Το περιεχόμενο του νομοσχέδιου για τις υποκλοπές, που έφερε στη διαβούλευση η κυβέρνηση, επιβεβαιώνει τη δέσμευσή της στην τακτική της συγκάλυψης και της ένοχης σιωπής. Αυτό που περιγραφόταν ως παρακρατική πρακτική, τώρα θεσμοθετείται ως νομιμότητα. Είναι χαρακτηριστική η πρωτοφανής αντίδραση της ΑΔΑΕ, της ανεξάρτητης αρχής που είναι επιφορτισμένη με τη διασφάλιση του απόρρητου των επικοινωνιών, η οποία ούτε που ρωτήθηκε για το απαράδεκτο περιεχόμενο του νομοσχέδιου.
Δέσμια μιας διπλής βεβαιότητας
Αυτή η όλο και βαθύτερη βύθιση στη λογική της απόκρυψης και του ανεξέλεγκτου δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά μόνο με την ιδεολογική δέσμευση του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού στην τακτική του ελέγχου πάντων και πασών, συνήθως με το πρόσχημα της «εθνικής ασφάλειας», και με την προσπάθεια απόκρυψης κάθε ίχνους παράνομης και αντιδημοκρατικής πρακτικής, με την οποία βαρύνεται το μέγαρο Μαξίμου.
Πώς μπορεί, όμως, να εξηγηθεί η ολοφάνερη πια αδυναμία της ηγεσίας της ΝΔ να αντιληφθεί την πολιτική βλάβη που προκαλεί στην ίδια η εμμονή αυτή; Οι ένοικοι του μέγαρου Μαξίμου φαίνεται ότι έχουν πέσει θύματα μιας ακόμα δέσμευσης, της επανάπαυσης στη δημοσκοπική ευφορία. Η επί μήνες και έτη επανάληψη του δημοσκοπικού ευρήματος που δίνει προβάδισμα στη ΝΔ, και μάλιστα σε σημαντική απόσταση από τον δεύτερο ΣΥΡΙΖΑ, έχει διαμορφώσει στα κυβερνητικά επιτελεία τη βεβαιότητα πως ό,τι και να κάνει η κυβέρνηση, δεν έχει σοβαρό αντίκτυπο στην εκλογική απήχηση της ΝΔ. Παρότι είναι γνωστό πως ό,τι δεν έχει συμβεί ως σήμερα, μπορεί πιθανότατα να συμβεί αύριο.
Αυτές οι δύο δεσμεύσεις μπορεί να αποδειχτούν μοιραίες για τη ΝΔ. Έχουν αρχίσει να το φοβούνται και δικοί της άνθρωποι, εκτός του στενού κύκλου του «επιτελικού κράτους». Οι οποίοι διατυπώνουν ενστάσεις για τους χειρισμούς και φόβο για τα αποτελέσματά τους. Ο κ. Τσιντσίνης διαπιστώνει ότι «η κυβέρνηση έχει ξαπλώσει μόνη της στον πάγκο του χασάπη» («Καθημερινή 16/11). Η κ. Μάνδρου περιγράφει τη γνώμη της κυβέρνησης για το σκάνδαλο των υποκλοπών και των πολιτικών συνεπειών του ως εξής: « Δεν ενδιαφέρει το θέμα, δεν αφήνει πολιτικό αποτύπωμα, δεν έγινε και τίποτα». Και προειδοποιεί: «Οι εντυπώσεις αυτές δεν αποδίδουν πλήρως την κοινωνική πραγματικότητα, ούτε αποτυπώνουν με ακρίβεια τις συνέπειες από τέτοιου είδους δραστηριότητες» («Κ» 15/11). Ο δε κ. Μανδραβέλης αποτιμά την αξία της κυβερνητικής επιχειρηματολογίας σημειώνοντας ότι «η κυβερνητική θεωρία για το “απόρρητο της ΕΥΠ” δηλοί ότι το εθνικό συμφέρον είναι ένα μαύρο κουτί, που τα κλειδιά του έχει μόνο η ΕΥΠ» ( «Κ» 15/11).
Η καθυστερημένη επίσκεψη της αμφιβολίας
Από την αντίδραση του μεγάρου Μαξίμου και από την πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία, προκύπτει ότι δεν παίρνει στα σοβαρά αυτού του τύπου τις εσωτερικές πιέσεις. Όσο για τις πιέσεις από την αντιπολίτευση, τις αντιμετωπίζει με τακτική και επιχειρηματολογία άλλης εποχής, όταν λειτουργούσε αποτελεσματικά το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο και κυριαρχούσε η επιλογή των μίντια να προσφέρουν αμέριστα την προστασία τους στον άριστο πρωθυπουργό.
Εκείνο που θα μπορούσε να οδηγήσει την ηγεσία της ΝΔ στην τροποποίηση της τακτικής της, θα ήταν η ένδειξη ότι συμβαίνουν ή κυοφορούνται σημαντικές αλλαγές στάσης στο εσωτερικό του δικού της εκλογικού σώματος, είτε αυτές αποτυπώνονται στην πρόθεση ψήφου, είτε προεικάζονται στα λεγόμενα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπικών μετρήσεων, που αφορούν την αξιολόγηση των επιπτώσεων της κυβερνητικής πολιτικής στην ποιότητα ζωής της μεγάλης πλειονότητας. Όπως, επίσης, και η ένδειξη ότι αποσύρεται μέρος της στήριξης από την πλευρά των κέντρων ισχύος που ως τώρα τη στήριζαν.
Τέτοια σημάδια υπάρχουν, αλλά δεν φαίνεται να αξιολογούνται ή εκτιμάται ότι θα αντιμετωπιστούν με επιτυχία από τους κυβερνητικούς χειρισμούς. Ωστόσο, η πρόσφατη αναθέρμανση των σεναρίων όχι απλά για πρόωρες, αλλά για αιφνιδιαστικές εκλογές αφήνει υπόνοιες για την ύπαρξη σοβαρού προβληματισμού ως προς την αποτελεσματικότητα της ακολουθούμενης τακτικής και της επιχειρηματολογίας που τη συνοδεύει. Τόσο στο πεδίο της οικονομικής και εισοδηματικής πολιτικής, όσο και στο πεδίο του σκανδάλου των υποκλοπών.
Παρέα με την αβεβαιότητα στην εκλογική μάχη
Η αλήθεια είναι πως, για πρώτη φορά στην τριετή και πλέον θητεία της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ο κίνδυνος να μην επιτευχθεί ο στόχος της περιβόητης αυτοδυναμίας της ΝΔ ούτε στις δεύτερες εκλογές, είναι περισσότερο πραγματικός και λιγότερο έκφραση της επιθυμίας της αντιπολίτευσης. Το γεγονός αυτό αποδυναμώνει σημαντικά το δίλημμα σταθερότητα ή αβεβαιότητα, με το οποίο η ΝΔ σχεδιάζει να δώσει τις επερχόμενες εκλογικές μάχες, καθώς έχει αποτύχει σε όλη τη διάρκεια της κυβερνητικής θητείας της να ασκήσει μια πολιτική συμμαχιών. Με αποκορύφωμα, βέβαια, την υπονόμευση κάθε γέφυρας με το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ εξαιτίας των αποκαλύψεων για τη «νόμιμη» παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη, και μάλιστα με συκοφαντική δικαιολογία. Η πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη αποκαλύπτεται η ίδια πρόξενος αστάθειας στους περισσότερους τομείς και αυτό αποκλείεται να μη φανεί στις κάλπες. Σε ποιο βαθμό θα επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα, θα εξαρτηθεί από την πειστικότητα και την αξιοπιστία της αντιπολιτευτικής πρότασης προς τα λαϊκά στρώματα για μια ανώτερη ποιότητα ζωής. Ακόμα κι αν ισχύει ότι η κυβέρνηση «έχει ξαπλώσει στον πάγκο του χασάπη», η χασαπική τέχνη δεν προσφέρεται. Οποιαδήποτε πολιτική «επέμβαση» στο κοινωνικό σώμα απαιτεί αποδοχή και συνεργασία, και αυτά τα δύο προϋποθέτουν ενεργοποίησή του και εμπιστοσύνη στην προτεινόμενη «αγωγή».