uz Atay «Αποσυνάγωγοι», μετάφραση: Νίκη Σταυρίδη, εκδόσεις Gutenberg, 2022

 

Ο Ογούζ Ατάι (1934-1977) ήταν μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Οι «Αποσυνάγωγοι» ─αυτοί που δεν μπορούν να κρατηθούν (από κάπου) στα τουρκικά─ θεωρούνται το αριστούργημά του, αλλά και ένα από τα σπουδαιότερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και τα πιο αχάριστα στο θέμα της μετάφρασης. Πολιτικός μηχανικός ο ίδιος, χτίζει ένα μεταμοντέρνο αρχιτεκτόνημα που προσπερνά τον ίδιον τον όρο και γίνεται κάτι εξαιρετικά ιδιότυπο και προσωπικό.

Δανειζόμενος δυτικές και οθωμανικές τεχνικές, αλλά συμπλέκοντας και τα είδη και τα γλωσσικά επίπεδα, δημιουργεί ένα συμπαγές, εκρηκτικό και περιδινούμενο οικοδόμημα, όπου η κάθε λεπτομέρεια είναι στη θέση της, τίποτα δεν φαντάζει περιττό, ενώ τα πάντα κινούνται ακριβώς γύρω από την έννοια του περιττού και της ματαιότητας.

 

Γνώστης του άλλου χώρου που κατεξοχήν χρήζει στησίματος, του θεάτρου, χρησιμοποιεί ταχυδακτυλουργικά την Ιστορία, τις πάσης φύσεως γνώσεις, τις λογοτεχνικές αναφορές, είτε ως πληροφορίες, είτε εντάσσοντάς τις σαν άλλα σώματα μέσα στο κείμενο. Έτσι, μετά τις ωδές του Σελίμ, ακολουθεί πολυσέλιδος σχολιασμός και στη συνέχεια ένα κεφάλαιο κατήχησης («Εν αρχή ην η κοινωνία»), το ίδιο το μυθιστόρημα είναι εγκιβωτισμένο το κείμενο αρχίζει με σημείωμα του δημοσιογράφου που το βρίσκει στο γραφείο του και συνεχίζει με σημείωμα του εκδότη─, διαβάζουμε λήμματα από την Εγκυκλοπαίδεια των παράξενων όντων, όπου δίνεται και ο ορισμός του αποσυνάγωγου: «disconnectus erectus: ζώο αδέξιο και δειλό. Η διάπλαση ορισμένων τύπων αυτού του είδους μπορεί να φτάσει μέχρι και το ύψος του ανθρώπου. Εκ πρώτης όψεως, εξωτερικά, μοιάζει με τον άνθρωπο. Μόνο τα πέλματα και ειδικά τα νύχια του είναι πολύ αδύναμα. Σε απότομο έδαφος, στην ανηφόρα, δεν μπορεί καθόλου να κρατηθεί. Στην κατηφόρα κατεβαίνει γλιστρώντας. […] Τα αρσενικά του είδους, όταν αφήνονται μόνα βγάζουν σπαρακτικές κραυγές».

Για ποια ακριβώς μοναξιά όμως μιλάμε εδώ; Το μυθιστόρημα βρίθει από alter ego, με την έννοια ότι η λέξη «αποσυνάγωγοι» φτιάχνει μια ολόκληρη κατηγορία ανθρώπων, οι οποίοι δεν αποτελούν αμελητέο αριθμό στην κοινωνία. Είναι η βίβλος των φτωχών, των αγωνιστών, εκείνων που δεν ήθελαν να σκύψουν το κεφάλι αλλά η ζωή και ο κρατικός μηχανισμός τους συνέτριψαν (χαρακτηριστικό το δαιδαλώδες και κωμικοτραγικό κεφάλαιο της γραφειοκρατίας), είναι η βίβλος των ονειροπόλων: «Ίσως η ζωή που νομίζει ότι ζει να μην είναι παρά μόνο ένα όνειρο και όταν ξυπνήσει θα δει κι αυτός πώς είναι τα πράγματα στ’ αλήθεια∙ ή μπορεί να είναι όλοι οι άλλοι κοιμισμένοι και μόνον όσα εκείνος ζει να είναι αληθινά. Όταν κάποια μέρα θα κοιμηθεί και ο συγγραφέας, όπως οι άλλοι, τότε θα δει τα όνειρα που όλοι νομίζουν πως είναι αλήθεια. Μπορεί χθες να ονειρευόταν, μπορεί σήμερα να ονειρεύεται, μπορεί αύριο να ονειρευτεί. Μπορεί χθες να ζούσε, μπορεί σήμερα να ζει, μπορεί να ζει για πάντα».

 

Πολυσύνθετες προσωπικότητες, μισητές στην κοινωνία

 

Από πλευράς πλοκής, η εκκίνηση γίνεται με την αυτοκτονία του Σελίμ, στενού φίλου και συνοδοιπόρου του Τουργκούτ. Η αυτοκτονία αυτή πυροδοτεί στον τελευταίο μια υπαρξιακή κρίση. Αστός, παντρεμένος με παιδιά (λόγοι που απομάκρυναν τους δύο φίλους), ο Τουργκούτ ξεκινά αρχικά μια αναζήτηση της αιτίας του θανάτου του φίλου του για να καταλήξει σε μια προσωπική καταβύθιση στον καθρέφτη της δικής του ψυχής και να ακολουθήσει, εξαφανιζόμενος, μια παράλληλη πορεία με τον Σελίμ. Η ιστορία «Αναζητώντας τον χαμένο φίλο» μετατρέπεται σε «Ψάχνοντας για τον χαμένο εαυτό». Σε αυτό το ταξίδι συναντά πρόσωπα-φίλους του Σελίμ, καθώς και την αγαπημένη του, πρόσωπα που εμφανίζονται και παρουσιάζουν πολλαπλές άγνωστες στον Τουργκούτ πτυχές του χαρακτήρα του φίλου του. Από μπορντέλα σε γραφεία κι από υπηρεσίες σε σπίτια, ένας καλειδοσκοπικός και κρυπτογραφικός, ως προς τα ίχνη του, χαρακτήρας αναδύεται, ο οποίος λάμπει, όπως το όνομά του (Σελίμ=τέλειος, έντιμος, Ισίκ=φως) σε κάθε έκφανσή του, είτε στις στιγμές της παραίτησής του, είτε στα λογύδρια της μεγαλομανίας του, είτε στα ρομαντικά ξεσπάσματά του.

Οι πολυσύνθετες προσωπικότητες είναι μισητές στην κοινωνία, μια κοινωνία που επιθυμεί να αλλάξει βίαια, να εκμοντερνιστεί, να δυτικοποιηθεί, απεμπολώντας κάθε τι που της θυμίζει τις ρίζες της, μεταξύ των οποίων και λέξεις οθωμανικές, περσικές, ή αραβικές, τις οποίες όμως ο Ατάι τις καρφώνει στέρεα στο κείμενο, εισάγοντάς τις από το παράθυρο.

Η κοινωνία συνθλίβει τους φωτεινούς κι έτσι ο Σελίμ δεν έχει πια από πού να κρατηθεί: «Σε ανθρώπους σαν τον Σελίμ έτσι φέρονται», λέει ο Σουλεϊμάν, ο σχολιαστής των ωδών του. «Δεν ορμούν πάνω τους στα ξαφνικά. Τους αφήνουν πρώτα να σκεφτούν ό,τι θέλουν για τα πάντα. Τους επιτρέπουν να αντιληφθούν, να ζήσουν, να νιώσουν τον κόσμο όπως θέλουν. Μάλιστα τους χειροκροτούν κιόλας, τους επαινούν. Μέχρι να τους φέρουν στο νυν και αεί ώστε να μην υπάρχει γι’ αυτούς γυρισμός».

 

Σαν αρχιτέκτονας του μέλλοντος

 

Αν το βιβλίο είναι ένας ύμνος στους αποσυνάγωγους, σ’ αυτούς που με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, βρέθηκαν εκτός, στο περιθώριο της ίδιας της ζωής, κι αν είναι ένας λεπτομερής χάρτης της Τουρκίας της δεκαετίας του εξήντα, ο οποίος όμως με σαφή τρόπο διαθέτει έντονη οικουμενικότητα, ταυτόχρονα ─και εδώ είναι το μεγαλείο του─ είναι και ένα καλειδοσκοπικό παλίμψηστο του άναρχου τρόπου λειτουργίας της ανθρώπινης σκέψης. Σαν άλλος αρχαιολόγος και ταυτόχρονα σαν αρχιτέκτονας του μέλλοντος, ο Ατάι αφαιρεί τα πετραδάκια και τα χώματα και συνθέτει ένα μυθιστόρημα αποτελούμενο από πολύτιμους λίθους, αλήθεια και ζωική πνοή.

Το βιβλίο εκδόθηκε στην Τουρκία το 1970 και, μέχρι σήμερα, έχει κάνει εκατό εκδόσεις. Στη Δύση η τύχη του υπήρξε περιπετειώδης. Η πρώτη έκδοση ήταν ολλανδική και ακολούθησαν μια γερμανική και, πρόσφατα, μια ισπανική. Ο συγγραφέας επιθυμούσε να το δει τυπωμένο στη Βρετανία αλλά κανένας εκδότης δεν δέχτηκε το χειρόγραφο. Τώρα κυκλοφορεί σε μια ιδιωτική έκδοση, τυπωμένη από τη φίλη του και μεταφράστριά του στα αγγλικά, Σεϊντί, στον εκδοτικό (ειδικά επινοημένο γι’ αυτόν τον σκοπό) Olric, όνομα σημαντικού προσώπου από το μυθιστόρημα.

Η δουλειά της Νίκης Σταυρίδη είναι προσεγμένη και συνεπής, δυστυχώς όμως η μεταφράστρια είχε να αντιμετωπίσει έναν συγγραφέα ογκόλιθο, με αποτέλεσμα να μην έχει κατορθώσει να μεταφέρει στα ελληνικά τα πολλαπλά ─και αναγκαία─ γλωσσικά επίπεδα του πρωτοτύπου, τα οποία συμβάλλουν τα μέγιστα στη δημιουργία του παλίμψηστου. Επιπλέον, η μετάφραση του σατιρικού «ποιήματος-μανιφέστου» του Σελίμ, από τον Δημήτρη Μαύρο, ποίημα εξακοσίων στίχων, που αποτελεί ύμνο στους αποσυνάγωγους και κλειδί του μυθιστορήματος, είναι κατά σημεία άτεχνη και δεν περνά το αυτοσαρκαστικό-σπαρακτικό στοιχείο.

 

Σοφία Διονυσοπούλου Περισσότερα Άρθρα
Πρόσφατα άρθρα ( Βιβλίο )
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet