Το πρόγραμμα ΕΣΤΙΑ σε ένα μήνα θα είναι παρελθόν και τυπικά. Γιατί ουσιαστικά τα περισσότερα διαμερίσματα σε όλη τη χώρα έχουν αδειάσει ήδη από τα τέλη Νοέμβρη.
Όποιο ρήμα κι αν βάλεις –ολοκληρώνεται, κλείνει, σταματά…– όσο κι αν προσπαθήσεις να αναδείξεις τη μία ή την άλλη πλευρά του ζητήματος, η πραγματικότητα είναι δεδομένη. Χιλιάδες άνθρωποι, κυρίως οικογένειες και ευάλωτοι, που έμεναν σε ένα σπιτικό, είτε θα μείνουν στον δρόμο, είτε θα μετακινηθούν σε δομές φιλοξενίας.
Εδώ και τρία χρόνια έχει ξεκινήσει μια προσπάθεια να κρυφτούν οι πρόσφυγες που ζητούν άσυλο από την κοινωνία, να γίνουν αόρατοι. Το κλείσιμο του ΕΣΤΙΑ είναι η τελευταία ψηφίδα σε αυτό το εγχείρημα, αλλά δεν είναι η μοναδική ή η πρώτη. Είχε προηγηθεί η παρακώλυση στην εργασία για τους πρώτους έξι μήνες, η κατάργηση της παροχής ΑΜΚΑ, τα τείχη που υψώθηκαν περιμετρικά των δομών φιλοξενίας, τα τουρνικέ και τα συστήματα παρακολούθησης και πρόσφατα η μετατροπή όλων των ανοικτών δομών της ενδοχώρας σε (κλειστές) ελεγχόμενες με Προεδρικό Διάταγμα (Α’ 212).
Το τι σημαίνει ελεγχόμενες δομές, ό,τι και να προφασίζεται ο κύριος Μηταράκης απευθυνόμενος στην Ευρώπη, το έχει δείξει η εμπειρία της Σάμου και δεν είναι καθόλου ευοίωνο. Κάμερες παντού, συνεχής και συχνά υπέρμετρος έλεγχος των διαμενόντων όταν εισέρχονται, απαγόρευση εξόδου από τη δομή χωρίς έστω αιτιολογημένη απόφαση. Συνθήκες που θυμίζουν περισσότερο φυλακή, παρά χώρο φιλοξενίας.
Σε αυτό το ζοφερό περιβάλλον θα γίνεται, λοιπόν, αποκλειστικά η υποδοχή όσων αιτούνται άσυλο στη χώρα και σε αυτό το περιβάλλον θα κληθούν να ζήσουν με όποιον τρόπο μπορούν ακόμη και άτομα με κινητικές αναπηρίες, σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, θύματα βίας. Μετά από πολλά χρόνια η λέξη «στρατόπεδο» που χρησιμοποιούσαν κάποιοι για να περιγράψουν τις δομές όπως λειτουργούσαν –με τις όποιες αδυναμίες τους– στα χρόνια της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, γίνεται πραγματικότητα και, ίσως, την ξεπερνάει.
Πέρα από τα παραπάνω όμως, που είναι τα αποτελέσματα μιας πρώτης ανάγνωσης του ζητήματος και ίσως σε έναν βαθμό μπορούν να είναι και αναστρέψιμα, κάποια δυστυχώς δεν θα είναι. Γιατί ίσως το ΕΣΤΙΑ να μην μπορεί, τουλάχιστον εύκολα, να βρει χρηματοδότηση από την ΕΕ, εφόσον έχει ξεκινήσει η νέα χρηματοδοτική περίοδος, αλλά το καθεστώς των δομών πρέπει να αλλάξει –και θα αλλάξει– από μια επόμενη προοδευτική και αριστερή κυβέρνηση.
Αυτό που δύσκολα θα αλλάξει όμως, είναι η αντίληψη της κοινωνίας για το προσφυγικό. Και το πρόγραμμα ΕΣΤΙΑ αυτά τα χρόνια της λειτουργίας του, μαζί με άλλους παράγοντες βέβαια, έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στο να δουν οι τοπικές κοινωνίες ότι οι πρόσφυγες είναι κι αυτοί απλοί καθημερινοί άνθρωποι. Με παρόμοιες αγωνίες, έγνοιες και όνειρα, μόνο που ξεκινούν από άλλη αφετηρία, έχουν άλλα βιώματα και έχουν αναγκαστεί να ζήσουν τον ξεριζωμό. Ότι δεν είναι εισβολείς που έχουν έρθει να πάρουν τη χώρα ή να αλλοιώσουν τον πολιτισμό, αλλά θέλουν να ζήσουν και να προσφέρουν ένα καλύτερο αύριο στα παιδιά τους.
Συνετέλεσε σε αυτό η διασπορά των διαμερισμάτων σε όλη τη χώρα, που με εξαίρεση ίσως τις γειτονιές του κέντρου της Αθήνας, δεν δημιούργησε φαινόμενα υπερπληθυσμού. Και βέβαια το γεγονός ότι αναπτύχθηκε μια καθημερινότητα, οι άνθρωποι είχαν το σπιτικό τους, πήγαιναν στον μανάβη, στη λαϊκή, στο περίπτερο, στην παιδική χαρά, στα πάρκα. Ίσως στην αρχή να υπήρξε διστακτικότητα, επιφύλαξη, αλλά με τον καιρό το ΕΣΤΙΑ αποδείχθηκε ένα χρήσιμο ενταξιακό εργαλείο.
Μια ακόμη παράμετρος που δεν πρέπει να παραγνωρίζεται, είναι ότι για να λειτουργήσει ένα τέτοιο πρόγραμμα χρειάζεται προσωπικό, κυρίως ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, πράγμα που έδωσε δουλειά στο αντικείμενό της ειδικότητας τους σε ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς, ανθρωπολόγους, κοινωνιολόγους από τη Λάρισα, τη Λειβαδιά, την Τρίπολη, τα Τρίκαλα. Γιατί στις περισσότερες πόλεις είτε με φορέα υλοποίησης την τοπική αυτοδιοίκηση, είτε κάποια ΜΚΟ, λειτούργησε το ΕΣΤΙΑ και μάλιστα επιτυχώς.
Αντί επιλόγου ας διατυπωθεί μια πρόταση. Πρέπει να δοθεί, με όποιον τρόπο μπορούμε και σε όλα τα επίεπδα, μια ακόμη μάχη για να διατηρηθεί το πρόγραμμα, έστω και με λίγες θέσεις, έστω για τους πολύ ευάλωτους, αλλά να παραμείνει. Πρέπει, όμως, κυρίως να ξαναφτιάξουμε τα δίκτυα αλληλεγγύης. Γιατί όσο και αν δεν ακούγεται όσο θα έπρεπε στον δημόσιο διάλογο, η κατάσταση το επόμενο διάστημα θα είναι πολύ δύσκολη, κυρίως για τους πιο αδύναμους. Και είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα χρειαστεί η βοήθεια όλων μας για να επιβιώσουν με αξιοπρέπεια.