Γιώργος Γιουκάκης «Ονείρου στράτα. Οδός Πιερ-Λεοστίκ Πετράκη», εκδόσεις Ταξιδευτής, 2022

 

«Συντρόφοι εμπρός/Φωνάζω αλληλούια». Έτσι τελειώνει το ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου «28 Οκτωβρίου 1940» που γράφτηκε το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940. Και νομίζω πως ακριβώς αυτό το «αλληλούια» και η πράξη που φέρνει την ελευθερία είναι το έργο του Γιώργου Γιουκάκη «Ονείρου Στράτα». Ένα έργο που μιλάει για τα δύσκολα και αιματοβαμμένα βήματα με τα οποία πληρώνεται η αδιάκοπη πορεία του ανθρώπου προς την ελεύθερη γνώση, την ελεύθερη ζωή και προς τη μεταφορά του διαρκούς ποιητικού αιτήματος της δημιουργίας, από τη σφαίρα του ονείρου στην απτή πραγματικότητα. Μια πορεία που ποτέ δεν σταμάτησε και ποτέ δεν πρόκειται να σταματήσει. Γιατί όπως λέει ο Νίκος Γκάτσος, όπως μελοποίησε ο Μίκης και όπως δεν θα πάψουμε ποτέ να τραγουδάμε, «είν’ η ζωή με τ’ όνειρο πλεγμένη».

 

Αυτό το εκθαμβωτικό και τρομερό μαζί τραγούδι της ζωής τραγουδάει με το έργο του ο Γιώργος Γιουκάκης, με όλη τη μαεστρία που αναβλύζει από την κρητική παράδοση, και με όλη τη σιωπή που αρμόζει στη θυσία, αφηγούμενος τον χαμό του 18χρονου Γάλλου Πιερ Λεοστίκ και το μεγαλειώδες άγνωστο περιστατικό της ανατίναξης του αεροδρομίου του Ηρακλείου στην, υπό ναζιστική κατοχή, Κρήτη.

Πέρα λοιπόν από όλα τα άλλα, οφείλουμε χάρες στον δημιουργό για την κοινοποίηση, την ένταξη στην κοινή συνείδηση μιας πράξης που φτάνει μέχρι το απώτατο όριο του θανάτου. Και μαζί μιας πράξης αποκαλυπτικής για το πόσο σύνθετο και πολύπλοκο είναι το Πρωταγόρειο αξίωμα, «πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος». Από την απόφαση μέχρι την πραγμάτωση του σαμποτάζ στο αεροδρόμιο Ηρακλείου και ύστερα μέχρι τον θάνατο, αλλά και μέσα από την προδοσία και την εκδικητική αποθηρίωση με την εκτέλεση 62 αθώων, καθ’ υπόδειξη χτεσινών κουκουλοφόρων καταδοτών και σημερινών εθνοσωτήρων και εθνοπατέρων, ο Γιώργος Γιουκάκης μας λέει ότι ναι: «τίποτε το ανθρώπινο δεν είναι ξένο».

Ούτε ο ονειρικός άνθρωπος, αλλά ούτε και ο αποθηριωμένος. Ούτε ο πρόθυμος για τις ευθύνες του ονείρου, 18χρονος Πιερ Λεοστίκ, ούτε ο πρόθυμος για προδοσία υποτακτικός. Όλα είναι εδώ. Σε μια διαρκή ροή στο ίδιο αείροο ποτάμι του καιρού που κυλάει διαρκώς ορμητικά για να χυθεί στην απέραντη, άγνωστη και άπειρη θάλασσα του χρόνου. Και φυσικά, είναι γνωστό, πως «όποιος ταξιδεύει στο ποτάμι, πάει με το ποτάμι».

 

Αυτό το «κάτι ακόμα»

 

Όλο αυτό που καταθέτει, όμως, δεν θα μπορούσε να πραγματωθεί αν δεν τηρούσε απαρέγκλιτα τον ρυθμό, τους όρους και τα όρια της ποιητικής (όπως αυτά υπάρχουν μέσα στην ιδιοσυστασία του κρητικού αναγεννησιακού έπους), χωρίς περαιτέρω «επιχειρήματα» υπερβολής, οδύνης, μεγαλοστομίας και άλλων αισθητικών δεινών, αφού έτσι κι αλλιώς, το ίδιο το ποίημα είναι το επιχείρημα. Και ταυτόχρονα βέβαια η απάντηση σε μια ερώτηση που δεν θα μπορούσε να απαντηθεί παρά μονάχα με το ποίημα.

«Δακρύειν όσον Θέμις», λέει ένα επιτύμβιο επίγραμμα και ο Γιώργος Γιουκάκης, σ’ αυτό το πρώτο του λογοτεχνικό εγχείρημα, το τηρεί μέχρι κεραίας. Και είναι πολύτιμη η κατάθεσή του, όχι μόνο επειδή κοινοποιεί ένα μεγαλειώδες ιστορικό γεγονός, αλλά επειδή το κοινοποιεί, ακριβώς, ως έργο τέχνης. Χωρίς την προπαγανδιστική μεγαλοστομία της αφήγησης, χωρίς σπασμωδικές κινήσεις υποδεικτικών νευμάτων, χωρίς περιττούς διδακτισμούς που συσκοτίζουν δίχως καθόλου να διαφωτίζουν εκείνο που η ζωή και η τέχνη υποβάλλουν. Και προπαντός χωρίς την αγωνία να προκαταλάβει τον αναγνώστη ή τον θεατή για το γεγονός που θα ακολουθήσει και χωρίς την έπαρση του χρησμοδότη που εξηγεί τι ο μύθος του συμβάντος δηλοί.

Άλλωστε όπως μας λέει και ο Γιάννης Ρίτσος σ’ ένα ποίημα που μιλάει για την πρώτη μάντισσα του Δελφικού μαντείου Φημονόη, όταν της έδειξαν γραπτή την ερμηνεία των λόγων της εκείνη απόρησε και ρώτησε ποιος τα είπε. Κι όταν της είπαν «εσύ», εκείνη απάντησε, «ναι μα εγώ εννοούσα κάτι ακόμα». Και ο Γιάννης Ρίτσος καταλήγει στο ποίημα: «Αυτό το “κάτι ακόμα” πενήντα τόσα χρόνια (ή κ’ αιώνες) δεν το ανακαλύψανε οι εξηγητές μας, κ’ ίσως για τούτο οι ποιητές συνεχίζουν ακόμη να γράφουν, με την κρυφή ελπίδα πως ούτε η Φημονόη δεν ξέρει αυτό το “κάτι”».

 

Ένα ποίημα που χειρονομεί, που παρίσταται στα γεγονότα

 

Αυτό ο Γιώργος Γιουκάκης το γνωρίζει καλά, έχοντας εγγεγραμμένο στον πυρήνα του ποιητικού του κυττάρου, τον απέριττο λυρισμό και τη μακραίωνη ρυθμική της μαντινάδας, στην οποία συσσωματώνει στοιχεία της αρχαίας τραγωδίας. Γι’ αυτό και το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικά γοητευτικό, άρα πετυχαίνει τον στόχο του που είναι η συγκίνηση, αφού η συγκίνηση είναι το γνωστικό εργαλείο της τέχνης. Κι έτσι όταν διαβάζεις την Ονείρου στράτα, διαβάζεις ένα ποίημα που είναι γραμμένο σαν θεατρικό έργο, ενώ είμαι βέβαιος πως αν το δεις να παρασταίνεται επάνω στη σκηνή, θα δεις ένα ποίημα να παρασταίνεται. Δηλαδή ένα ποίημα που χειρονομεί, που παρίσταται στα γεγονότα. Ως τραγικός αποδέκτης όσων συνέβησαν και ως ένθεος δημιουργός, ως «απαρηγόρητος παρηγορητής» όσων πρόκειται να συμβούν. Σαν δημιουργός που κάποτε, όσο αίμα κι αν τρέξει, ακόμα και το δικό του, στο τέλος αποτιμώντας τις πράξεις του θα ψιθυρίσει όπως ψιθυρίζουν εκείνοι «που έχουν κάνει το καθήκον τους»: «και οίδεν ότι καλό».

Αυτό μας λέει και ο Γιώργος Γιουκάκης αφήνοντας τον ήρωα του να κυκλοφορεί στη σκιά, από το μοιρολόι της μάνας μέχρι τις αφηγήσεις των συντρόφων του, αποτολμώντας να θέσει το δάχτυλο στην πληγή, προκειμένου να αφηγηθεί τον ήχο των βημάτων του μικρού Πιερ Λεοστίκ. Γιατί γνωρίζει καλά πως ο Πιερ Λεοστίκ περπατώντας την ονείρου στράτα μέχρι τον θάνατο και δοξάζοντας τη γαλλική Αντίσταση στα κρητικά βουνά, εννοούσε κι αυτός «κάτι» ακόμα. Κι εμείς ακολουθούμε τα βήματα όλων των μικρών και μεγάλων Πιερ Λεοστίκ με την κρυφή υποψία, την αείζωη υποψία, πως ούτε εκείνοι ήξεραν αυτό το «κάτι».

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet