Το ζήτημα είναι σχετικά γνωστό. Με νόμο που ψηφίστηκε πρόσφατα (συγκεκριμένα την 17-11-2022) από την Βουλή προστέθηκε στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας διάταξη σύμφωνα με την οποία στο εξής θα αναγράφεται στα δελτία ποινικού μητρώου «κάθε ποινική δίωξη που ασκείται, καθώς και το δικονοµικό της στάδιο, για τα εγκλήµατα που προβλέπονται στα άρθρα 299, 306, 312, 323Α, 324, στο 19ο Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα [ν. 4619/2019 (Α΄ 95)], στα άρθρα 20, 22 και 23 του ν. 4139/2013 (Α΄ 74) και στον ν. 3500/2006 (Α΄ 232) για την αντιµετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, όταν τα ανωτέρω εγκλήµατα στρέφονται σε βάρος ανηλίκου, µέχρι την αµετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσης»
Τα αναφερόμενα στην διάταξη αδικήματα είναι αυτά της ανθρωποκτονίας, της έκθεσης ανηλίκου σε κίνδυνο, της σωματικής βλάβης σε βάρος αδύναμων ατόμων, της εμπορίας ανθρώπων, της αρπαγής ανηλίκων, τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας, της ενδοοικογενειακής βίας, αλλά και της διακίνησης ναρκωτικών.
Πρόκειται για διάταξη που συνιστά τομή, καθώς η πάγια και εύλογη θέση του νομοθέτη έως σήμερα ήταν ότι τα δελτία ποινικού μητρώου καταγράφουν αποφάσεις – και μάλιστα αμετάκλητες, δηλαδή μετά την επικύρωσή τους από τον Άρειο Πάγο ή την πάροδο της προθεσμίας για την αναίρεσή τους – και όχι την απλή άσκηση ποινικής δίωξης.
Παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας
Η διάταξη επικρίθηκε έντονα και δημόσια, καθώς παραβιάζει κατά προφανή τρόπο το τεκμήριο αθωότητας που επιβάλλει την μη αντιμετώπιση οποιουδήποτε ως ενόχου πριν την έκδοση αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης. Πόσο μάλλον όταν – όπως εδώ – δεν υφίσταται καν καταδίκη σε πρώτο βαθμό. Αυτό επιβάλλεται όχι μόνο από την εγχώρια νομοθεσία (το άρθρο 71 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που θεσπίστηκε το 2019), αλλά και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (άρθρο 6 ΕΣΔΑ).
Ας επισημάνουμε στο σημείο αυτό ότι ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν είναι μια νομικίστικη ιδιοτροπία, αλλά αρχή με πρακτικές συνέπειες στην καθημερινή ζωή. Αυτός που είναι αθώος θα πρέπει μέχρι την αθωωτική απόφαση να προστατευτεί από τις συνέπειες μιας ενδεχόμενης εσφαλμένης κρίσης σε πρώτο βαθμό ή από μια κακόβουλη υποβολή μήνυσης. Η αναγραφή στο δελτίο ποινικού μητρώου «κάθε ποινικής δίωξης» αφήνει το πεδίο ελεύθερο για την κακόβουλη κατάχρηση αυτής της τακτικής.
Η κριτική απευθύνθηκε όχι μόνο στο υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο πήρε αυτή την πρωτοβουλία, αλλά και στα κόμματα της αντιπολίτευσης, που έσπευσαν –με την τιμητική εξαίρεση του ΜέΡΑ25- να υπερψηφίσουν την συγκεκριμένη διάταξη.
Ευπρόσδεκτο επίσης υπήρξε το γεγονός ότι η θετική επί της διάταξης ψήφος ιδίως του ΣΥΡΙΖΑ έγινε αντικείμενο κριτικής από αρκετά μέλη του κόμματος. Είναι δείγμα ότι εξακολουθούν να υφίστανται κάποια υγιή αντανακλαστικά και ότι η παράδοση της ελευθερίας κριτικής των θέσεων της ηγεσίας παραμένει σε ένα βαθμό ζωντανή στο χώρο.
Στο παρόν σημείωμα θα ήθελα κατά βάση να διατυπώσω τις σκέψεις μου σχετικά με δύο ερωτήματα: το πρώτο αφορά τον στόχο της κυβερνητικής πλειοψηφίας με την θέσπιση μιας τέτοιας διάταξης και το δεύτερο την προσπάθεια ερμηνείας της υπερψήφισης της διάταξης από την αντιπολίτευση και ιδίως από τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ.
Ο προσχηματικός στόχος
Ως προς το πρώτο: ανατρέχοντας κανείς στην αιτιολογική έκθεση του νόμου διαβάζει τα εξής: «Η καταχώριση των εκκρεμών ποινικών διώξεων για τα ανωτέρω αδικήματα στο ποινικό μητρώο δημιουργεί κατ’ ουσίαν μία βάση δεδομένων, η οποία παρέχει περαιτέρω εγγυήσεις προστασίας της ανηλικότητας, σε δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς που το αντικείμενό τους άπτεται της προστασίας, φροντίδας, περίθαλψης και εκπαίδευσης των ανηλίκων. Η αναγκαιότητα της προσθήκης προκρίθηκε κατόπιν στάθμισης, ως υπέρτερης, της υποχρέωσης προστασίας των ανηλίκων έναντι ενδεχόμενης προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας, το όποιο δεν θίγεται καθόσον σε περίπτωση αμετάκλητης δικαιοδοτικής κρίσης η εν λόγω καταχώριση διαγράφεται …».
Η πρώτη αιτιολογία (αυτή της δημιουργίας βάσης δεδομένων για συγκεκριμένα αδικήματα) αντιβαίνει σαφώς στον σκοπό και τον προορισμό του δελτίου ποινικού μητρώου, που δεν είναι η δημιουργία κάποια βάσης δεδομένων, αλλά η καταγραφή καταδικαστικών αποφάσεων και μάλιστα αμετάκλητων. Σωστά επισημάνθηκε κατά την συζήτηση για το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου –και μάλιστα από την καθόλου εχθρική προς την κυβέρνηση Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων– ότι οι φορείς που σχετίζονται με την προστασία της ανηλικότητας θα μπορούσαν να ζητούν από τους εργαζόμενους σε αυτές ένα πιστοποιητικό περί μη ύπαρξης ποινικής δίωξης για τα συγκεκριμένα αδικήματα. Το ίδιο απαιτείται σήμερα για συγκεκριμένες διαδικασίες, όπως αυτή της υιοθεσίας. Αυτή η αξίωση είναι εύλογη και αποφεύγει την στιγματιστική και προδήλως μη αναλογική καταγραφή κάθε ποινικής δίωξης στο δελτίο ποινικού μητρώου. Το δεύτερο σκέλος του κυβερνητικού ισχυρισμού είναι προφανώς για γέλια. Γιατί αλίμονο αν μετά και την αμετάκλητη αθωωτική απόφαση δεν διαγραφόταν η σχετική καταχώριση! Το απολύτως αυτονόητο δηλαδή παρουσιάζεται ως δήθεν έκφραση σεβασμού στο τεκμήριο αθωότητας.
Η επιδίωξη της αυστηρότητας
Νομίζω ότι η βασική επιδίωξη της κυβέρνησης και της ηγεσίας του υπουργείου Δικαιοσύνης είναι να «πουλήσει» στην κοινωνία αυστηρότητα. Είναι αυτό που σωστά αποκαλείται ποινικός λαϊκισμός. Είναι η ίδια σχολή σκέψης που έχει οδηγήσει το ίδιο υπουργείο να θεσπίσει διατάξεις που έχουν δεχθεί την κριτική όλου του νομικού κόσμου, όπως αυτή την μη χορήγησης αναστολής συλλήβδην για όλα τα αδικήματα του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο υφυπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Κώτσηρας, δικηγόρος - φευ! – ο ίδιος, αισθάνθηκε την ανάγκη να δικαιολογήσει την συγκεκριμένη ρύθμιση στην Βουλή με την φράση «Εδώ δεν είμαστε σε νομικό φόρουμ ή σε επιστημονικό συνέδριο, εδώ είμαστε εκπρόσωποι του ελληνικού λαού και πρέπει να κοιτάμε την κοινωνία τα μάτια». Μια έμμεση ομολογία ότι η ρύθμιση δεν μπορεί να αντέξει στην επιστημονική κριτική.
Για την Νέα Δημοκρατία αυτό είναι ένα βολικό γήπεδο. Μια δεξιά πολιτική που διαλύει τις δομές προστασίας, που αδυνατεί να συγκροτήσει ένα πλαίσιο προστασίας της ανηλικότητας και επαφίεται στην καλοσύνη των φιλάνθρωπων, είναι λογικό να κάνει μόνο το πιο εύκολο: αντί να προστατεύει τους ανθρώπους, να αυστηροποιεί τα κείμενα, προκειμένου στην συνέχεια να πουλήσει την αυστηροποίηση ως προστασία της ανηλικότητας στην πολιτική αγορά. Μια παράταξη που κατά τα άλλα ομνύει στον αντιλαϊκισμό, επιλέγει να πολιτεύεται με τον πιο πρωτόγονο λαϊκισμό.
Γιατί η αντιπολίτευση ενέδωσε;
Το ερώτημα είναι γιατί η αντιπολίτευση να ενδώσει σε μια τέτοια τακτική. Η πρώτη σκέψη είναι ότι με βάση την υπεροπλία της ΝΔ στο πεδίο της επικοινωνίας και την συστηματική άσκηση πολιτικής μέσω fake news, είναι εύλογος ο φόβος ότι η αντιπολίτευση θα βρεθεί απολογούμενη ως δήθεν υπερασπιζόμενη παιδεραστές, βιαστές κλπ.
Δεν είναι αβάσιμη αυτή η σκέψη. Ωστόσο, το ερώτημα είναι επί της ουσίας αν αυτή η υποχώρηση από αρχές έχει κάποιο τέλος, αν προσφέρει κάποια διέξοδο. Ιδίως για τον ΣΥΡΙΖΑ, η πρόσφατη άστοχη υιοθέτηση του αιτήματος να δοθούν στην δημοσιότητα τα ονόματα όσων είχαν έρθει σε επαφή με τον προαγωγό του Κολωνού, θα έπρεπε ίσως να έχει γίνει μάθημα.
Επί της ουσίας, για τα ζητήματα της παιδικής προστασίας, η Αριστερά έχει πολλά να προτείνει και να κάνει. Και η κοινωνία, αν διαπιστώσει ότι υπάρχει ένα τέτοιο σχέδιο, θα το καταλάβει. Ας μην υποτιμάμε τους συμπολίτες μας. Θα ήταν πιο δημιουργικό εκεί να συγκεντρωθεί η προσοχή και η δουλειά μας, παρά να τρέχουμε ασθμαίνοντας πίσω από κάθε αμφίβολης σοβαρότητας συντηρητική έμπνευση.