Η είδηση έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία στην πόλη και εξόργισε σημαντική μερίδα των πολιτών: ο ΕΦΚΑ, στα πλαίσια της αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας του, σκοπεύει να αλλάξει τη χρήση δύο ιστορικών κτηρίων στο κέντρο της Αθήνας. Το κτίριο της Σταδίου 28, όπου στεγάζεται ο κινηματογράφος ΑΣΤΟΡ και το κτίριο της Πανεπιστημίου 46, όπου βρίσκεται ο κινηματογράφος ΙΝΤΕΑΛ. Το κτίριο της Πανεπιστημίου προτείνεται να μετατραπεί σε ξενοδοχείο «τουλάχιστον 4 αστέρων», ενώ για το κτίριο της Σταδίου προβλέπεται η δημιουργία γραφείων ή ξενοδοχείου. Αντίστοιχα «αναπτυξιακά» σχέδια προβλέπονται και για τον κινηματογράφο ΑΕΛΛΩ στην Πατησίων.
Τα σχέδια του ΕΦΚΑ εξαφανίζουν δύο ιστορικούς κινηματογράφους, αίθουσες τέχνης και αστικά τοπόσημα με σημαντική ιστορία στην πολιτιστική ζωή της πρωτεύουσας. Το ΙΝΤΕΑΛ ξεκίνησε τις προβολές το 1919 και είναι ο παλαιότερος κινηματογράφος που λειτουργεί μέχρι σήμερα, ενώ το ΑΣΤΟΡ λειτουργεί από το 1947. Και οι δυο κινηματογράφοι είναι υγιείς επιχειρήσεις, εξαιρετικά ανακαινισμένοι, προβάλουν ελληνικές ταινίες και ταινίες τέχνης του παγκόσμιου ανεξάρτητου σινεμά. Συμμετέχουν στις Νύχτες Πρεμιέρας, το κινηματογραφικό φεστιβάλ–θεσμό της Αθήνας (μαζί με το Πανόραμα), ενώ στο ΑΣΤΟΡ φιλοξενήθηκαν για 4 χρόνια εβδομάδες προβολής δεκάδων ελληνικών ταινιών, με τίτλο «Η χαμένη λεωφόρος του ελληνικού σινεμά». Είναι τα καταφύγια αυτών που προτιμούν να βλέπουν τις ταινίες στη μεγάλη οθόνη (για την οποία είναι φτιαγμένες) κι όχι στις οθόνες των υπολογιστών και στις τηλεοράσεις. Μέσα στις σκοτεινές τους αίθουσες γέννησαν κι εκπαίδευσαν γενιές κινηματογραφόφιλων κι έβαλαν τη δική τους σφραγίδα στην πολιτιστική ιστορία της πόλης.
Τα αναπτυξιακά σχέδια του ΕΦΚΑ έρχονται σε μια εξαιρετικά δυσμενή συγκυρία για την επιβίωση των κινηματογράφων. Η περίοδος της πανδημίας και τα απανωτά lockdown είχαν σαν αποτέλεσμα πολλές από τις αίθουσες να μην ξανανοίξουν, όπως για παράδειγμα το ΕΜΠΑΣΣΥ στο Κολωνάκι, το ΤΙΤΑΝΙΑ στη Θεμιστoκλέους. Αν συνυπολογίσουμε και τους άλλους 2 ιστορικούς κινηματογράφους, το ΑΤΤΙΚΟ και τον ΑΠΟΛΛΩΝΑ, των οποίων το κτίριο καταστράφηκε από φωτιά το 2012 και παραμένουν κλειστοί, είναι προφανές ότι μιλάμε για μια κινηματογραφική έρημο στο κέντρο της Αθήνας. Οι δυο τελευταίοι κινηματογράφοι ξεκίνησαν τη λειτουργία τους το 1918 και αποτελούν ιδιοκτησία του Ιδρύματος Βούρου–Ευταξία.
Σε δημοσίευμα της Καθημερινής (14/10/22) ο πρόεδρος του Ιδρύματος Αντώνης Βογιατζής αποκαλύπτει τα δικά του «αναπτυξιακά» σχέδια που κρατούν τις 2 αίθουσες βυθισμένες στο σκοτάδι: την ανέγερση ξενοδοχειακής μονάδας.
Είναι εμφανές ότι η περιβόητη αξιοποίηση του ιστορικού κέντρου της Αθήνας ταυτίζεται με τη δημιουργία ξενοδοχείων και τη μετατροπή του σε τουριστικό θεματικό πάρκο. Αυτή είναι, άλλωστε, η στρατηγική της κυβέρνησης Μητσοτάκη και της δημοτικής αρχής Μπακογιάννη. Σ’ αυτήν τη στρατηγική εντάσσονται τα σχέδια για τη μεταφορά των δημοσίων υπηρεσιών και των υπουργείων που στεγάζονται σε 120 κτίρια από το κέντρο της Αθήνας στις εγκαταστάσεις της ΠΥΡΚΑΛ στη Δάφνη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πλειοψηφία των κτηρίων αυτών θα μετατραπούν σε ξενοδοχεία. Και προκύπτουν τα ερωτήματα: πόσα ξενοδοχεία και RBnB αντέχει η Αθήνα; Πόσο η ανεξέλεγκτη τουριστικοποίηση αλλοιώνει τον πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα της πόλης; Που οδηγεί αυτή η μονοθεματική τουριστική ανάπτυξη και τι θα συμβεί σε περιόδους ανάσχεσης της τουριστικής κίνησης σαν κι αυτές που ζήσαμε πρόσφατα με τον κορονοϊό ή με την ενδεχόμενη κλιμάκωση του πολέμου; Αντέχουν οι υπηρεσίες και οι υποδομές του δήμου να αντιμετωπίσουν τις αυξημένες και πολλαπλές ανάγκες που γεννά η υπέρμετρη αύξηση των τουριστών;
Την πενταετία 2017–2022 άνοιξαν στην Αθήνα 72 τουριστικές μονάδες, εκ των οποίων 59 στο κέντρο της. Αυτή την εποχή βρίσκονται υπό κατασκευή δεκάδες νέα ξενοδοχεία. Η λειτουργία όλων αυτών θα επιφέρει αναπόφευκτα την αύξηση των επιχειρήσεων εστίασης, την επακόλουθη κατάληψη του δημόσιου χώρου, την αλλαγή των χρήσεων γης στην πόλη. Παράλληλα, η ανεξέλεγκτη αύξηση του αριθμού των RBnB θα οδηγήσει στην αλλοίωση της φυσιογνωμίας των γειτονιών.
Οι κινηματογραφικές αίθουσες κλείνουν, γιατί θα τα κτίρια που τις στεγάζουν θα μετατραπούν σε ξενοδοχεία. Αυτό επιβάλλει το κυρίαρχο μοντέλο ανάπτυξης της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης Μητσοτάκη και του αυτοδιοικητικού της παραρτήματος Μπακογιάννη.
Στο Άρθρο 1 του νόμου 3905/2010 ορίζεται: « Η προστασία και ανάπτυξη της κινηματογραφικής τέχνης αποτελεί υποχρέωση του Κράτους». Οι κινηματογράφοι αποτελούν τον τελευταίο κρίκο στην παραγωγή του κινηματογραφικού έργου. Το υπουργείο Πολιτισμού, τραγικά απόν και σιωπηλό μπροστά στην επιχείρηση εξαφάνισης των ιστορικών κινηματογράφων της Αθήνας, οφείλει άμεσα να πάρει πρωτοβουλίες και να τους χαρακτηρίσει προστατευόμενα μνημεία νεότερου πολιτισμού ως προς τη χρήση. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα σωθούν.
Είναι καθήκον όλων των κινηματογραφιστών, σε όποιο σωματείο κι αν ανήκουν, να παλέψουν ενωμένοι για τη διάσωση των αιθουσών που κινδυνεύουν. Δεν είναι μόνο θέμα συντεχνιακό (που θα προβάλλονται οι ελληνικές ταινίες που παράγουμε;), είναι πρωτίστως ζήτημα Πολιτισμού. Όταν θα σβήσουν τα φώτα των αιθουσών του κέντρου και η μαγεία του κινηματογράφου θα πάψει να τυλίγει τους θεατές που βγαίνουν στους νυχτερινούς δρόμους, τότε στην ηχητική μπάντα της πόλης θα κυριαρχεί ο ήχος από τα ροδάκια των βαλιτσών που θα σέρνουν οι τουρίστες στα πεζοδρόμια του Μεγάλου Περιπάτου.