Όταν οι μαζικές κοινωνικές διαμαρτυρίες, γνωστές ως Estallido Social, κατέκλυσαν τη Χιλή τον Οκτώβριο του 2019, τα πολιτικά κόμματα ζήτησαν τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για ένα νέο σύνταγμα. Αλλά, τον Σεπτέμβριο του 2022, σχεδόν τα δύο τρίτα των ψηφοφόρων απέρριψαν την πρόταση.
Έχουν γραφτεί και μεταφραστεί στα ελληνικά πολλά άρθρα για την συντριπτική καταψήφιση, στις 4 Σεπτεμβρίου 2022, του νέου συντάγματος της Χιλής το οποίο θα αντικαθιστούσε το σύνταγμα του Πινοσέτ, στα οποία οι συντάκτες τους έδιναν τη δική τους ερμηνεία για το οδυνηρό αποτέλεσμα. Μεταξύ αυτών, περιλαμβάνονται δύο άρθρα που δημοσιεύτηκαν στην Εποχή και την ιστοσελίδα της (στις 11/9) και τρία που εμφανίστηκαν στην ιστοσελίδα «το κόκκινο και το μαύρο» (στις 6/9, 7/9 και 21/9). Αξίζει να τα διαβάσετε, αν δεν το έχετε ήδη κάνει. Σήμερα, παρουσιάζουμε ένα ακόμα κείμενο, της ιστορικού Άντζελα Βεργκάρα, με τίτλο “The Sacrifice Zone. Mining communities in the wake of Chile’s constitutional referendum” [Η ζώνη θυσίας. Οι κοινότητες των ανθρακωρύχων στον απόηχο του συνταγματικού δημοψηφίσματος της Χιλής], που δημοσιεύτηκε στις 12 Νοεμβρίου στην ιστοσελίδα του εβδομαδιαίου ενημερωτικού δελτίου Phenomenal World [https://www.phenomenalworld.org/analysis/chile-referendum-mining/]. Οι αριστεροί άνθρωποι οφείλουν να κατανοούν τη δύσκολη ζωή όσων ανήκουν στην παραδοσιακή εργατική τάξη. Διαφορετικά, στο μέλλον τούς περιμένουν πολλές ακόμα δυσάρεστες εκπλήξεις.
Χ.Γο.
Στις εξορυκτικές κοινότητες, οι εργάτες ψήφισαν κατά του νέου συντάγματος. Ενώ η εργασιακή και περιβαλλοντική πολιτική προστασίας που υπήρχε στο νέο σύνταγμα θα μπορούσε να τους ωφελήσει, ήταν επιφυλακτικοί.
Τον Σεπτέμβριο του 2022, το 62% των ψηφοφόρων της Χιλής απέρριψε το προτεινόμενο νέο σύνταγμα της χώρας1. Η ήττα εξέπληξε πολλούς –τα αιτήματα για την αναθεώρηση του υπάρχοντος συνταγματικού χάρτη ήταν ισχυρά και φαίνονταν να είναι ομόφωνα. Όμως, στους υποστηρικτές των εξορυκτικών βιομηχανιών της Χιλής το αποτέλεσμα προκάλεσε μικρότερη έκπληξη. Στην πραγματικότητα, αντανακλούσε τις βαθιές και μακροχρόνιες εντάσεις που υπάρχουν στον πυρήνα της μετάβασης της χώρας στην πράσινη ενέργεια.
Στο επίκεντρο αυτών των εντάσεων βρίσκεται η εξορυκτική βιομηχανία. Η Χιλή είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός χαλκού στον κόσμο και η εγχώρια εξορυκτική βιομηχανία στο σύνολό της απασχολούσε 289.284 άτομα, μεταξύ Ιουλίου και Σεπτεμβρίου 2022. Παρόλο που οι εργαζόμενοι στα ορυχεία αντιστοιχούν μόνο στο 3,2% του εθνικού εργατικού δυναμικού, οι θέσεις εργασίας παρουσιάζουν έναν υψηλό βαθμό συγκέντρωσης σε λίγες περιοχές2. Αν και τοξική, μολυσματική και εκμεταλλευτική, η εξορυκτική βιομηχανία έχει ωστόσο προσφέρει απασχόληση και ανάπτυξη στις γειτονικές κοινότητες3.
Οι ανθρακωρύχοι της Χιλής γνωρίζουν ότι οι μη ανανεώσιμοι πόροι δεν είναι βιώσιμοι μακροπρόθεσμα, αλλά φοβούνται επίσης ότι με το κλείσιμο των εργοστασίων και την μετατροπή της βιομηχανίας θα βρεθούν σε χειρότερη θέση. Ενώ το σχέδιο του συντάγματος αντιμετώπιζε θετικά ένα εντυπωσιακό σύνολο εργασιακών και περιβαλλοντικών δικαιωμάτων, δεν αναφερόταν σε ένα ασφαλές οικονομικό μέλλον. Μεταξύ άλλων διδαγμάτων, η απόρριψη του συντάγματος αποκαλύπτει τις πολυπλοκότητες της μετάβασης από μια νεοφιλελεύθερη οικονομία που είχε ως αποτέλεσμα πολλοί άνθρωποι να κατέχουν θέσεις εργασίας, οι οποίες, ενώ είναι επικίνδυνες και περιβαλλοντικά επιβλαβείς, προσφέρουν οικονομική σταθερότητα για τους κατά τα άλλα ξεχασμένους εργάτες. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητό χωρίς να ανατρέξουμε στην ιστορία της εξορυκτικής βιομηχανίας, η οποία χαρακτηρίζεται από βία, απαλλοτρίωση και απώλειες θέσεων εργασίας.
Ο διάλογος για το σύνταγμα
Ο σημερινός συνταγματικός χάρτης της Χιλής συντάχθηκε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας Πινοσέτ (1973-1990) και εγκρίθηκε, το 1980, με νόθο δημοψήφισμα. Είναι γνωστός για τα εμπόδια που έθετε στις μεταρρυθμίσεις και για το νεοφιλελεύθερο πλαίσιό του, ιδίως όσον αφορά τα κοινωνικά δικαιώματα. Μειώνοντας τον ρόλο του κράτους στην οικονομία και την κοινωνία, το σύνταγμα ενθάρρυνε την ιδιωτικοποίηση των ταμείων κοινωνικής ασφάλισης, της εκπαίδευσης και των υπηρεσιών υγείας. Πολλοί θεωρούν επίσης ότι το σύνταγμα είναι παράνομο- κληρονομιά μιας κυβέρνησης που είναι περισσότερο γνωστή για τη μαζική παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Πράγματι, το ισχύον σύνταγμα φέρει την υπογραφή ενός καθεστώτος που, σύμφωνα με επίσημες εκθέσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, σκότωσε ή εξαφάνισε για πολιτικούς λόγους σχεδόν 3.000 ανθρώπους και φυλάκισε περίπου 38.000.
Αν και μια μεταρρύθμιση του συντάγματος, το 2005, εξάλειψε ορισμένα από τα πιο αυταρχικά άρθρα του, όπως ο διορισμός ισόβιων γερουσιαστών που επέτρεπε στον στρατηγό Αουγκούστο Πινοσέτ και σε άλλα μέλη της στρατιωτικής χούντας να έχουν πάντα μια θέση στο Κογκρέσο, οι αντιπαραθέσεις για το κείμενο του συντάγματος συνεχίστηκαν.
Όταν οι μαζικές κοινωνικές διαμαρτυρίες, γνωστές ως Estallido Social, κατέκλυσαν τη Χιλή τον Οκτώβριο του 2019, τα πολιτικά κόμματα ζήτησαν τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για ένα νέο σύνταγμα. Η αντιμετώπιση της παρανομίας του πρωταρχικού νομικού πλαισίου της χώρας άνοιγε ένα δρόμο που θα μπορούσε να δώσει απάντηση στα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά αιτήματα των μεγαλύτερων διαδηλώσεων από τότε που επέστρεψε η δημοκρατία στη χώρα.
Τον Οκτώβριο του 2020, πάνω από το 78% των ψηφοφόρων υποστήριξαν την αναθεώρηση του συντάγματος και την εκλογή συνταγματικής συνέλευσης. Η συνέλευση που εκλέχτηκε τον Μάιο του 2021 περιλάμβανε ίσο αριθμό ανδρών και γυναικών, εκπροσώπους των αυτόχθονων κοινοτήτων και μεγάλο αριθμό πολιτικά ανεξάρτητων μελών. Έπειτα από ένα χρόνο διαβουλεύσεων, το τελικό σχέδιο της συνέλευσης παρουσιάστηκε στο κοινό στις 4 Ιουλίου 2022.
Το νέο σύνταγμα πρόβλεπε ολοκληρωμένα κοινωνικά, εργασιακά, περιβαλλοντικά και ανθρώπινα δικαιώματα, αποκέντρωνε την εξουσία και καθιέρωνε την ισότητα των φύλων - ικανοποιώντας πολλά από τα αιτήματα που οι Χιλιανοί είχαν εκφράσει εδώ και χρόνια. Οι υποσχέσεις του για τα εργασιακά δικαιώματα περιλάμβαναν το δικαίωμα στην αξιοπρεπή εργασία, στον δίκαιο μισθό, στη συνδικαλιστική οργάνωση, στην απεργία και στις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Υποσχέθηκε ένα ολοκληρωμένο δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης που θα μπορούσε να καλύψει και όσους/ες εκτελούσαν οικιακές εργασίες και εργασίες φροντίδας. Από περιβαλλοντική άποψη, χαιρετίστηκε ως ένα «οικολογικό σύνταγμα» που «λέει ότι η φύση έχει τα δικά της δικαιώματα, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να προστατευθεί νομοθετικά».
Αλλά, τον Σεπτέμβριο του 2022, σχεδόν τα δύο τρίτα των ψηφοφόρων απέρριψαν την πρόταση. Υπήρχαν κάποιες ενδείξεις αντιδράσεων καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας: ορισμένες αντιπαραθέσεις είχαν αμαυρώσει το έργο της συνέλευσης, η επιστροφή της υποχρεωτικής ψηφοφορίας έφερε πέντε εκατομμύρια νέους ανθρώπους στις κάλπες (αυτοί που ψήφισαν αυξήθηκαν κατά 40%), ενώ υπήρξε η κατηγορία ότι το νέο σύνταγμα είχε φιλόδοξους και μη ρεαλιστικούς στόχους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το αποτέλεσμα ήταν επίσης μια ψήφος διαμαρτυρίας κατά του προέδρου Μπόριτς, ο οποίος ανέλαβε την εξουσία τον Μάρτιο του 2022, και υπέρ της λήψης συγκεκριμένων μέτρων για την αντιμετώπιση της οικονομικής ύφεσης και του υψηλού πληθωρισμού. Από την άποψη των εργατών της χώρας, ένας κρίσιμος παράγοντας ήταν ότι, παρά το εντυπωσιακό σύνολο των δικαιωμάτων που παρείχε, το σύνταγμα δεν πρόσφερε συγκεκριμένες λύσεις για την ικανοποίηση των καθημερινών αναγκών των ανθρώπων. Η συντριπτική αντίθεση των εργατών στις εξορυκτικές βιομηχανίες της Χιλής εκφράζει ίσως πιο ξεκάθαρα αυτές τις αντιφάσεις. Στην Καλάμα, την πρωτεύουσα των ορυχείων της χώρας, το 70,64% των κατοίκων απέρριψε το σχέδιο συντάγματος- παρά το γεγονός ότι ζουν σε μια περιοχή όπου η ρύπανση είχε μακροχρόνιες επιπτώσεις στην υγεία των ανθρώπων. Οι εργάτες σ’ αυτή την περιοχή αναγνώρισαν ότι στο νέο σύνταγμα θεμελιώνονταν κάποια καλές αρχές, αλλά είδαν να προτείνονται λίγες απτές αλλαγές. Αν και το σχέδιο συντάγματος έδινε τη δυνατότητα να θαφτεί η νεοφιλελεύθερη κληρονομιά του Πινοσέτ, είναι επίσης αλήθεια -όπως υποστήριξε ο Χαβιέρ Αουέρο για την περίπτωση της Αργεντινής- ότι οι άνθρωποι είχαν μάθει πώς να ελίσσονται μέσα στο υπάρχον πολιτικοοικονομικό και γραφειοκρατικό σύστημα4. Σε μια εποχή οικονομικής κρίσης, πολλοί επέλεξαν τη σταθερότητα αντί της αόριστης ριζοσπαστικής αλλαγής.
Ένα ιστορικό αποτυχημένων κλεισιμάτων
Όπως τα διυλιστήρια και τα εργοστάσια, έτσι και τα ορυχεία και οι συναφείς εγκαταστάσεις τους κλείνουν αναπόφευκτα λόγω αυξανόμενου κόστους, εξάντλησης των κοιτασμάτων, ατυχημάτων ή περιβαλλοντικών ζητημάτων. Σε όλη την ιστορία της Χιλής, τα αποτυχημένα κλεισίματα και οι αναδιαρθρώσεις των εταιρειών στραγγάλιζαν τις κοινότητες. Κάθε κλείσιμο άφηνε πίσω του ένα μονοπάτι φτώχειας, ανεργίας και τοξικών αποβλήτων. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι κοινότητες αισθάνονται εγκαταλειμμένες από τις ίδιες τις κυβερνήσεις που γέμισαν τις τσέπες τους με τις θυσίες των ανθρακωρύχων και των οικογενειών τους.
Κατά το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, η μακρά κρίση των νιτρικών λιπασμάτων έδιωξε από τις δουλειές τους χιλιάδες εργάτες και τις οικογένειές τους, δημιουργώντας ένα τοπίο με πόλεις-φαντάσματα σε όλη την έρημο Ατακάμα. Όταν τα χημικά λιπάσματα αντικατέστησαν τα νιτρικά, οι εργοδότες μείωσαν την παραγωγή και απέλυσαν το εργατικό δυναμικό. Μη μπορώντας να βρουν εργασία στην περιοχή, οι περισσότεροι εργάτες και οι οικογένειές τους αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν. Αργότερα, η οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1980 έκλεισε μεγάλα εργοστάσια, πολλά από τα οποία δεν άνοιξαν ποτέ ξανά - ή όταν άνοιξαν, οι συνθήκες εργασίας σ’ αυτά ήταν πολύ χειρότερες από πριν. Η Αλεχάντρα Μπρίτο Πένια έχει υποστηρίξει ότι αυτά τα κλεισίματα ήταν ιδιαίτερα τραυματικά γιατί συνέβησαν κατά τη διάρκεια μιας βίαιης στρατιωτικής δικτατορίας. Στη δεκαετία του 1980, γινόταν μετακύλιση του κοινωνικού κόστους των κλεισιμάτων, σχεδόν πάντα στις τοπικές κοινότητες∙ η κυβέρνηση πρόσφερε ελάχιστη ή καθόλου υποστήριξη για την αποφυγή της οικονομικής παρακμής. Οι ντόπιοι θυμούνται τα κλεισίματα ως μια μορφή σκληρής απαλλοτρίωσης, και οι αναμνήσεις αυτές εξακολουθούν να χρωματίζουν τις πολιτικές τους αποφάσεις5.
Οι κοινότητες εξόρυξης άνθρακα πλήρωσαν ιδιαίτερα ακριβά την οικονομική μετάβαση της δεκαετίας του 1990. Η ανακοίνωση από την Empresa Nacional del Carbón (Εθνική Εταιρεία Άνθρακα, ή ENACAR) του τέλους των εξορύξεων στη νότια παράκτια πόλη Λότα, το 1997, δεν προκάλεσε κάποια έκπληξη. Η Λότα ήταν το σύμβολο μιας μακράς ιστορίας εργατικών αγώνων των ανθρακωρύχων. Για πολλές γενιές, οι ανθρακωρύχοι εκεί εξόρυσσαν άνθρακα από τον πυθμένα του ωκεανού, μια επικίνδυνη εργασία που στοίχισε τη ζωή χιλιάδων ανθρώπων. Αλλά από τη δεκαετία του 1960, η χαμηλή παραγωγικότητα, η χαμηλή ποιότητα του μεταλλεύματος και το υψηλό κόστος κατέστησαν την εταιρεία αφερέγγυα. Αυτό επιδεινώθηκε με τη μείωση των επενδύσεων και την έλλειψη εκσυγχρονισμού κατά τη δεκαετία 1970-1980. Με την επιστροφή της δημοκρατίας το 1990, η ENACAR κρίθηκε πολύ ακριβή και αναποτελεσματική για να στηριχθεί οικονομικά η επιβίωσή της.
Για την προετοιμασία του κλεισίματος, η ENACAR σχεδίασε ένα μεταβατικό πρόγραμμα που περιλάμβανε πρόωρη συνταξιοδότηση, κίνητρα για την επαναπρόσληψη ανθρακωρύχων από τοπικές εταιρείες και προγράμματα επανακατάρτισης του εργατικού δυναμικού. Στην πράξη, όμως, οι δεσμεύσεις αυτές δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν καλές και σταθερές θέσεις εργασίας. Η νεοφιλελεύθερη ευημερία της Χιλής βασιζόταν στην επισφαλή απασχόληση και στην ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων, αφήνοντας τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους χωρίς δίχτυ ασφάλειας που να τους προστατεύει από την ανεργία, τα γηρατειά, την ασθένεια ή την αναπηρία. Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, η Λότα είναι μια από τις φτωχότερες κοινότητες της περιοχής. Η ιστορία της αποδεικνύει ότι το κλείσιμο ενός ορυχείου ή ενός βιομηχανικού συγκροτήματος χωρίς σταθερή δέσμευση για τη δημιουργία άλλων θέσεων εργασίας καλής ποιότητας το μόνο που καταφέρνει είναι να παγιδεύει τις κοινότητες σε κύκλους φτώχειας6.
Η ζώνη θυσίας
Η ανάμνηση αυτών των εμπειριών συνδέεται με τις εξελίξεις στην εξορυκτική βιομηχανία της Χιλής, κατά τους μήνες πριν από την ψηφοφορία για το σύνταγμα. Τον Ιούνιο του 2022, η CODELCO, η κρατική μεταλλευτική εταιρεία της Χιλής και ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς χαλκού στον κόσμο, ανακοίνωσε το κλείσιμο ενός χυτηρίου στη Βεντάνας, ενός βιομηχανικού συγκροτήματος που βρίσκεται στη μεγαλύτερη ακτή της Χιλής. Ενώ το κλείσιμο δικαιολογήθηκε για περιβαλλοντικούς λόγους, επικαλούμενο τις υψηλές εκπομπές διοξειδίου του θείου (SO₂) από το εργοστάσιο, οφειλόταν επίσης στο αυξανόμενο και μη βιώσιμο κόστος συντήρησης.
Το βιομηχανικό συγκρότημα Βεντάνας υπάρχει από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν ο πρόεδρος Χόρχε Αλεσάντρι εγκαινίασε ένα χυτήριο χαλκού, ένα διυλιστήριο και ένα θερμοηλεκτρικό εργοστάσιο. Κατασκευασμένα για να υποστηρίζουν τις ανάγκες των μικρών και μεσαίων ορυχείων, θεωρήθηκαν τα πιο σημαντικά επιτεύγματα της χώρας. Το συγκρότημα επεκτάθηκε τις επόμενες δεκαετίες, προσελκύοντας τόσο δημόσια όσο και ιδιωτικά κεφάλαια. Το 2005, λόγω οικονομικών προβλημάτων, η ENAMI πούλησε το χυτήριο και το διυλιστήριο στην CODELCO.
Σήμερα, υπάρχουν δεκαέξι εργοστάσια σε μια έκταση τριών μιλίων γύρω από τον κόλπο, συμπεριλαμβανομένου ενός διυλιστηρίου πετρελαίου και τριών θερμοηλεκτρικών σταθμών. Αλλά, αν και το συγκρότημα συμβόλιζε κάποτε τη βιομηχανική νεωτερικότητα και τον κρατικό καπιταλισμό, σήμερα είναι γνωστό για την περιβαλλοντική υποβάθμιση και τις εργατικές συγκρούσεις.
Αν και τα εργοστάσια ήταν πάντα ρυπογόνα, οι ακτιβιστές άρχισαν να κινητοποιούνται κατά των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων μετά την επιστροφή στη δημοκρατία, στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η προσοχή τους -και, κατά συνέπεια, η αντίστοιχη προσοχή του κοινού- επικεντρώθηκε στις εκπομπές SO₂ του χυτηρίου και των θερμοηλεκτρικών μονάδων που λειτουργούν με καύση άνθρακα, οι οποίες προκάλεσαν υψηλά ποσοστά καρκίνου και άλλων ασθενειών στον τοπικό πληθυσμό. Ακολούθησαν τριάντα χρόνια περιβαλλοντικών νόμων, επιθεωρήσεων, νομικών συγκρούσεων και ψηφισμάτων.
Το 1993, η ENAMI ενέκρινε ένα σχέδιο για τη μείωση των εκπομπών SO₂, τον περιορισμό της ποσότητας αρσενικού και τη δέσμευση για υποβολή μηνιαίων εκθέσεων. Το σχέδιο απέτυχε: το επόμενος έτος οι περιβαλλοντικές αρχές κήρυξαν την περιοχή «κορεσμένη ζώνη», σηματοδοτώντας το γεγονός ότι η ρύπανση είχε υπερβεί όλα τα επιτρεπτά όρια7. Τα προβλήματα αυτά συνεχίστηκαν. Το 2011, οι εκπομπές ρύπων προκάλεσαν ένα σοβαρό περιστατικό δηλητηρίασης σε ένα κοντινό δημοτικό σχολείο, το La Greda. Τα παιδιά στις τάξεις άρχισαν να λιποθυμούν, ενώ ορισμένα αντιμετώπισαν χρόνια προβλήματα υγείας. Η Greenpeace αποκάλεσε το περιστατικό «χιλιανό Τσέρνομπιλ».
Το καταστροφικό επεισόδιο μεταμόρφωσε τη γλώσσα της Χιλής για τις περιβαλλοντικές καταστροφές και τον αντίκτυπό τους στις κοινότητες χαμηλού εισοδήματος. Σύμφωνα με τον Λουίς Εσπινόζα Αλμονασίδ, μετά το σχολείο La Greda, οι περιβαλλοντικοί ακτιβιστές και οι ΜΚΟ άρχισαν να θεωρούν τον κόλπο Κουιντέρος ως «ζώνη θυσίας», ένας όρος που αρχικά επινοήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη δεκαετία του 1970, για να περιγράψει περιοχές «μιας χρήσης», με χαμηλό εισόδημα8. Εν τω μεταξύ, οι εργάτες στο χυτήριο και το διυλιστήριο που πέθαναν από καρκίνο και άλλες επιπλοκές έγιναν γνωστοί ως «πράσινοι άνθρωποι» λόγω της επίδρασης των χημικών ουσιών στο σώμα τους. Από τότε, οι άνθρωποι ζουν απλώς αυτό που οι Μανουέλ Τιρόνι και Ίσραελ Ροντρίγκεζ-Γκιράλτ αποκαλούν «τοξικές ζωές»: «μια χρόνια, σιωπηλή και υφέρπουσα κατάσταση που δεν ξεχωρίζει από την καθημερινότητα της ζωής9».
Μετά την ανακοίνωση των σχεδίων για το κλείσιμο του χυτηρίου, οι εργαζόμενοι της CODELCO πραγματοποίησαν μια άγρια απεργία. Υπερασπίστηκαν τη βιομηχανία και τις θέσεις εργασίας τους, υποστηρίζοντας ότι η CODELCO θα έπρεπε να κάνει επενδύσεις ώστε τα εργοστάσια να γίνουν βιώσιμα. Προσκολλημένοι στον οικονομικό εθνικισμό που επηρέασε την ιστορία του συνδικάτου τους, υποστήριξαν επίσης τον ρόλο της δημόσιας εταιρείας, με το επιχείρημα ότι το κλείσιμο θα μείωνε τον ρόλο του κράτους στον εξορυκτικό τομέα. Η απεργία διήρκεσε σαράντα οκτώ ώρες και παρόλο που δεν κινητοποίησε όλους τους εργαζόμενους της εταιρείας, έστειλε ένα ισχυρό μήνυμα στο έθνος και προκάλεσε φόβους για το οικονομικό κόστος του κλεισίματος της πιο σημαντικής βιομηχανίας της χώρας.
Πέρα από το εργατικό δυναμικό της CODELCO οι Χιλιανοί που στήριξαν την απεργία ήταν λίγοι, ενώ τα μέσα ενημέρωσης γρήγορα την χαρακτήρισαν εγωιστική στάση εργασίας για την προστασία καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας, η οποία δεν λάμβανε υπόψη της την υγεία των μελών της κοινότητας. Στις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις μεταξύ της εταιρείας και των εργατικών συνδικάτων που προηγήθηκαν του δημοψηφίσματος, η κυβέρνηση διαβεβαίωσε τους εργαζόμενους ότι δεν θα τους εγκαταλείψει. Αλλά σε μια χώρα με ιστορικό εργασιακής επισφάλειας, αδύναμης προστασίας της εργασίας και αυξανόμενης άτυπης οικονομίας, οι εργάτες γνωρίζουν ότι πρέπει να είναι επιφυλακτικοί απέναντι σ’ αυτές τις υποσχέσεις.
Οι εξορυκτικές κοινότητες σε σταυροδρόμι
Στις περιοχές Καλάμα, Λότα, και Βεντάνας, όπως και σε άλλες εξορυκτικές κοινότητες, οι εργάτες ψήφισαν κατά του νεόυ συντάγματος. Ενώ η εργασιακή και περιβαλλοντική πολιτική προστασίας που υπήρχε στο νέο σύνταγμα θα μπορούσε να τους ωφελήσει, ήταν επιφυλακτικοί. Στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης επισφάλειας, οι εξορύξεις προσφέρουν καλύτερο, αν και επικίνδυνο, εισόδημα σε σύγκριση με άλλες εργασίες. Όπως γράφει ο Μάρκο Γκανταρίσα για την περίπτωση της Βολιβίας, οι εργάτες βρίσκονται στη δύσκολη θέση είτε να υπερασπιστούν τις θέσεις εργασίας τους, είτε να προστατεύσουν τις κοινότητές τους από περιβαλλοντικές ζημιές10. Στην περίπτωση της Χιλής, οι ανησυχίες αυτές βασίζονται σε μια ιστορία ξαφνικών και τραυματικών κλεισιμάτων επιχειρήσεων, που κατά καιρούς άφησαν πίσω τους κατεστραμμένες κοινότητες.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα είναι επειγόντως αναγκαία για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, και η μετάβαση αυτή θα απαιτήσει το κλείσιμο και την αναδιάρθρωση πολλών βιομηχανιών. Ωστόσο, για να είναι αυτή η μετάβαση πραγματικά δίκαιη και δημοκρατική, θα πρέπει να λάβει υπόψη της τις ιστορικές μνήμες και εμπειρίες των εύκολα ξεχασμένων εργατών, οι οποίοι έχουν επανειλημμένα επιβαρυνθεί από ριζικές οικονομικές αλλαγές. Για τους εργάτες στην εξορυκτική βιομηχανία της Χιλής, η δημιουργία θέσεων εργασίας θα έπρεπε να βρίσκεται στο επίκεντρο της ατζέντας.
Μετάφραση-Επιμέλεια: Χάρης Γολέμης
*Η Άντζελα Βεργκάρα είναι καθηγήτρια ιστορίας στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια (CSU)
Σημειώσεις:
1. Στατιστικές πληροφορίες για την αγορά εργασίας της Χιλής είναι διαθέσιμες στο Instituto Nacional de Estådística (INE) https://stat.ine.cl/Index.aspx.
2. Mauricio Folchi, "La Insustententabilidad Del Boom Minero Chileno: Política y Medio Ambiente, 1983-2003", Ecología Política, αριθ. 26 (2003): 23-49.
3. Javier Auyero, Patients of the State: The Politics of Waiting in Argentina (Ντάραμ: Duke University Press, 2012).
4. Alejandra Brito-Peña, "Memoria Colectiva y Construcción de Territorio: Auge y Despojo de Una Cultura Industrial. Los Casos de La Fábrica Textil Bellavista-Tomé y La Carbonífera Schwager En Coronel (1970-2007)," Izquierdas, αριθ. 42 (October 2018): 1-29, https://doi.org/10.4067/S0718-50492018000500001
5. Juan Carlos Rodríguez Torrent και Patricio Medina Hernández, "Reconversión, Daño y Abandono En La Ciudad de Lota", Atenea (Concepción), αριθ. 504 (2011): 147-76, https://doi.org/10.4067/S0718-04622011000200009.
6. Ministerio Secretaría General de la Presidencia, "Ley 19300: Ley Sobre Bases Generales Del Medio Ambiente," 1 Μαρτίου 1994.
7. Luis Espinoza Almonacid, "Para una lectura a las zonas de sacrificio desde las zonas del no-ser," στο Cuestionamientos al modelo extractivista neoliberal desde el Sur: Capitalismo, territorios y resistencias, by Cristian Alister et al. (Santiago: Ariadna Ediciones, 2022), 133-54.
8. Manuel Tironi and Israel Rodríguez-Giralt, "Healing, Knowing, Enduring: Care and Politics in Damaged Worlds", The Sociological Review 65, αριθ. 2_suppl (Ιούλιος 2017): 89-109, https://doi.org/10.1177/0081176917712874.
9. Marco Gandarillas Gonzáles, "Extractivismo y Derechos Laborales: Dilemas Del Caso Boliviano," στο Empresas Transnacionales En América Latina. Análisis y Propuestas Del Movimiento Social y Sindical, ed. Juan Hernández Zubizarreta et al. (University of the Basque Country- Hegoa- Observatorio de Multinacionales en América Latina, 2013), 218-32.
10. https://www.labor4sustainability.org/post/a-just-transition/