Φωτογραφίες: Νικόλας Κοκοβλής

 

 

 

Εν μέσω σφοδρών αντιδράσεων –τόσο από την αντιπολίτευση όσο και από τους ίδιους τους υγειονομικούς– και μεγάλων ελλείψεων προσωπικού στα νοσοκομεία, με αποτέλεσμα πολύμηνες λίστες αναμονής στα χειρουργεία, ουρές στα επείγοντα και μεταφορές ασθενών μέχρι και από το προσωπικό καθαρισμού, η κυβέρνηση ολοκληρώνει το ξήλωμα του δημόσιου τομέα και των κοινωνικών κεκτημένων, ψηφίζοντας την Παρασκευή τον νόμο-ταφόπλακα για το ΕΣΥ.

Τι και αν το σύνολο των ενώσεων των υγειονομικών έχει εκφράσει όλο αυτό το διάστημα τη διαφωνία του στις διατάξεις του νόμου, προχωρώντας μάλιστα σε δυναμικές κινητοποιήσεις, με συμβολική κατάληψη του υπουργείου Υγείας, 24ωρες παναττικές απεργίες τη Δευτέρα και την Τρίτη και πανελλαδική απεργία και συγκέντρωση διαμαρτυρίας την Πέμπτη; Η κυβέρνηση, ως συνήθως, δεν έλαβε καμία ένσταση υπόψιν της, προκειμένου να χαρίσει και τον τομέα της υγείας στο ιδιωτικό συμφέρον, παρά και το δραματικό μάθημα που θα έπρεπε να είχε πάρει από τα χρόνια της πανδημίας.

Η Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδος (ΟΕΝΓΕ), η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Δημόσιων Νοσοκομείων (ΠΟΕΔΗΝ), η Ένωση Ιατρών Νοσοκομείων Αττικής – Πειραιά (ΕΙΝΑΠ), ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος (ΠΙΣ) και άλλοι υγειονομικοί φορείς είχαν ζητήσει την απόσυρση του νομοσχεδίου κατά την εξέτασή του στις επιτροπές της Βουλής, αλλά ο υπουργός Υγείας, Θάνος Πλεύρης, μίλησε για ισχνές μειοψηφίες, λέγοντας μάλιστα πως «τα νοσοκομεία ανήκουν στον λαό και όχι στους συνδικαλιστές». Στην πραγματικότητα, βέβαια, από δω και πέρα η πρόσβαση στην υγεία θα ανήκει μόνο σε όσους έχουν να διαθέσουν τα ανάλογα χρήματα.

 

Προς εκμετάλλευση η αγωνία και ο πόνος των ασθενών

 

«Το νομοσχέδιο εισήγαγε διάφορες προβληματικές διατάξεις, επικεντρώνουμε, όμως, την κριτική μας κυρίως στα άρθρα 7 και 10, που αλλάζουν τον τρόπο απασχόλησης των ιατρών στο ΕΣΥ, καθώς μέσω αυτών αλλοιώνεται πλήρως ο χαρακτήρας του δημόσιου συστήματος υγείας», τονίζει στην «Εποχή» ο Γιάννης Γαλανόπουλος, μέλος της εκτελεστικής γραμματείας της ΟΕΝΓΕ.

Πρόκειται για την κατάργηση της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης των γιατρών στο ΕΣΥ, πρώτον μέσω της δυνατότητας να απασχολούνται και στον ιδιωτικό τομέα, εφόσον εκπληρώνουν κάποιες υποχρεώσεις στην πρωινή και απογευματινή λειτουργία των δημόσιων νοσοκομείων, και δεύτερον μέσω της δημιουργίας θέσεων μερικής απασχόλησης, όπου οι γιατροί θα εργάζονται τρεις φορές την εβδομάδα στο δημόσιο νοσοκομείο και δύο μέρες θα ασκούν το επάγγελμά τους ιδιωτικά.

Η απασχόληση και στον ιδιωτικό τομέα των νοσοκομειακών ιατρών, πέραν της εξουθένωσής τους προκειμένου να αυξήσουν το εισόδημά τους, θα σημαίνει και τη μετατροπή των ασθενών των δημόσιων νοσοκομείων σε πελατεία για το ιδιωτικό κέρδος.

«Ειδικά οι χειρουργικές ειδικότητες αντιμετωπίζουμε πολλές δυσκολίες στο να επιτελέσουμε τη δουλειά μας για τα τακτικά περιστατικά, τους ασθενείς δηλαδή που μπαίνουν σε λίστα αναμονής και δεν είναι έκτακτα περιστατικά, λόγω των τεράστιων ελλείψεων που υπάρχουν στο προσωπικό των νοσοκομείων, ιδίως σε αναισθησιολόγους, νοσηλευτές και τραυματιοφορείς. Μέχρι τώρα οι γιατροί προσπαθούμε να βρούμε τρόπους να βοηθήσουμε τους ασθενείς και να επισπεύσουμε τις διαδικασίες, βάζοντας πχ χειρουργεία πέραν του ωραρίου μας. Μετά από αυτόν τον νόμο, όμως, όπως καταλαβαίνετε, όσοι γιατροί επιλέξουν να απασχοληθούν και ιδιωτικά, γνωρίζοντας ότι από τους ασθενείς που περιμένουν επί μήνες για να γίνει το χειρουργείο τους, θα μπορούν να βγάλουν 2.000 ευρώ και πάνω, θα τους προτείνουν τη λύση του ιδιωτικού τους ιατρείου. Και, προφανώς, αυτή η κατάσταση θα γίνει η κυρίαρχη, αφού ταυτόχρονα η κυβέρνηση δεν κάνει τίποτα για την ενίσχυση του προσωπικού στα δημόσια νοσοκομεία, ώστε να σταματήσουν οι αναμονές. Το κράτος, λοιπόν, με αυτόν τον νόμο λέει ουσιαστικά στους πολίτες ότι αν έχεις λεφτά μπορείς να χειρουργηθείς, αλλιώς καλή τύχη», περιγράφει ο Γιάννης Γαλανόπουλος.

Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση θεσμοθετεί, δήθεν για την ενίσχυση του δημόσιου τομέα υγείας, τη δυνατότητα μερικής απασχόλησης των ιατρών στα νοσοκομεία, σαν η ανάγκη περίθαλψης των ασθενών να περιορίζεται σε συγκεκριμένες ώρες και μέρες.

«Το υπουργείο αντί να κάνει κανονικές προσλήψεις για τις περιοχές και τα νοσοκομεία που δεν υπάρχουν γιατροί, θεσμοθετεί τη μερική απασχόληση των ιατρών εκεί, ρίχνοντας το τυράκι της παράλληλης ιδιωτικής εργασίας. Τα τμήματα, βέβαια, των κλινικών δεν μπορούν να στελεχώνονται με γιατρούς αλά καρτ, ούτε η παρακολούθηση και η ιατρική φροντίδα μπορεί να γίνεται κατά τα 3/5 μόνο και να περιμένουν οι ασθενείς πότε θα ξανάρθει ο γιατρός στο νοσοκομείο να τους δει. Ιατρική με τέτοιους όρους δεν μπορεί να γίνει», επισημαίνει το μέλος της ΟΕΝΓΕ, συμπληρώνοντας πως: «Για να μην παρεξηγηθώ, δεν υπερασπιζόμαστε τον τρόπο που λειτουργεί σήμερα το σύστημα, καθώς έχει πάρα πολλά προβλήματα και πτυχές ιδιωτικο-οικονομικής λειτουργίας, όπως είναι τα απογευματινά ιατρεία, στα οποία πληρώνουν οι ασθενείς, εδώ και 20 χρόνια από την εποχή του ΠΑΣΟΚ. Το σύστημα έχει μεγάλες ελλείψεις και υποστελέχωση, αλλά σίγουρα αυτά τα προβλήματα δεν μπορούν να λυθούν με αυτό τον νόμο».

 

Μπαλώματα και ιδιωτικοποίηση

 

Η κυβέρνηση, επιθυμώντας να δείξει ότι θεσμοθετεί για την επούλωση των προβλημάτων της δημόσιας υγείας, ορίζει και άλλες διατάξεις, οι οποίες όμως τελικά αποτελούν επικίνδυνα μπαλώματα και ανοίγουν τις πόρτες στον ιδιωτικό τομέα.

Μεταξύ άλλων, ο νόμος εισάγει την προκαταρτική κλινική άσκηση των πτυχιούχων ιατρών σε δημόσιες κλινικές και τμήματα επειγόντων για 6 μήνες (που στη μοριοδότηση, όμως, θα προσμετρούνται για 3), προσβλέποντας να καλύψει τα κενά που υπάρχουν στα νοσοκομεία, χωρίς να προσλάβει ειδικευμένους γιατρούς. Με αυτόν τον τρόπο μετατρέπει σε καθεστώς μια ήδη επικίνδυνη πρακτική που εφαρμόζεται στα νοσοκομεία της περιφέρειας, η λειτουργία τους, δηλαδή, χάρη στις εφημερίες των αγροτικών ιατρών ουσιαστικά, χωρίς ειδικευμένο και ειδικευόμενο προσωπικό, όπως εξηγεί ο Γ. Γαλανόπουλος.

Αντίστοιχα μπαλώματα προσπαθεί να κάνει η κυβέρνηση και για την ανάγκη τμημάτων επείγοντων περιστατικών, κυρίως στην επαρχία, όπου ο νόμος μιλά για σύσταση τέτοιων υπηρεσιών και σε πιο μικρά νοσοκομεία, αφήνοντας βέβαια αναπάντητο το πώς θα στελεχωθούν αυτές.

Για τις τεράστιες ελλείψεις δε στον τομέα των διακομιδών των ασθενών, η κυβέρνηση προκρίνει την παραχώρησή τους στο ιδιωτικό κεφάλαιο. «Ενώ η κυβέρνηση έχει ξεδοντιάσει το ΕΚΑΒ, που το έχει αφήσει χωρίς επαρκές προσωπικό, και ο στόλος των οχημάτων του είναι παμπάλαιος και ανεπαρκής, εισάγει τη δυνατότητα οι δευτερογενείς διακομιδές, δηλαδή η μεταφορά από το νοσοκομείο στο σπίτι, να γίνεται μέσω ΣΔΙΤ των νοσοκομείων με ιδιωτικές εταιρείες ασθενοφόρων, που ούτως ή άλλως κάνουν μεγάλο πάρτι στα δημόσια νοσοκομεία τόσο καιρό, αφού οι ασθενείς αναγκάζονται να επιλέξουν αυτή τη λύση, λόγω ότι το ΕΚΑΒ μετά την αφαίμαξή του ανταποκρίνεται μετά από πολύ ώρα. Αντί να λύσει, λοιπόν αυτό το πρόβλημα και να ενισχύσει το ΕΚΑΒ, το υπουργείο αποφάσισε να θεσμοθετήσει το ιδιωτικό πάρτι και επίσημα, με πελάτη πλέον το ίδιο το κράτος», σημειώνει το μέλος της ΟΕΝΓΕ.

 

Δικαστικές αποφάσεις στις καλένδες

 

Στη μεθοδική απαξίωση του δημόσιου τομέα της υγείας από την κυβέρνηση, προστίθεται και η μη συμμόρφωση με τις τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις του Συμβούλιου της Επικρατείας και του Άρειου Πάγου, που ορίζουν την επαναπροσαρμογή των μισθών των ιατρών στα επίπεδα προ των περικοπών του 2012. Η κυβέρνηση ακόμα δεν έχει εφαρμόσει τις αποφάσεις, ούτε προβλέπει κάτι τέτοιο μέσα στον νέο νόμο στα άρθρα που ορίζουν τα μισθολογικά κλιμάκια των ιατρών. «Αντί να εφαρμόσει τις αποφάσεις, η κυβέρνηση ρίχνει σαν δέλεαρ στους γιατρούς να κάνουν πλιάτσικο στις τσέπες των ασθενών, για να αυξήσουν το εισόδημά τους. Είναι τουλάχιστον ανήθικο και ύψιστη μορφή αλητείας το να ζητά από τους γιατρούς να εκμεταλλευτούν τον πόνο των ασθενών, για να επιβιώσουν οι ίδιοι», υπογραμμίζει ο Γιάννης Γαλανόπουλος.

 

Τι θα έπρεπε να γίνει

 

Αντίθετα, όπως συμπληρώνει, αυτά που θα έπρεπε να νομοθετηθούν για το ΕΣΥ, είναι προσλήψεις υγειονομικού και βοηθητικού προσωπικού, με τους μισθούς που ορίζουν οι δικαστικές αποφάσεις, αλλά και με ανθρώπινα ωράρια εργασίας, αντί εξάντλησής των ιατρών με συνεχόμενες εφημερίες, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο και τις ζωές των ασθενών. «Η ιατρική, άλλωστε, δεν είναι αυθεντία ενός ατόμου, αλλά ζήτημα συνεργασίας. Κανείς δεν θα πάει σε θέση ειδικότητας σε ένα νοσοκομείο, που θα είναι μόνος του υπεύθυνος για έναν ολόκληρο τομέα, χωρίς κανένα ιατρό συνεργάτη. Πώς θα ασκήσει έτσι με ασφάλεια το έργο του;».

Παράλληλα, θα πρέπει να υπάρξει και στήριξη των υποδομών του δημοσίου, με αγορά τομογράφων και άλλων διαγνωστικών εργαλείων, ώστε να μη δημιουργούνται μεγάλες λίστες αναμονής ή να σπρώχνονται οι ασθενείς στον ιδιωτικό τομέα.

«Το δημόσιο σύστημα υγείας είναι ζωτικός τομέας για μία χώρα, ώστε όλοι οι ασθενείς να έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας και όχι μόνο αυτοί που διαθέτουν την οικονομική άνεση. Χρειαζόμαστε ένα πραγματικά δημόσιο σύστημα υγείας και όχι μόνο κατ’ όνομα, που από τη μία θα έχει τις μισές του λειτουργίες ιδιωτικοποιημένες και από την άλλη θα λειτουργεί σαν διάδρομος για την ώθηση των ασθενών στις ιδιωτικές κλινικές», καταλήγει ο Γιάννης Γαλανόπουλος.

Πρόσφατα άρθρα ( Υγεία )
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet