Σωρεία καταγγελιών ήρθε αυτές τις μέρες στη δημοσιότητα για σωματική και λεκτική κακοποίηση, καταναγκαστικές εργασίες, βάναυσες τιμωρίες, απομόνωση, απομάκρυνση από το σχολείο, απειλές, σεξουαλική κακοποίηση και πλήθος άλλων μαρτυρίων σε βάρος των ανήλικων «φιλοξενούμενων» της Κιβωτού του Κόσμου από εργαζόμενους, αλλά και τον πάτερ Αντώνιο, επικεφαλής της ΜΚΟ.
Οι καταγγελίες είχαν κατατεθεί στον Συνήγορο του Πολίτη, που με τη σειρά του τις είχε διαβιβάσει στην Εισαγγελία. Η έρευνα τελικά ξεκίνησε επίσημα αυτή την Τρίτη από την Εισαγγελία Ανηλίκων, παίρνοντας καταθέσεις από τους μάρτυρες (η διαδικασία συνεχίζεται). Παράλληλα, η κυβέρνηση αποφάσισε την αναστολή της χρηματοδότησης της εκκλησιαστικής ΜΚΟ μέχρι να τελεσιδικήσει η υπόθεση, την προσωρινή αντικατάσταση της διοίκησής της και τη διερεύνηση των οικονομικών της από την οικονομική αστυνομία.
Πολύ λίγα και πολύ αργά, βέβαια, αφού μπορεί να αναρωτιέται η αρμόδια υφυπουργός Πρόνοιας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Δόμνα Μιχαηλίδου, στον Αντ1: «Γιατί δεν μίλησαν νωρίτερα όσοι λένε πως γνώριζαν;», αλλά οι υποθέσεις αυτές ήταν γνωστές από τον Σεπτέμβριο που ο Συνήγορος του Πολίτη είχε απευθυνθεί για το ζήτημα τόσο στην Εισαγγελία, όσο και στην ίδια τη ΜΚΟ, γεγονός που θα έπρεπε να γνωρίζει η καθ’ ύλην αρμόδια.
Όπως, άλλωστε, θα έπρεπε να γνωρίζει και την επώνυμη καταγγελία για κακοποίηση τριών ανηλίκων από «παιδαγωγό» στη δομή του Βόλου, που είχε κατατεθεί τον Αύγουστο από τον αθλητή καταδύσεων, Χρόνη Χλίτσιο. Ο ίδιος, μάλιστα, απολύθηκε από την Κιβωτό αμέσως μετά και λόγω αυτής της καταγγελίας, αφού η διοίκηση, προφανώς, δεν είχε καμία επιθυμία διερεύνησης του περιστατικού, αλλά αντίθετα ήθελε να κλείσει όποια στόματα ανοίγουν. Ο αθλητής είχε δημοσιοποιήσει το ζήτημα και στο facebook του, μιλώντας και για άλλο περιστατικό κακοποίησης που είχε συντελεστεί στη δομή στις αρχές του έτους, όπως και ότι έχουν υπάρξει κατά το παρελθόν και άλλες ανάλογες καταγγελίες. Το αρμόδιο υπουργείο, βέβαια, όχι μόνο δεν ασχολήθηκε με το ζήτημα, αλλά αντίθετα λίγες εβδομάδες μετά, τον Σεπτέμβρη, ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Κωστής Χατζηδάκης, προχώρησε και σε ειδική νομοθετική ρύθμιση, ώστε να επισπεύσει την παραχώρηση κτιρίου του ΕΦΚΑ στη «θεάρεστη» ΜΚΟ.
Καταγγελίες για διάφορα κακοποιητικά περιστατικά είχαν γίνει και παλαιότερα σε βάρος της Κιβωτού: για παράδειγμα, το 2019 το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι είχε καταθέσει μηνυτήρια αναφορά για ρατσιστική συμπεριφορά και ισλαμοφοβία της ΜΚΟ, ενώ το 2015 είχε γίνει καταγγελία στην αστυνομία από εργαζόμενη πως «παιδαγωγοί» της Κιβωτού προβαίνουν σε ξυλοδαρμούς ανηλίκων, αλλά η υπόθεση είχε τεθεί στο αρχείο.
Μπορεί τώρα, λοιπόν, που το θέμα προβάλλεται βολικά εντόνως στη δημοσιότητα, κάποιοι επίσης βολικά να πέφτουν από τα σύννεφα, αλλά πώς γίνεται μετά από τόσες φορές που είχε διαπιστωθεί καπνός, κανείς να μην είχε ψάξει για τη φωτιά; Υπήρξε ποτέ κανένας έλεγχος και μέριμνα για το τι γίνεται σε ένα ίδρυμα, που επί δύο δεκαετίες, μάλιστα, έχει λάβει τεράστια οικονομική στήριξη από κράτος και ιδιώτες; Μίλησε ποτέ κανείς με τα ίδια τα παιδιά που διαμένουν στις δομές, παρατήρησε να δει τη συμπεριφορά τους και την καθημερινότητά τους ή αρκέστηκαν να ακούν το επικοινωνιακό μάρκετινγκ του πάτερ;
Τζ. Α.
Υ.Γ.: Ακόμα θυμάμαι την επίσκεψη που μας είχαν πάει ως μαθητές δημοτικού σχολείου στην Κιβωτό, πριν 23 χρόνια περίπου, όταν είχε πρωτοσυσταθεί. Πέραν ότι τα παιδιά που διέμεναν εκεί ήταν περιέργως ήσυχα και φοβικά, στο τέλος της επίσκεψης όταν ο πάτερ μάς μοίρασε σοκοφρέτες για να μας ευχαριστήσει που πήγαμε, τα παιδιά έντρομα άρχισαν να μας κάνουν νοήματα και να μας προειδοποιούν ψιθυριστά να μην τις φάμε, γιατί σίγουρα ήταν ληγμένες, όπως οτιδήποτε τους έδιναν να φάνε και τους έπιανε η κοιλιά τους. Πράγματι οι σοκοφρέτες ήταν ληγμένες, οι επισκέπτες μαθητές την γλιτώσαμε χάρη στα παιδιά της δομής. Το είπαμε μετά στους δασκάλους μας, για να τα γλιτώσουμε και εμείς με τη σειρά μας. Αυτά, όμως, ήταν παιδικές υπερβολές, όπως μας είπαν, δεν έγινε και κάτι που οι σοκοφρέτες ήταν ληγμένες…
Γιώργος Νικολαΐδης: «Η ίδια η διαβίωση σε ιδρύματα
είναι κακοποιητική για τα παιδιά»
Αυτές τις μέρες έχουν έρθει στη δημοσιότητα πολλά περιστατικά κακοποίησης ανηλίκων στις δομές της Κιβωτού του Κόσμου. Πώς γίνεται να συντελούνταν αυτά ανενόχλητα εδώ και χρόνια, δεν υπάρχει κανένας κρατικός έλεγχος για την προστασία των παιδιών σε τέτοιου είδους ιδρύματα;
Πρακτικά είναι πολύ δύσκολο να υπάρξει αποτελεσματικός έλεγχος, γιατί ακόμα και αν υπάρχει τυπικά μια υποχρέωση των κοινωνικών συμβούλων των περιφερειών να ασκούν ελέγχους στις μονάδες φιλοξενίας παιδιών, εν τοις πράγμασι αυτοί δεν υλοποιούνται με σωστό τρόπο, ώστε να φέρουν στο φως τέτοιου είδους περιστατικά. Μιλάμε για δυο-τρεις κοινωνικούς λειτουργούς που έχουν πληθυσμό αναφοράς περίπου στις 600.000 με 700.000 ανθρώπους, οπότε το να ελέγξουν τα ιδρύματα παιδικής προστασίας, τα ιδρύματα για χρόνιους πάσχοντες και ανθρώπους με αναπηρία, τα ιδρύματα για ηλικιωμένους, συν να ασκήσουν τις άλλες υπηρεσίες που πρέπει στην περιφέρεια, είναι αδύνατον. Στην καλύτερη περίπτωση θα πάνε μία φορά τον χρόνο επίσκεψη στα ιδρύματα για τα παιδιά, που προφανώς αυτό δεν αποτελεί αποτελεσματικό έλεγχο και εποπτεία της καθημερινότητας στις δομές. Πέραν τούτου, όμως, ακόμα και αν είχαμε δεκαπλάσιους κοινωνικούς λειτουργούς, πιστεύουμε πώς θα μπορούσε να υπάρξει πραγματικός έλεγχος σε μέρη που διαμένουν μαζικά, 24 ώρες το 24ωρο, 7 μέρες την εβδομάδα, παιδιά και ενήλικες που τα φροντίζουν;
Η αλήθεια είναι ότι η Κιβωτός δεν είναι η πρώτη δομή για παιδιά όπου συντελούνταν κακοποιήσεις, ανά καιρούς έχουν δημοσιευτεί τέτοια περιστατικά και για άλλες περιπτώσεις. Υπάρχει, άρα, δομικό πρόβλημα σε ό,τι αφορά την προστασία των παιδιών στα ιδρύματα;
Ακριβώς. Είναι κάτι που λέω και ξαναλέω: σε άλλη ένταση ή συχνότητα και διάρκεια, όλα τα περιστατικά που έχουν έρθει στο φως και συζητιόνται τώρα για την Κιβωτό, συμβαίνουν σε όλα ανεξαιρέτως τα ιδρύματα ανά τον κόσμο, όχι μόνο εδώ. Γιατί ακριβώς είναι δομικό στοιχείο της ζωής στα ιδρύματα να συμβαίνουν τέτοια περιστατικά. Σύμφωνα με τις διεθνείς στατιστικές της Unicef, ένα παιδί που θα τοποθετηθεί σε ένα πλαίσιο φιλοξενίας, οποιοδήποτε πλαίσιο, δημόσιο ή ιδιωτικό, κοσμικό ή εκκλησιαστικό, έχει 85% πιθανότητες να κακοποιηθεί λεκτικά και σωματικά τις πρώτες εβδομάδες από τα άλλα παιδιά που διαμένουν εκεί και 25% πιθανότητες να κακοποιηθεί σεξουαλικά. Συν τα περιστατικά που τα παιδιά θυματοποιούνται είτε σωματικά, είτε ψυχικά, είτε σεξουαλικά από το προσωπικό, εθελοντές ή παράγοντες των δομών αυτών. Ακόμα, όμως, και να μην συμβαίνουν τέτοια περιστατικά, η ίδια η διαβίωση σε ένα τέτοιο πλαίσιο είναι κακοποιητική για τα παιδιά. Το να μην υπάρχει ένας ή δύο άνθρωποι συγκεκριμένοι για τη φροντίδα, αλλά το προσωπικό να εναλλάσσεται συνεχώς, το να μην έχεις ένα δικό σου σπίτι, το να έχεις προκαθορισμένες ώρες που κυκλοφορείς στους χώρους του μέρους που ζεις κ.ο.κ, είναι μια αφύσικη συνθήκη για ένα παιδί.
Πώς είναι, δηλαδή, για ένα παιδί το να μεγαλώνει σε ίδρυμα, τι προβλήματα μπορεί να του προκαλέσουν αυτές οι συνθήκες, ακόμα και αν δεν πέσει θύμα κακοποίησης;
Ειδικά στα νεογνά και τα βρέφη, ο εγκέφαλος αναπτύσσεται από τα ερεθίσματα που παίρνει από το περιβάλλον γύρω του. Όταν ένα βρέφος θα πεινάσει, θα λερωθεί, θα κλάψει κτλ, και θα έρθουν τα ίδια οικεία πρόσωπα κάθε φορά να το φροντίσουν, αυτή η διαντίδραση δίνει τη δυνατότητα στον εγκέφαλο να ωριμάσει και να αναπτυχθεί. Έχει, λοιπόν, τεκμηριωθεί ότι στα μωρά που ζουν σε ιδρυματικά πλαίσια, που δεν υπάρχουν οι ίδιοι στάνταρ άνθρωποι, αλλά το προσωπικό εναλλάσσεται συνέχεια και δουλεύει σε βάρδιες και που οι διάφορες λειτουργίες φροντίδας δεν γίνονται εξατομικευμένα όποτε τις έχει ανάγκη το κάθε παιδί, αλλά σε συγκεκριμένες ώρες, βιομηχανικά, αυτή η συνθήκη διαβίωσης προκαλεί μη αναστρέψιμες βλάβες στον εγκέφαλο, που δεν μπορούν να αναστραφούν. Γι’ αυτό τον λόγο, ο ΟΗΕ εδώ και χρόνια έχει δημοσιεύσει μια παγκόσμια έκκληση στα μέλη του, ζητώντας να μην μεγαλώνει κανένα βρέφος σε ίδρυμα και να πηγαίνουν απευθείας σε οικογένειες. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, έχουμε ακόμα βρέφη και νεογνά που διαβιούν σε ιδρυματικά πλαίσια. Ότι ξέρουμε τι προβλήματα τους προκαλούμε έτσι στον εγκέφαλό τους και παρόλ’ αυτά συνεχίζουμε να το κάνουμε, είναι μια τραγική κακοποίηση.
Πώς είναι αυτή τη στιγμή διαμορφωμένο το σύστημα στη χώρα για ένα παιδί που θα βρεθεί χωρίς οικογένεια;
Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, το 80% περίπου των παιδιών που βρίσκεται σε ιδρύματα δεν είναι ορφανά, αλλά τα έχουν απομακρύνει από την οικογένειά τους για λόγους κυρίως παραμέλησης, και όχι τόσο κακοποίησης. Στις περισσότερες περιπτώσεις η παραμέληση υποκρύπτει ακραία φτώχεια και κοινωνικό αποκλεισμό της οικογένειας και άλλα προβλήματα οικογενειακής δυσλειτουργίας, όπως εξαρτήσεις από ουσίες, παραβατικότητα κτλ. Αυτές οι περιπτώσεις στον ανεπτυγμένο κόσμο θεωρείται απαράδεκτο να οδηγούνται σε οριστική απομάκρυνση από την οικογένειά τους, γιατί έχει αποδειχθεί ότι αυτό έχει χειρότερα αποτελέσματα και για το παιδί και για τους γονείς. Στην Ελλάδα, όμως, απλά βάζουμε τα παιδιά σε ιδρύματα, γιατί δεν έχουμε αναπτύξει κανέναν άλλον ενδιάμεσο οργανισμό στήριξης αυτών των οικογενειών, ώστε να κρατάνε τα παιδιά, ή να τα απομακρύνουμε για λίγο, ενώ θα επιλύονται παράλληλα τα προβλήματα. Υπάρχουν, βέβαια, και οι περιπτώσεις που απομακρύνονται για λόγους κακοποίησης από τους γονείς, που και πάλι τοποθετούνται σε ιδρύματα, μετά από παραμονή τους σε νοσοκομεία –άλλου τύπου ελληνική πατέντα, που δεν εφαρμόζεται πουθενά αλλού στον αναπτυγμένο κόσμο, καθώς εκεί υπάρχει το σύστημα της επαγγελματικής αναδοχής, στην οποία ανατίθενται αμέσως τα παιδιά, μέχρι να τοποθετηθούν μόνιμα σε μια άλλη οικογένεια. Μόνο το ¼ των ιδρυμάτων που υπάρχουν στην Ελλάδα ανήκουν στο δημόσιο, ως επί των πλείστων είναι ιδιωτικού δικαίου, εκ των οποίων οι περισσότερες κλίνες που προσφέρονται, είναι από δυο-τρεις μεγάλους μη κυβερνητικούς παρόχους, πχ το Χαμόγελο του Παιδιού και η Κιβωτός. Άλλες τόσες κλίνες προσφέρονται από μία πασπερμία μικρών παρόχων, που συνήθως έχουν ένα ίδρυμα, χτισμένο γύρω από ένα πρόσωπο. Όλο το σύστημα, δηλαδή, είναι ιδρυματικό, ελάχιστος αριθμός παιδιών τοποθετείται σε ανάδοχη φροντίδα. Παρότι η αναδοχή έχει ψηφιστεί από το ’92, έχουμε λιγότερες από 30 αναδοχές τον χρόνο, ένα τραγικό μικρό νούμερο, και στην πραγματικότητα πρόκειται για συγκεκαλλυμένες υιοθεσίες.
Η ΚΥΑ που είχε κατατεθεί την περασμένη άνοιξη, όπως και η αρμόδια υφυπουργός αυτές τις μέρες, κάνουν λόγο για αποϊδρυματοποίηση. Έχουν γίνει, όμως, στην πραγματικότητα βήματα προς αυτήν;
Κανένα βήμα δεν έχει γίνει. Η αλήθεια είναι πως τα τελευταία χρόνια, τόσο από αυτή όσο και από την προηγούμενη κυβέρνηση, υπάρχει μια μεγάλη ρητορική επίκληση της αποϊδρυματοποίησης, αλλά στην πράξη δεν έχει γίνει κάτι. Την ίδια στιγμή που η υφυπουργός κάνει δηλώσεις ότι τα ιδρύματα είναι κακοποιητικά και πρέπει να γίνει αποϊδρυματοποίηση, είχε δημοσιεύσει μια ΚΥΑ που αφορούσε τις προδιαγραφές λειτουργίας των ιδρυμάτων, σαν να είναι βέβαιη η πολιτεία ότι τα ιδρύματα θα μακροημερεύσουν και άρα θα πρέπει να εισάγουμε ένα κανονιστικό πλαίσιο για αυτά. Η ΚΥΑ, δηλαδή, ήταν ένα νομοθέτημα που διαβεβαίωνε τους ιδιώτες παρόχους παιδικής φροντίδας πως τα πράγματα δεν πρόκειται να αλλάξουν. Να σημειώσουμε σε αυτό πως στην ΚΥΑ είχαν γίνει ενστάσεις από τον πρόεδρο του Χαμόγελου του Παιδιού για τον αριθμό των παιδιών που οριζόταν ότι μπορούν να φιλοξενούνται σε μια δομή, αλλά από την αντίθετη πλευρά σε σχέση με τα διεθνή δεδομένα. Το πρόβλημα στην πραγματικότητα, δηλαδή, δεν είναι ότι το όριο των 20 παιδιών που εισήγαγε η ΚΥΑ, είναι μικρό και ότι μπορεί να υπάρχει οικογένεια και με 40 παιδιά, όπως έλεγε ο ίδιος, αλλά ότι είναι πολύ μεγάλο. Στις χώρες της ΕΕ, η Πολωνία το ορίζει στα 14 παιδιά, η Ουγγαρία στα 10-12 και σε όλες τις άλλες χώρες, όπου έχουν ξεμείνει στέγες, τα όρια είναι μονοψήφια, ενώ το πρότυπο είναι καθόλου ιδρύματα. Είμαστε πολύ πίσω, το να λέμε ρητορικά αποϊδρυματοποίηση, αλλά οι πολιτικές που περνάνε να κατατείνουν στο ότι θα μείνουν τα πάντα ως έχουν εσαεί, με κάνει να είμαι πολύ επιφυλακτικός και για αυτή την κυβέρνηση και για την προηγούμενη, που επίσης δεν χειρίστηκε σωστά το ζήτημα.
Η προηγούμενη κυβέρνηση είχε νομοθετήσει νέες ρυθμίσεις για τις αναδοχές και τις τεκνοθεσίες. Είπατε πριν πως στην ουσία αναδοχές δεν γίνονται. Γιατί συμβαίνει αυτό, δεν είναι σωστή η ρύθμιση που είχε γίνει;
Όπως είπα, εδώ και χρόνια γίνονται κάτω από 30 αναδοχές τον χρόνο και στην ουσία είναι κεκαλυμμένες τεκνοθεσίες. Επειδή, δηλαδή, οι τεκνοθεσίες καθυστερούν, η οικογένεια παίρνει τα παιδιά πρώτα με αναδοχή μέχρι το δικαστήριο να αποφασίσει την τεκνοθεσία. Αυτή ήταν μια ελληνική πατέντα και συμβαίνει το ίδιο και με το σύστημα που εγκαινιάστηκε το 2018 από την κ. Φωτίου και υλοποιεί τώρα η κ. Μιχαηλίδου. Η ελληνική πρωτοτυπία αυτού του νόμου είναι ότι ένα παιδί που απομακρύνεται από τη φυσική του οικογένεια, τοποθετείται πρώτα σε ένα ίδρυμα και ζητείται από το ίδρυμα να κάνει ένα εξατομικευμένο πλάνο για το παιδί αυτό, ώστε να αποϊδρυματοποιηθεί στη συνέχεια. Αυτό δεν γίνεται πουθενά στον κόσμο: πρώτα να το ιδρυματοποιούμε και έπειτα να το αποϊδρυματοποιούμε. Στην εφαρμογή του νόμου δε, είδαμε πως πολλά από αυτά τα πλάνα των ιδρυμάτων κατέληγαν ότι δεν μπορούν τα παιδιά να μετακινηθούν σε ανάδοχη οικογένεια, γιατί δεν ταιριάζουν με καμία. Προφανώς δεν υπάρχει παιδί που να μην μπορεί να μετακινηθεί σε κάποια οικογένεια, αλλά να είναι καλύτερα να διαμείνει σε ίδρυμα! Αυτό που γίνεται στον ανεπτυγμένο κόσμο, είναι τα παιδιά που απομακρύνονται, να πηγαίνουν απευθείας σε ανάδοχη οικογένεια, όπου πρόκειται για κανονική αναδοχή. Δεν είναι, δηλαδή, συζευγμένη με την τεκνοθεσία και ως προς τους όρους και ως προς το προφίλ των ανάδοχων γονιών. Οι ανάδοχοι δεν είναι άνθρωποι που επιθυμούν να τεκνοθετήσουν, αλλά συνήθως έχουν ήδη δικά τους βιολογικά παιδιά και δέχονται υπό συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις να φιλοξενήσουν παιδιά που έχουν απομακρυνθεί από τη φυσική οικογένειά τους. Επειδή, μάλιστα, δεν πρόκειται να γίνει μετά τεκνοθεσία, δεν τίθεται και το θέμα ταιριάσματος του παιδιού με τους ανάδοχους. Άλλωστε, ποιο παιδί ταιριάζει να τοποθετηθεί στο Χαμόγελο του Παιδιού ή στα Παιδικά Χωριά SOS; Το ερώτημα της αναδοχής, λοιπόν, τίθεται λάθος στην ελληνική πραγματικότητα, που ακόμα το συζητάμε σαν να είναι μια τεκνοθεσία εν αναμονή. Η αναδοχή είναι τελείως άλλο πράγμα, είναι εναλλακτική πρακτική του ιδρύματος.
Στο εξωτερικό, όμως, υπάρχουν πολλά περιστατικά κακοποίησης από ανάδοχες οικογένειες, που την έχουν μετατρέψει σε επιχείρηση για να λαμβάνουν επιδόματα. Πώς μπορεί να αποφευχθεί κάτι τέτοιο;
Πράγματι, δεν υπάρχει θεσμός που να είναι πανάκεια, ούτε θεσμός που να μην έχει παραδείγματα δυσλειτουργίας. Το θέμα είναι ποιος θεσμός δίνει μικρότερες πιθανότητες κακοποίησης. Ξέρουμε ότι αν στη φυσική οικογένεια υπάρχουν οι x πιθανότητες να κακοποιηθεί ένα παιδί, στην ανάδοχη αυτές είναι τριπλάσιες και στην περίπτωση του ιδρύματος οι εκατονταπλάσιες. Οπότε είναι πολύ πιο προστατευτικό για το παιδί να πάει σε μια ανάδοχη οικογένεια, απ’ ό,τι σε ένα ίδρυμα. Δεύτερον, η τοποθέτηση σε μια ανάδοχη οικογένεια από το σύστημα, δεν σημαίνει ότι μετά το αφήνει εκεί και το ξεχνάει. Πολλές από τις δυσλειτουργίες της αναδοχής έχει αποδειχθεί ότι οφείλονταν στο γεγονός ότι δεν υπήρχε επαρκής κοινωνική εποπτεία και στήριξη από τις υπηρεσίες που πρέπει να επιβλέπουν αυτή την τοποθέτηση. Οπότε προκειμένου να αποφευχθούν αυτά τα περιστατικά, θα πρέπει να αναπτυχθεί και να συγκροτηθεί παράλληλα ένας συμπαγής τομέας κοινωνικών υπηρεσιών που δρουν στην κοινότητα, που θα επιβλέπουν, θα υποστηρίζουν τα παιδιά και την ανάδοχη οικογένεια και θα επισημαίνουν τυχόν δυσλειτουργίες.
Ιδανικά, λοιπόν, τι θα πρέπει να γίνει για την ανάπτυξη ενός συστήματος πραγματικής φροντίδας των παιδιών που βρίσκονται μακριά ή χωρίς τη φυσική τους οικογένεια;
Πέραν αυτών που αναφέραμε για την αναδοχή, το πρώτο που πρέπει να γίνει, είναι να υλοποιηθεί ο κοινωνικο-προνοιακός τομέας, που ιστορικά είναι ανολοκλήρωτος στην Ελλάδα. Αυτή τη στιγμή έχουμε υπηρεσίες του δημόσιου τομέα, που άλλες λειτουργούν στους δήμους, άλλες στις περιφέρειες, άλλες σε νομικά πρόσωπα του υπουργείου Εργασίας, που συνήθως είναι τα ιδρύματα, άλλες σε νομικά πρόσωπα του υπουργείου Δικαιοσύνης, του Υγείας, του Παιδείας, του Μεταναστευτικής Πολιτικής για τα παιδιά πρόσφυγες κ.ο.κ., με άλλες αρμοδιότητες η κάθε μία και με ασύμβατους μεταξύ τους τρόπους. Καμία από αυτές τις υπηρεσίες δεν έχει ούτε τη στελέχωση, ούτε την πληρότητα, ούτε την επάρκεια για να καλύψει έστω ένα μικρό πεδίο της παιδικής προστασίας. Χρειάζεται, λοιπόν, ενοποίηση όλων αυτών σε ένα συγκροτημένο κοινωνικό τομέα του δημοσίου. Το δεύτερο είναι να δώσουμε περισσότερους πόρους για τη λειτουργία αυτού του τομέα, αφού και μετά την ενοποίηση όλων αυτών των υπηρεσιών και πάλι ο προϋπολογισμός τους δεν θα έφτανε για τη σωστή λειτουργία, ενώ θα χρειάζονταν και νέες προσλήψεις, λόγω της υποστελέχωσης που υπάρχει. Το τρίτο που πρέπει να γίνει, είναι να δούμε το ζήτημα της μονιμότητας αυτού του επιστημονικού προσωπικού, γιατί περίπου το 63% σε αυτές τις υπηρεσίες είναι συμβασιούχοι και αυτό έχει ως αποτέλεσμα και η πολιτεία να μην μπορεί να τους εκπαιδεύσει κατάλληλα, λόγω των συνεχόμενων μετακινήσεών, και η ψυχική τους επένδυση να μην είναι μεγάλη, αφού θα βρίσκονται μόνο για έξι μήνες στην εκάστοτε υπηρεσία. Τέταρτον, θα πρέπει να εισάγουμε σύγχρονα πρωτόκολλα και μεθόδους εργασίας σε αυτόν τον ενοποιημένο και ενισχυμένο κοινωνικο-προνοιακό τομέα. Αυτά μπορεί να ακούγονται ριζοσπαστικά, αλλά είναι η πραγματικότητα των κοινωνικών υπηρεσιών σε όλη την Ευρώπη.