Η επικοινωνιακή υπεροπλία είναι το μεγαλύτερο ατού της κυβέρνησης. Έχει την ικανότητα να χειρίζεται επικοινωνιακά κρίσεις, να τις αποτιμά και να καταφέρνει να βγαίνει μέσα από τις χαραμάδες. Η ασπίδα της είναι η σταθερότητα και το όπλο της είναι η τοξικότητα. Μια αχίλλειο φτέρνα έχει, ότι δεν καταφέρνει, όσο και αν προσπαθεί να είναι κοινωνική. Αυτό όμως αρκεί για να την αποδυναμώσει;
Κατά μέτωπο
«Αν όχι εμείς, ποιος», αναρωτήθηκε –όχι με αλαζονεία, όπως σημείωσε- ο πρωθυπουργός από την Αχαΐα. Στη συγκεκριμένη ομιλία, ο Κ. Μητσοτάκης ήταν υπέρμετρα επιθετικός απέναντι σε όποιον θεωρεί αντίπαλο, δηλαδή απέναντι σε όποιον τον αμφισβητεί και χάραξε τον προεκλογικό δρόμο που σκοπεύει να ακολουθήσει τους επόμενους μήνες, μέχρι τις εκλογές.
Αναφερόμενος στο καλάθι του νοικοκυριού, επιτέθηκε στους «αριστερούς του χαβιαριού» και τους «σοσιαλιστές της σαμπάνιας» ότι δήθεν δεν τους αφορά, από τη στιγμή που το κατακρίνουν. Πρόσθεσε δε «όσοι το σνομπάρουν ας πάρουν το δικό τους ακριβό κουβαδάκι και ας πάνε να παίξουν αλλού». Η επίθεση αυτή δεν στρέφεται μόνο κατά των κομμάτων της αντιπολίτευσης που απορρίπτουν το μέτρο αυτό ως επικοινωνιακό και αναποτελεσματικό, αλλά και κατά των πολιτών οι οποίοι κρίνουν ότι δεν καλύπτει τις ανάγκες τους (μόλις το 28% το κρίνει θετικά, σύμφωνα με την Alco). Επιπλέον, θεώρησε «στοχοποίηση» και «σκευωρίες» το σκάνδαλο των υποκλοπών, όταν στις δημοσκοπήσεις καταγράφεται σαφώς η αμφισβήτηση των δηλώσεων του πρωθυπουργού πως ο ίδιος και η κυβέρνησή του δεν έχουν σχέση με τις παρακολουθήσεις (64% σύμφωνα με την Alco). «Τι θέλουν να μας πουν άραγε; Ότι εγώ δεν είχα άλλη δουλειά από το να ακούω τους υπουργούς μου, ούτε καν τους πολιτικούς μου αντιπάλους;» Με τη φράση αυτή δε στρεβλώνει τις αποκαλύψεις που δείχνουν ότι η κυβέρνηση παρακολουθούσε και τους υπουργούς και τους πολιτικούς αντιπάλους. Άλλωστε, το κουβάρι ξεκίνησε να ξετυλίγεται με την παρακολούθηση του Ν. Ανδρουλάκη.
Η πειθώ της σταθερότητας
Το τρίτο μέτωπο του πρωθυπουργού είναι απέναντι στην απλή αναλογική, την οποία χαρακτηρίζει «ύπουλη παγίδα» και «νάρκη στην ομαλή εξέλιξη». Σε αυτό το μέτωπο, που είναι και ο πυρήνας του τρίπτυχου της ΝΔ «σταθερότητα, συνέπεια, συνέχεια», το επικοινωνιακό επιτελείο φαίνεται να κερδίζει τη μάχη, τουλάχιστον προς το παρόν. Σύμφωνα με την Metron Analysis και τον Στρ. Φαναρά «είναι η πρώτη φορά μετά από δυόμιση χρόνια, που το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι προτιμούν αυτοδύναμη κυβέρνηση ξεπερνά το 50% και ανέρχεται στο 51%. Θεωρούμε ότι αν διατηρηθεί αυτή η δεξαμενή σε αυτά τα επίπεδα, θα πριμοδοτήσει ισχυρά το μόνο που κόμμα που τάσσεται υπέρ και ζητά αυτοδυναμία, δηλαδή τη Νέα Δημοκρατία, έστω και σε δεύτερη εκλογική αναμέτρηση». Ομοίως, στη δημοσκόπηση της Pulse υπέρ της αυτοδύναμης κυβέρνησης τάσσεται το 44%, ενώ υπέρ των κυβερνήσεων συνεργασίας τάσσεται το 37%. Αντίθετα, στη δημοσκόπηση της Alco το 47% θεωρεί ότι σταθερότητα μπορεί να επιτευχθεί και με κυβερνήσεις συνεργασίας και όχι μόνο με αυτοδύναμες κυβερνήσεις (39%). Όπως σημειώνει ο Στρ. Φαναράς «οι πολιτικές δυνάμεις που ζητούν κυβερνήσεις συνεργασίας έχουν ένα διπλό πρόβλημα να λύσουν: πριν περιγράψουν τα σχήματα διακυβέρνηση θα πρέπει να πείσουν ότι και το μοντέλο που προτείνουν μπορεί να είναι πιο αποδοτικό για τη χώρα και τους πολίτες».
Η δημοκρατία δεν είναι εύκολος δρόμος, αντίθετα είναι δύσβατος, με εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν, σύμφωνα με τις αρχές που τη διέπουν. Η σταθερότητα είναι σαφώς πιο ομαλός δρόμος. Όμως τα επιχειρήματα υπέρ της δημοκρατίας και επομένως υπέρ της αξίας της ατομικής ψήφου (την οποία και πρεσβεύει η απλή αναλογική) μπορούν να σταθούν απέναντι στο επιχείρημα της σταθερότητας, αρκεί να υπηρετηθούν. Και εδώ είναι η πρόκληση. Πώς μπορεί να σταθεί το επιχείρημα της συνεργασίας ταυτόχρονα με το αίτημα της αυτοδυναμίας; Ακούγεται αντιφατικό. Και αυτό είναι που ενισχύει το δίλημμα αυτοδυναμία ή συνεργασία, υπέρ της σταθερότητας. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν βοηθά η επιχειρηματολογία ότι δεν θα επιδιωχθεί κυβέρνηση συνεργασίας, αν δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ πρώτο κόμμα. Εξουδετερώνει, θα έλεγα, το επιχείρημα της συνεργασίας, που είναι ότι μπορεί μια κυβέρνηση να είναι δυνατή, όταν πατά σε γερές βάσεις, δηλαδή σε μια ξεκάθαρη κυβερνητική συμφωνία, σημείο το σημείο. Και αυτά τα σημεία είναι που θα διαμορφώσουν το προεκλογικό πρόγραμμα, αλλά και την προεκλογική ατζέντα. Μάλλον στην εξειδίκευση είναι που η κυβέρνηση αποδυναμώνεται. Διότι τότε αποκαλύπτεται η αδυναμία της να είναι κοινωνική, να αφουγκράζεται την κοινωνία, να ικανοποιεί κοινωνικά αιτήματα, να είναι συμπεριληπτική.
Η αχίλλειος φτέρνα
Το επιτελείο της ΝΔ έχει ένα ακόμα σκέλος στην προεκλογική του ατζέντα. Η σύγκριση της κυβέρνησης της ΝΔ με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. «Οι Έλληνες προτιμούν μια καλή κυβέρνηση που κάνει και λάθη από μια λάθος κυβέρνηση. Συγκρίνουν και κρίνουν», ανέφερε στην Πάτρα ο Κ. Μητσοτάκης. «Οι πολίτες ψηφίζουν κυβέρνηση και πρωθυπουργό και θα συγκρίνουν τα τέσσερα χρόνια ΣΥΡΙΖΑ με Τσίπρα και τα τέσσερα χρόνια ΝΔ με εμένα». Όμως η σύγκριση δεν μπορεί να είναι πατάτες με πορτοκάλια. Θα πρέπει να γίνεται επί του παραδείγματος και στο σήμερα, και επομένως δεν θα αντιπαρατεθούν κυβερνήσεις αλλά προγράμματα, και αυτό είναι που προσπαθεί να αποφύγει η ΝΔ. Στις δημοσκοπήσεις της περασμένης εβδομάδας, η κυβέρνηση αποτυγχάνει να εμπνεύσει εμπιστοσύνη πως είναι ικανή να λύσει τα προβλήματα που μαστίζουν τη χώρα. Σύμφωνα με την Alco 5 στους 10 αναποφάσιστους πιστεύουν ότι η ακρίβεια και η πορεία της οικονομίας θα επηρεάσει την ψήφο τους και το 48% των πολιτών δηλώνει ότι το εισόδημά τους δεν αρκεί να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους. Σύμφωνα με την Metron Analysis η ακρίβεια είναι το θέμα που θα βαρύνει τις κάλπες, ενώ το έργο της κυβέρνησης συνολικά κρίνεται εδώ και ενάμιση χρόνο αρνητικά. Συγκεκριμένα, από τον Φεβρουάριο του 2021 ξεκίνησε η αρνητική κρίση του κυβερνητικού έργου (47% έναντι 44% της θετικής κρίσης), πορεία που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα με 53% αρνητικές τοποθετήσεις, έναντι 39% θετικές. Όπως καταγράφηκε, στις αδυναμίες της κυβερνητικής πολιτικής, εκτός από την αντιμετώπιση της ακρίβειας, εντοπίζεται αδυναμία αντιμετώπισης στη διαφθοράς, τα εργασιακά, την εγκληματικότητα και την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων. Η ΝΔ δηλαδή δεν μπορεί να απαντήσει στα προβλήματα που μαστίζουν σήμερα της ελληνική κοινωνία, είτε πρόκειται για συνέπεια της πληθωριστικής, ενεργειακής ή οικολογικής κρίσης είτε είναι απόρροια της πολιτικής που εφάρμοσε η κυβέρνηση, όπως στην περίπτωση των υποκλοπών ή της εργασιακής επισφάλειας. Η επικοινωνιακή υπεροπλία, επομένως, της κυβέρνησης μπορεί να καταρρεύσει τη στιγμή της κρίσης, όταν η κάλπη θα πλησιάζει, διότι τότε θα αναζητηθεί όχι μια λουστραρισμένη κυβέρνηση, που λέει ότι όλα μπορεί να τα λύσει –έστω και κάνοντας λάθη- αλλά μια κυβέρνηση με σηκωμένα τα μανίκια. Αν δεν τους ανατρέψουμε εμείς, τότε ποιος;