Δεν είναι η πρώτη φορά που το τερέν της εξωτερικής πολιτικής χρησιμοποιείται από την κυβέρνηση για να γεμίσει την εθνική κερκίδα. Πρόκειται για μια πάγια τακτική του πρωθυπουργικού επιτελείου, η οποία έχει αποτελέσει κυρίαρχη στρατηγική τους τελευταίους μήνες των αποκαλύψεων. Είναι η πρώτη φορά, όμως, που η κυβέρνηση είναι -και φαίνεται- ευάλωτη, εκτεθειμένη.
Εγκλωβισμένη
Η “γραμμή” της κυβέρνησης για τις παρακολουθήσεις πολιτικών, επιχειρηματιών και δημοσιογράφων είναι εξαιρετικά αδύναμη: “Δεν ξέρω”, “δεν επιτρέπεται να ξέρω”, “ο πρωθυπουργός δεν γνώριζε”, “και ο πρωθυπουργός παρακολουθείται”. Η κυβέρνηση είναι εγκλωβισμένη σε αυτή την αδιέξοδη στρατηγική. Έχει χάσει το πλεονέκτημα να ορίζει την ατζέντα, έχει χάσει τον απόλυτο έλεγχο της ενημέρωσης των πολιτών, έχει χάσει την ψυχραιμία της. Και πρέπει να μπορέσει να διαχειριστεί τις πολλαπλές συνέπειες: σε επίπεδο εκλογικής επιρροής, σε κυβερνητικό επίπεδο, σε εσωκομματικό επίπεδο, σε διεθνές επίπεδο. Σε επίπεδο εκλογικής επιρροής, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι έχει επέλθει απογοήτευση, ακόμα και απόσυρση. Σε κυβερνητικό επίπεδο, επιχειρείται να εμφανιστεί η κυβερνητική συνοχή ανεπηρέαστη, από τη στιγμή που το μισό υπουργικό σχήμα είναι στη λίστα παρακολουθήσεων και το μόνο που καταφέρνεται είναι να υπάρχει σιωπή. Σαν την νηνεμία πριν την καταιγίδα. Σε εσωκομματικό επίπεδο, ο πρώην γραμματέας στρατηγικού σχεδιασμού της ΝΔ, Νίκος Καραχάλιος συλλέγει υπογραφές για τη σύγκληση έκτακτου συνεδρίου, ενώ αναμένονται οι τοποθετήσεις Κ. Καραμανλή και Α. Σαμαρά σε δημόσιες εκδηλώσεις να ταράξουν τα νερά. Σε διεθνές επίπεδο, η Ελλάδα είναι πολλαπλά εκτεθειμένη αφού όπως αποκαλύφθηκε η κυβέρνηση περνά πάνω από το πτώμα του Κράτους Δικαίου και της Δημοκρατίας, ενώ έθεσε σε τεράστιο κίνδυνο το απόρρητο των διεθνών συνομιλιών και τις διεθνείς ισορροπίες, με την παρακολούθηση του υπουργού Εξωτερικών Ν. Δένδια αλλά και υπουργών που βρίσκονται στο φόντο των διεθνών σχέσεων, όπως ο υπουργός Ανάπτυξης, Α. Γεωργιάδης, ή ο υπουργός Τουρισμού, Β. Κικίλιας.
Διπλωματία εσωκομματικής κατανάλωσης
Δεν είναι η πρώτη φορά που το τερέν της εξωτερικής πολιτικής χρησιμοποιείται από τον υπουργό Εξωτερικών για να τραβήξει το ενδιαφέρον του εσωκομματικού ακροατηρίου. Πριν τη Λιβύη, το έκανε τον Απρίλιο του 2021, απέναντι στον τούρκο ΥΠΕΞ Μεβλούτ Τσαβούσογλου, με μία πρωτοφανή επίθεση σε κοινή συνέντευξη Τύπου για την ελληνική διπλωματία, καταλήγοντας σε μια σκληρή αντιπαράθεση για το σύνολο των ελληνοτουρκικών διαφορών. Τότε είχαν γραφτεί εκτενή ρεπορτάζ πως με αυτή τη σύγκρουση ήθελε ο Ν. Δένδιας να δηλώσει το παρών στην διεκδίκηση της ηγεσίας του κόμματος και να θέσει όρια και όρους στον πρωθυπουργό. Το έκανε και την Πέμπτη στην Λιβύη, προκαλώντας διπλωματικό επεισόδιο και αρνούμενος να αποβιβαστεί στην Τρίπολη, όπως ήταν προγραμματισμένο. “Η διπλωματική ένταση που προέκυψε χθες βρίσκεται σε αναντιστοιχία με την ατμόσφαιρα, η οποία είχε καλλιεργηθεί το προηγούμενο χρονικό διάστημα, κυρίως μετά τη συνομιλία του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη με τον ΥΠΕΞ των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν” σημειώνεται στην “Καθημερινή”, σκωπτικά, η οποία στο κύριο άρθρο της σημείωσε ότι η αντίδραση Δένδια προκάλεσε “εκτροχιασμό” για “θέμα πρωτοκόλλου”. Τις προηγούμενες μέρες ρεπορτάζ της “Αυγής” και του Κώστα Σαββόπουλου ανάφερε πως ο Ν. Δένδιας έθεσε ως όρους για την παραμονή του στην κυβέρνηση την εξάντληση της τετραετίας για την κυβέρνηση και τον ορισμό του ως πρωθυπουργό διακκοματικής κυβέρνησης, σε περίπτωση που η ΝΔ κατακτήσει την πρώτη θέση στις κάλπες της απλής αναλογικής. Όπως έγραψε σε ανάρτησή του ο Σωτήρης Ρούσσος “Το επεισοδιο στην επίσκεψη του έλληνα ΥΠΕΞ στην Τρίπολη έχει πολλά χαρακτηριστικά διαδικαστικής και ουσιαστικής αστοχίας (...) Η κυβέρνηση της Λιβύης αναγνωρίζεται ως τέτοια από τον ΟΗΕ, την ΕΕ και όλες τις μεγάλες δυνάμεις και κατά συνέπεια αναγωνρίζεται ως τέτοια και η υπουργός Εξωτερικών. Αυτό που δεν αναγνωρίζεται είναι η δικαιοδοσία να συνάπτει διεθνείς συνθήκες, μεχρι την διεξαγωγή εκλογών. Η δικαιολογία ότι δεν συναντάμε την λίβυα ΥΠΕΞ γιατί υπέγραψε μια παράνομη συμφωνία δεν αντέχει στη λογική (...) Η εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να ασκείται με το μάτι στραμμένο στο επόμενο φύλλο του Documento”.
Ομολογία ενοχής
Σε αυτή την αμήχανη και στριμωγμένη θέση που έχει βρεθεί η κυβέρνηση, για τρίτη συνεχόμενη εβδομάδα αρνήθηκε ο Κ. Μητσοτάκης να εμφανιστεί στην “Ώρα του πρωθυπουργού” και να απαντήσει σε ερώτηση του Αλ. Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ για το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων και τη σύνδεσή του με την ΕΥΠ, στην οποία αυτοχρήστηκε προϊστάμενος, και την κυβέρνησή του. Γυρνά την πλάτη σε κάθε πρόβλεψη κοινοβουλευτικού ελέγχου, ομολογώντας -δια της σιωπής και της απουσίας- την ενοχή του. Ομολογία ενοχής είναι και η χρήση του κοινοβουλίου και των νομοπαρασκευαστικών διαδικασιών, προκειμένου να απαλλαγεί των ευθυνών της η κυβέρνηση. Δύο είναι τα παραδείγματα αυτή τη βδομάδα και τα δύο βαθαίνουν ακόμα περισσότερο την κρίση δημοκρατίας, στην οποία έχει βυθιστεί πια η χώρα. Πρόκειται για τροπολογία για τα υπερκέρδη από τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας και για το νομοσχέδιο για την ΕΥΠ.
Η τροπολογία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, η οποία εγκρίθηκε μόνο με τις κυβερνητικές ψήφους, θεσμοθετούσε για δεύτερη φορά τον μηχανισμό φορολόγησης υπερκερδών. “Παραδέχεστε ότι υπάρξουν νέα υπερκέρδη από την υποτιθέμενη κατάργηση (της ρήτρας αναπροσαρμογής) και μετά, καθώς και ότι αντί να αναστείλετε την παραγωγή τους, επιλέγετε να παίρνετε τα λεφτά από τους καταναλωτές” δήλωσε ο Σωκράτης Φάμελλος από το βήμα της βουλής, προσθέτοντας “Δεν πρόκειται να δώσουμε λευκή επιταγή για να κουκουλώσετε ξανά υπερκέρδη”. “Γιατί την φέρνετε αυτή την τροπολογία; Δεν είναι ομολογία αυτή ότι αποτύχατε να εισπράξετε;”, είπε η γραμματέας της ΚΟ του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Ευαγγελία Λιακούλη.
Το νομοσχέδιο για την ΕΥΠ προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη μετατροπή της χρήσης παράνομων λογισμικών από πλημμέλημα σε κακούργημα, την ενημέρωση του παρακολουθούμενου τρία χρόνια από την άρση απορρήτου στο τηλέφωνό του και εφόσον δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε η άρση (φέρνοντας έτσι την διερεύνηση του σκανδάλου των παρακολουθήσεων πολύ μετά τις εκλογές, θεσμοθετώντας τη συγκάληση) , ορίζει τι νοείται ως εθνική ασφάλεια (ένας ευρύς νέος ορισμός, αντίθετος με τον στενό συνταγματικό ορισμό, που επιτρέπει την παρακολούθηση των πάντων και για τα πάντα), προβλέπεται η καταστροφή αρχείων μετά την πάροδο έξι μηνών από την παύση της άρσης (δυόμιση χρόνια δηλαδή πριν έχει το δικαίωμα ο παρακολουθούμενος να ενημερωθεί για αυτό, καταστρέφονται τα στοιχεία που τον έθεσαν υπό παρακολούθηση!) και τέλος ορίζεται τριμελής επιτροπή που αποτελείται από τον διοικητή της ΕΥΠ ή της Αντιτρομοκρατικής αντίστοιχα, τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ και τον αρμόδιο εισαγγελέα, για την άρση του απορρήτου, με τα μέλη (δηλαδή οι δύο από τους τρεις που παρακολουθούν θα είναι σαν να αξιολογούν τον εαυτό τους εάν το έκαναν καλά ή όχι). Το νομοσχέδιο συντάχθηκε χωρίς τη συνδρομή της συνταγματικά ορισμένης ανεξάρτητης αρχής για την προστασία του απορρήτου, προκαλώντας την έντονη αντίδραση της ΑΔΑΕ, η οποία σε δελτίο τύπου, εξέφρασε την “κατάπληξη και θεσμική δυσαρέσκειά της”, προσθέτοντας πως “ουδέποτε ενημερώθηκε αρμοδίως, ούτε ζητήθηκε με θεσμικά πρέποντα τρόπο η διατύπωση γνώμης της”. Πρόκειται για μία ακόμα θεσμική εκτροπή, στις οποίες συχνά επιδίδεται η κυβέρνηση. Σύσσωμη η αντιπολίτευση κατάγγειλε το νομοσχέδιο, ως προσπάθεια συγκάλυψης του σκανδάλου και των προσωπικών ευθυνών του πρωθυπουργού.
Με γατζωμένα τα νύχια στη σάρκα της Δημοκρατίας προσπαθεί η κυβέρνηση να κρατηθεί στην εξουσία, φτάνοντας μέχρι τις εκλογές, οι οποίες πια λέγεται ότι θα γίνουν απροσδιόριστα το 2023. Τα τραύματα είναι βαθιά και παραμένουν ανεπούλωτα, όσο δεν παρεμβαίνει η Δικαιοσύνη (εκκωφαντική η απουσία της) αλλά και όσο έχει η κυβέρνηση τα νομοθετικά και θεσμικά εργαλεία να αυτοπροστατευθεί. Αλίμονο για το κουφάρι που θα αφήσει πίσω της.