Colson Whitehead «Μπέρδεμα στο Χάρλεμ», μετάφραση: Μυρσίνη Γκανά, εκδόσεις Ίκαρος, 2022
Το αφροαμερικανικό νουάρ μυθιστόρημα δεν είναι ιδιαίτερα προβεβλημένο, όμως η παράδοσή του είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη. Πρώτος διδάξας ο στιλίστας Τσέστερ Χάιμς («Χαμός στο Χάρλεμ», «Μπαμπάκι στο Χάρλεμ», όλα από τις εκδόσεις Άγρα) και άξιοι συνεχιστές ο Ουόλτερ Μόσλεϊ («Devil In a blue dress», γυρίστηκε και σε ταινία με τον Ντένζελ Ουάσινγκτον) και ο Ρίτσαρντ Ράιτ, που με το βιβλίο του «Γέννημα θρέμμα» καυτηρίασε τις φυλετικές διακρίσεις μέσα από τη φόρμα του αστυνομικού μυθιστορήματος – και μάλιστα επιλέγοντας την οπτική του «κακού». Καμβάς των παραπάνω μυθιστορημάτων είναι συνήθως το Χάρλεμ, στο οποίο εκτυλίσσεται και το τελευταίο βιβλίο του Κόλσον Ουάιτχεντ.
Ο Κόλσον Ουάιτχεντ, φυσικά, δεν γράφει μόνο αστυνομικά και δεν γράφει κυρίως αστυνομικά. Είναι ένας κατεξοχήν στρατευμένος συγγραφέας στους αγώνες για τα πολιτικοκοινωνικά δικαιώματα των Αφροαμερικανών. Δύο φορές βραβευμένος με Πούλιτζερ, στο μυθιστόρημά του «Υπόγειος σιδηρόδρομο» εξερεύνησε τα underground δίκτυα που φυγάδευαν τους σκλάβους από τον Νότο στον Βορρά την εποχή της δουλείας, ενώ στο μυθιστόρημά του «Τα αγόρια του Νίκελ» καταπιάστηκε με τα σωφρονιστήρια-κολαστήρια στα οποία κλείνονταν για ασήμαντη αφορμή κυρίως οι νεαροί Αφροαμερικανοί στα χρόνια μέχρι και τη δεκαετία του 1960 (ή και αργότερα).
Στο τελευταίο του βιβλίο «Μπέρδεμα στο Χάρλεμ», o Κόλσον Ουάιτχεντ μεταφέρει την πλοκή του στο Χάρλεμ. Μυθιστόρημα που είναι συγχρόνως οικογενειακή σάγκα, κωμωδία, κοινωνικό σχόλιο, με όχημα την αστυνομική πλοκή, σουλατσάρει στο πολυθρύλητο Χάρλεμ των 60’ς, για το οποίο ο συγγραφέας αισθάνεται νοσταλγία. Πόσω μάλλον στη σημερινή εποχή, όπου το παλιό Χάρλεμ τείνει να εξατμιστεί κάτω από την ασφυκτική πίεση του gentrification.
Κεντρικός χαρακτήρας είναι ο Ρέι Κάρνεϊ, ένας έντιμος μαγαζάτορας, που τα βγάζει δύσκολα πέρα και κάνει ό,τι μπορεί για να συντηρήσει την οικογένειά του. Φευ! Ο εξάδελφός του, ο μικροαπατεώνας Φρεντ, τον εμπλέκει στη ληστεία ενός φτηνού ξενοδοχείου. Ο Ρέι ανακαλύπτει ένα «υπόγειο» Χάρλεμ, που μέχρι τότε φαινομενικά αγνοούσε∙ ένα Χάρλεμ διαρθρωμένο σύμφωνα με τις επιταγές του υπόκοσμου, αποτελούμενο από διεφθαρμένους αστυνομικούς, βίαιους κακοποιούς, πορνογράφους της πεντάρας και λοιπά αποβράσματα.
Ο Κόλσον Ουάιτχεντ γράφει με χιούμορ και, κυρίως, χωρίς καμία διάθεση εξιδανίκευσης. Σε σημεία μάλιστα απομυθοποιεί τις νόρμες που επέβαλε το blaxploitation. Ο ήρωάς του δεν είναι ούτε Shaft, ούτε Superfly, για να θυμηθούμε τις δύο εμβληματικές απεικονίσεις του Αφροαμερικανού-Μάγκα στον κινηματογράφο των 70’ς. Είναι ένας απλός μεροκαματιάρης άνθρωπος και όχι ένας άσσος στα όπλα ή μια ακαταμάχητη μηχανή του σεξ.
Ωστόσο, ο «θαυμαστός αυτός καινούριος κόσμος» φαντάζει συγχρόνως γοητευτικός στον Ρέι. Όσο προχωρά η πλοκή, τόσο περισσότερο εκείνος δείχνει να ακροβατεί ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς εαυτούς. Τίθεται αναμφίβολα το δίλημμα: θα επιστρέψει στον βίο του έντιμου οικογενειάρχη-μεροκαματιάρη ή θα βουτήξει ακόμα πιο βαθιά στον υπόκοσμο του Χάρλεμ;
Έγραψα πιο πάνω ότι το μυθιστόρημα του Κόλσον Ουάιτχεντ, παρότι αστυνομικό και μάλιστα χιουμοριστικό, συνιστά συγχρόνως κοινωνικό σχόλιο. Ο συγγραφέας δεν σταματά να αναρωτιέται: ποιος ευθύνεται για την επί δεκαετίες παραμέληση και υποβάθμιση του Χάρλεμ ως οικισμού; Με ποιους σκοπούς (βλέπε το σημερινό gentrification); Ποιος κουβάλησε πρώτος την κουλτούρα των όπλων στο γκέτο; Τι αποτελέσματα έφεραν η σκληρή αστυνομική βία και η άγρια καταστολή, όταν οι κάτοικοι του Χάρλεμ διαμαρτύρονταν δυναμικά για τις συνθήκες ζωής τους; Τι ευκαιρίες έχει ένας νεαρός που μεγαλώνει στο Χάρλεμ; Όντας de facto (και έχοντας την επίγνωση ότι είναι) κοινωνικά αποκλεισμένος, στρέφεται στο έγκλημα για να μπορέσει να αποκτήσει αυτά που του έχουν στερήσει οι λευκοί, οι οποίοι μάλιστα του τα μοστράρουν κατάφατσα ως δικά τους αποκλειστικά κεκτημένα. Σε αυτό το επίπεδο, το μυθιστόρημα του Κόλσον Ουάιτχεντ συνδιαλέγεται με τους στίχους κορυφαίων άλμπουμ της μαύρης συνείδησης όπως το «Is it because I’m black» του Syl Johnson (1969) και το «There’s no place like America today» (1975) του Curtis Mayfield.
Τo σημαντικότερο όμως επίτευγμα του Κόλσον Ουάιτχεντ είναι η αναπαράσταση του ίδιου του Χάρλεμ των 60’ς. Μοντερνιστής συγγραφέας, χρησιμοποιεί την προφορικότητα και γράφει στη γλώσσα των κατοίκων του Χάρλεμ, όχι απλώς στην ιδιόλεκτό τους (jive). Αποδίδει τη γλώσσα των σωμάτων των νεαρών που τριγυρνάνε σε βρώμικές αλέες με αναποδογυρισμένους κάδους σκουπιδιών, άνεργοι και ανέστιοι και έχοντας πάντα τον φόβο του λευκού κλομπ, ενώ από τα παράθυρα στις εργατικές κατοικίες τους παρατηρούν ανέκφραστοι ηλικιωμένοι, τους οποίους κανένα κοινωνικό κράτος δεν στήριξε ποτέ. Είναι τόσο λεπτομερείς οι απεικονίσεις του Χάρλεμ από τον Κόλσον Ουάιτχεντ, ώστε ζωντανεύει στο χαρτί, παρόμοια με το Δουβλίνο του Τζόις.
Τo «Μπέρδεμα στο Χάρλεμ» είναι ένα αγωνιώδες αστυνομικό μυθιστόρημα, με καλοδουλεμένη πλοκή και μπόλικες ίντριγκες, όμως τσακίζει κόκκαλα ως κοινωνικό μυθιστόρημα, που εκφράζει τις στερήσεις, τις αγωνίες και τα αδιέξοδα της ζωής στο γκέτο.