Μαίρη Μικέ «Ανθεκτική εκκρεμότητα. Ο μύθος της Πασιφάης σε νεοελληνικά λογοτεχνικά κείμενα του 20ού αιώνα», εκδόσεις Gutenberg, 2022
Στη μελέτη της «Δοκιμασίες. Όψεις του οικογενειακού πλέγματος στο νεοελληνικό μυθιστόρημα» (2019), που αποτελεί το αμέσως προηγούμενο ερευνητικό της βιβλίο, η Μαίρη Μικέ καταπιάστηκε με μια σειρά ελληνικών μυθιστορημάτων του 20ού αιώνα: μυθιστορήματα που μολονότι παραπέμπουν σε πολύ διαφορετικές μεταξύ τους εποχές (από τον Μακεδονικό Αγώνα μέχρι τη δικτατορία του 1967), τοποθετούν πάντοτε την οικογένεια στο επίκεντρο της μυθοπλασίας και της δράσης, προβάλλοντας τις εικόνες της σε ποικίλες όψεις του κοινωνικού, του ιστορικού και του εθνικού βίου. Η τωρινή έρευνα της Μικέ για την τύχη του μυθικού προσώπου της Πασιφάης στη λογοτεχνία του 20ού αιώνα δεν έχει το εύρος πεδίου της προγενέστερης. Εύλογο.
Το θέμα δεν είναι διάσπαρτο και, το κυριότερο, ελάχιστα είχε μέχρι προ τινος διερευνηθεί η αποτύπωσή του στον λόγο της ποίησης και της τραγωδίας, όπως γίνεται πλέον στις σελίδες του βιβλίου της Μικέ. Βιβλίο το οποίο όχι μόνο τεκμηριώνει φιλολογικά τα ευρήματά του, αλλά και εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους ο μύθος εντάσσεται είτε στα ιστορικά ζητούμενα της εποχής των ποιητών που προσφεύγουν σε αυτόν είτε εγκλιματίζεται, όσο προχωρούμε στον χρόνο, σε έμφυλα ζητήματα που απασχολούν ποιήτριες νεότερων περιόδων.
Η Πασιφάη, κόρη του Ήλιου και της Περσηίδας και σύζυγος του βασιλιά της Κρήτης Μίνωα, ζευγάρωσε με έναν ταύρο που βγήκε από τη θάλασσα ως δώρο του Ποσειδώνα προς τον Μίνωα. Το ερωτικό σμίξιμο ήταν αποτέλεσμα της οργής του θεού για τον Μίνωα, που αρνήθηκε την απαίτηση για τη θυσία του ταύρου λόγω της ομορφιάς του. Ο Δαίδαλος έφτιαξε για την Πασιφάη ένα ξύλινο ομοίωμα αγελάδας, για να κρυφτεί στο κούφιο εσωτερικό του και να ικανοποιήσει τη θεόσταλτη επιθυμία της για το ζώο. Όσο για το όνομα της Πασιφάης, τροφοδοτεί τη φαντασία της τέχνης από τους Έλληνες, τους Ετρούσκους και τους Ρωμαίους μέχρι τα χρόνια μας και τις εικαστικές αναπαραστάσεις του Jackson Pollock.
Όταν ο μύθος φωτίζει τις παγίδες της Ιστορίας
Μπαίνοντας στην επικράτεια της νεοελληνικής λογοτεχνίας, η Μικέ ξεκινάει με το ποίημα «Μια βραδιά σ’ ένα σπίτι» του Κωστή Παλαμά, από τους Βωμούς (1915), και με την ενότητα «Η Συνείδηση της Γυναίκας» του Άγγελου Σικελιανού, από τον Πρόλογο στη Ζωή (1915). Για τον Παλαμά, η Πασιφάη είναι απλώς φορέας μιας τερατογένεσης και ο Μινώταυρος, ένας καταπατητής κι ένας εχθρός των ελληνικών όπλων στην Κρήτη του Βενιζέλου. Για τον Σικελιανό, το όνειδος της Πασιφάης την αφήνει έξω από οιονδήποτε υψηλό ποιητικό οραματισμό. «Στους φίλους των πόλεων» του Νίκου Εγγονόπουλου, από τα Κλειδοκύμβαλα της σιωπής (1939), η Πασιφάη δεν μπορεί παρά να εκφράζει την παγίδα του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, που είναι επί θύραις. Επιστρέφοντας το 1943 στην Πασιφάη ο Σικελιανός, με τον Δαίδαλο στην Κρήτη, είναι ο πρώτος που απομακρύνει, παρά το προηγούμενο του 1939, το μαύρο πέπλο γύρω από το πρόσωπο της μητέρας του Μινώταυρου, για να ταυτίσει τον φλογισμένο ερωτικό της πόθο με τον έρωτα προς την ελευθερία και για να τη μετατρέψει σε σύμβολο απελευθέρωσης από τις δυνάμεις της Κατοχής. Με τον Ανδρέα Εμπειρίκο και το Ζεμφύρα ή Το μυστικόν της Πασιφάης (1945), η Πασιφάη δεν θα αποκαταστήσει απλώς τα ερωτικά της δικαιώματα – θα λάμψει με την ερωτική της αρματωσιά μέσα από τα ερείπια της Κατοχής, θα μεταμορφωθεί σε ερωτική ουτοπία της καινούργιας ιστορικής πραγματικότητας και του καινούργιου κόσμου.
Η αρνητική υποδοχή και εικόνα του μύθου σίγουρα δεν τελειώνει με τη μεταστροφή του Σικελιανού και με τον Εμπειρίκο. Η «Πασιφάη» και το «Δεν είναι ο Οιδίποδας» του Μίλτου Σαχτούρη, από τις Παραλογαίς (1948), δείχνουν την αμαρτωλή βασίλισσα να συμβαδίζει με την αγριότητα και την απόγνωση της πολεμικής και της μεταπολεμικής εμπειρίας, με μάτια ανοιχτά σαν τάφους και πληγές που ουρλιάζουν, τσακισμένη από τη μούχλα και την υγρασία. Με την τραγωδία Κούρος (1955), ο Νίκος Καζαντζάκης, κάπως μακριά πια από το καυτό ρεύμα της Ιστορίας, θα φιλοτεχνήσει μια αντιθετική ή διφυή Πασιφάη: το αίμα της εξακολουθεί, από τη μια πλευρά, να μοιάζει μολυσμένο (ο Θησέας αρνείται να το μοιραστεί), ενώ η ίδια ενσαρκώνει, από την άλλη μεριά, τη λαχτάρα για μια υπερβατική χαρά ή για μια λυτρωτική μουσική. Στο «Ο νέος χορός» του Γιάννη Ρίτσου, από την τριπλή ποιητική συλλογή Πέτρες Επαναλήψεις Κιγκλίδωμα (1972), η Πασιφάη εκπροσωπεί εκ νέου ένα αρνητικό πλέγμα, το πάθος, το συμφέρον και τον κίνδυνο, και, το χειρότερο, αποκτά πολλαπλά αντίγραφα, όλα εξίσου χλωμά και ισχνά.
Η κυριαρχία του γυναικείου σώματος
Περνώντας στην ποίηση της μεταπολιτευτικής περιόδου, η Μικέ δείχνει πως έχει έρθει ο καιρός για την αποκάλυψη μιας ριζικής μεταμόρφωσης της Πασιφάης. Στα ποιήματα «Λαβύρινθος», «Από παλιά τοιχογραφία», «Πιστή σύζυγος» και «Χωρίς εικόνα» της Άντειας Φραντζή, από τη Μεταποίηση υλικών (1982), η Πασιφάη αναλαμβάνει τον ρόλο του θύτη αλλά και του θύματος σε μια ποιητική του πένθους που εστιάζεται στο γυναικείο σώμα. Στη «Μητρότητα» της Αθηνάς Παπαδάκη, από το Γη και πάλι (1986), η Πασιφάη και το γυναικείο σώμα τείνουν να προσλάβουν συμπαντικές διαστάσεις, αναγόμενες σε ρυθμιστική αρχή των όντων.
Ακολουθώντας αυτή τη δαιδαλώδη πορεία μεταμορφώσεων της υποδοχής του μύθου της Πασιφάης από τη νεοελληνική ποίηση, αυτόν τον λαβύρινθο στον οποίο χρειάζεται να περιπλανηθούμε προκειμένου να καταλήξουμε σε ένα κρίσιμο απόσταγμα, η Μικέ αποδεικνύει πως κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης της υποδοχής, τα χαρακτηριστικά της υπαγορεύονται από τους ιστορικούς όρους υπό τους οποίους ζουν οι ποιητές: από τον αγώνα για την ανεξαρτησία της Κρήτης, από την ατμόσφαιρα προετοιμασίας του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, από τις συνθήκες της ναζιστικής Κατοχής, από το κλίμα της μεταπολεμικής ασφυξίας και από τη γενικότερη αίσθηση του βάρους της Ιστορίας στο καθημερινό τους περιβάλλον. Απαλλαγμένη η μεταπολιτευτική ποίηση από τις ιστορικές έγνοιες των προδικτατορικών και των προπολεμικών χρόνων, έχει την ευκαιρία να προσανατολίσει την Πασιφάη στα ζητήματα του φύλου και του γυναικείου σώματος. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η Μικέ δουλεύει ψιλοβελονιά με το υλικό της, αποσπώντας από τα κειμενικά του τεκμήρια και όσα ερμηνευτικά σχήματα κρίνει αναγκαία προκειμένου να κατανοήσουμε τη λογική της άρθρωσης και της συγκρότησής του. Σχήματα τα οποία δεν έχουν προκύψει άνωθεν και με προγραμματικό τρόπο, αλλά από τα βάθη της καρδιάς του.