυτό δεν ξέρουμε αν λειτουργεί σωστά. Λένε επίσης κάποιοι πως τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας είναι τα ίδια με τα επώνυμα, γιατί φτιάχνονται και συσκευάζονται στα ίδια εργοστάσια. Αυτό ισχύει, αλλά δεν φτιάχνονται με τις ίδιες πρώτες ύλες, άρα δεν είναι της ίδιας ποιότητας. Και βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε πως υπάρχουν άνθρωποι με συγκεκριμένες διατροφικές ανάγκες, πχ διαβητικοί, για τους οποίους δεν υπάρχει καμία μέριμνα, αφού το «καλάθι του νοικοκυριού» δεν περιλαμβάνει πιο ειδικά τρόφιμα. Γιατί αυτό; Είναι άνθρωποι κατώτερου θεού ή νομίζουμε ότι όλοι έχουν χρήματα;
Η έρευνα του ΙΕΛΚΑ μιλάει για μια μικρή άνοδο του ανταγωνισμού, καθώς 1 στους 7 καταναλωτές επισκέφθηκε διαφορετικό σουπερμάρκετ λόγω του «καλαθιού του νοικοκυριού». Κατά πόσο μπορεί να θεωρηθεί άνοδος, αλλά και το κυριότερο, είναι αυτό προς όφελος των καταναλωτών ή των επιχειρήσεων τελικά;
Στην πραγματικότητα δεν έχουμε ούτε άνοδο του ανταγωνισμού λόγω του καλαθιού, ούτε τίποτα, αφού ό,τι πολιτική είχαν ήδη από πριν οι επιχειρήσεις, αυτή εφαρμόζουν και τώρα. Και πριν συνέβαινε αυτό με τις προσφορές. Ο καταναλωτής δεν έχει ωφεληθεί σε κάτι από το καλάθι.
Τι θα έπρεπε να γίνει κατά τη γνώμη σας για τη στήριξη των καταναλωτών;
Θα σας δώσω πρώτα ένα παράδειγμα: το φυτόχωμα πριν 15 μέρες είχε 1,99 ευρώ, σήμερα έχει 2,49 ευρώ. Τα έξοδα αυτού του προϊόντος είναι στην ουσία μόνο τα μεταφορικά και παρόλ’ αυτά έχουμε τέτοια αύξηση. Το ίδιο συμβαίνει και με τα χαρτιά υγείας και με άλλα προϊόντα. Αν, λοιπόν, δεν μειωθεί ή δεν καταργηθεί εντελώς ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στα καύσιμα, οι καταναλωτές θα αντιμετωπίσουμε ακόμα χειρότερες καταστάσεις. Τα προϊόντα θα ακριβαίνουν καθημερινά στη λογική ότι είναι ακριβά τα καύσιμα και άρα πρέπει να αυξήσει και ο καθένας την τιμή του προϊόντος.
Η ακρίβεια, όμως, που βλέπουμε οφείλεται μόνο σε αυτή την ενεργειακή κρίση ή είναι και θέμα αισχροκέρδειας;
Η ακρίβεια οφείλεται κυρίως στην αισχροκέρδεια, την κερδοσκοπία και τη μαύρη αγορά. Θα μου πείτε ότι το φαινόμενο της ακρίβειας το παρατηρούμε και στο εξωτερικό. Ναι, αλλά έχουμε παραδείγματα αρκετών προϊόντων που κυκλοφορούν ακριβώς τα ίδια πχ στην Αγγλία και στην Ελλάδα και είναι πολύ πιο ακριβά εδώ. Αυτό πώς το δικαιολογεί η κυβέρνηση; Η κυβέρνηση προσπαθεί να μας πείσει πως φταίει ο πόλεμος για την άνοδο των τιμών, αυτό όμως δεν ισχύει, αφού οι ανατιμήσεις άρχισαν να παρατηρούνται πολύ πριν τον πόλεμο, από τον Σεπτέμβρη του 2020 και κορυφώθηκαν το 2021. Τον Σεπτέμβρη του 2021 που είχαμε τη μεγάλη άνοδο του ρεύματος και του φυσικού αερίου, δεν είχαμε κανέναν πόλεμο ή όταν αυξήθηκε κατά 35% το ψωμί. Δεν ακρίβυνε ο πόλεμος τα προϊόντα, η αισχροκέρδεια τα ακρίβυνε και η ελεύθερη ασυδοσία στην αγορά που κερδοσκοπεί εις βάρος των καταναλωτών.
Γι’ αυτό το σκέλος τι θα έπρεπε να γίνει;
Μόνο κυβερνητική παρέμβαση θα μπορούσε να λύσει αυτό το ζήτημα, αλλά αυτή η κυβέρνηση δεν έχει καμία τέτοια πρόθεση. Δεν είναι ότι δεν μπορεί, αλλά ότι παλεύει με τον εαυτό της για το δεν θέλω, αλλιώς θα μπορούσε να είχε παρέμβει στην αγορά σημαντικά και ουσιαστικά. Όταν, όμως, η λογική της είναι ότι ζούμε σε μια ελεύθερη οικονομία και ο καθένας κάνει ό,τι θέλει, καταλαβαίνουμε ότι κι η κυβέρνηση δεν θέλει να μειώσει πραγματικά τις τιμές στα προϊόντα, αλλιώς θα είχε μειώσει τον ειδικό φόρο κατανάλωσης πολύ καιρό τώρα.