Αν κάτι έγινε σαφές στη συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής την περασμένη Δευτέρα για τη δυσώδη υπόθεση των υποκλοπών αυτό είναι ότι η κυβερνητική πλειοψηφία επιμένει, μέχρι τέλους, στη λογική της απόλυτης συγκάλυψης. Η εμφάνιση του πρώην γενικού γραμματέα του Μαξίμου Γρήγορη και Δημητριάδη και κυρίως η επιμονή του να αρνείται τα πάντα στις συνεχείς ερωτήσεις των αντιπολιτευόμενων βουλευτών κατέδειξε με τον πιο αδιάψευστο τρόπο ότι η κυβέρνηση δεν έχει μετακινηθεί ούτε χιλιοστό από τη γραμμή της που είναι το πηχτό σκοτάδι και όχι, φυσικά, το άπλετο φως.
Εκτός αυτού, οι τρεις άνθρωποι που φέρεται να έχουν παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στο σκάνδαλο, οι κκ. Μπίτζιος, Ντίλιαν και Λαβράνος, έλαμψαν δια της απουσίας τους. Ο κ. Δημητριάδης είπε, από την πλευρά του, ότι δεν γνωρίζει τους δύο πρώτους και... καθάρισε.
Σαν να μην έφτανε αυτή η λογική του παραλόγου και ο απόλυτος ευτελισμός της Βουλής, η κυβέρνηση ήρθε να επικυρώσει τη λογική της στο θέμα των παρακολουθήσεων νομοθετώντας σχετικά χωρίς να καν να συμβουλευτεί την αρμόδια Ανεξάρτητη Αρχή, την ΑΔΑΕ. Προκλήθηκε σάλος, η ίδια η ΑΔΑΕ επισήμανε με ανακοίνωση, την αγνόησή της και μόνο τότε η κυβέρνηση προχώρησε σε κάποιες βελτιώσεις στο νόμο που έχει το βαρύγδουπο τίτλο «Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών», χωρίς ωστόσο να αλλάξει μία κομβική διάταξη, σύμφωνα με την οποία ο παρακολουθούμενος μπορεί να ενημερωθεί για την παρακολούθησή του μόνο μετά από τρία χρόνια. Η διάταξη αυτή ορίζει ότι η ενημέρωση του πολίτη πραγματοποιείται «μετά την πάροδο τριών (3) ετών από την παύση της ισχύος της εισαγγελικής διάταξης που αφορά άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας και κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος».
Κατερίνα Παπανικολάου: Προβληματική η διάταξη για την τριετία
Η «Εποχή» απευθύνθηκε στη νομικό και μέλος της Ανεξάρτητης Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών Κατερίνα Παπανικολάου η οποία εξέφρασε με παρρησία τις απόψεις της τόσο για το εν λόγω νομοθέτημα όσο και για το ρόλο των Ανεξάρτητων Αρχών στην Ελλάδα, ο οποίος παραμένει υποβαθμισμένος.
Ως προς τη διάταξη της τριετίας υπογράμμισε πως «μοιάζει να είναι προβληματική με όρους εύλογου χρόνου όπως λέμε στα νομικά. Μοιάζει να είναι η τριετία, στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας, αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα για να λάβει κανείς γνώση για προηγούμενη παρακολούθησή του. Το χρονικό αυτό διάστημα δεν συμπίπτει με τη διατήρηση των τεκμηρίων που έχουν προκύψει. Οπότε και ως προς αυτό τίθεται ένα ζήτημα σημαντικό».
Συνέχισε λέγοντας ότι ο «βασικός κανόνας για την προστασία του δικαιώματος στο απόρρητο των επικοινωνιών, το οποίο να θυμίσω ότι στο Σύνταγμα προστατεύεται ως απολύτως απαραβίαστο, είναι ότι υφίσταται τους μικρότερους δυνατούς περιορισμούς και τους απολύτως αναγκαίους. Η τριετία, συμπερασματικά, δεν είναι ένας περιορισμός που πληροί αυτές τις προϋποθέσεις».
Ζητήσαμε από την κα Παπανικολάου και μία σύντομη καταγραφή για το τι ισχύει στην Ευρώπη σχετικά με τις παρακολουθήσεις. Απάντησε πως «έχουμε την τύχη να διαθέτουμε τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου η οποία θέτει το πλαίσιο και τα κριτήρια σε σχέση με την προστασία του δικαιώματος του απορρήτου. Η χώρα μας δεν είχε αχθεί μέχρι πρόσφατα ενώπιον του ΕΔΔΑ, οπότε το κανονιστικό μας πλαίσιο δεν έχει ακόμα αξιολογηθεί ποιοτικά, στο πλαίσιο δικαιοδοτικής κρίσης. Υπάρχουν, ωστόσο, ζητήματα όπως για παράδειγμα, η αόριστη χρονική διάρκεια του μέτρου της άρσης του απορρήτου στα θέματα της εθνικής ασφάλειας που θέτουν ευθέως ζητήματα ασυμβατότητας σε σχέση με τα κριτήρια της ΕΣΔΑ. Και ενώ το υπό συζήτηση σχέδιο νόμου θέτει καταρχάς χρονικό περιορισμό, γεγονός που συνιστά βελτίωση, παραμένει εντούτοις η δυνατότητα της επ’ αόριστον παράτασης για εξαιρετικούς λόγους.
Τα θέματα της αιτιολογίας όταν τίθεται ζήτημα εθνικής ασφάλειας, το θέμα της γνωστοποίησης είναι επίσης σημαντικά».
Θεωρεί, παράλληλα, απολύτως προβληματική την άποψη ότι οι πολίτες δεν ενδιαφέρονται για το ζήτημα των υποκλοπών και δήλωσε μάλιστα πως «δεν είμαι απολύτως βέβαιη ότι είναι έτσι τα πράγματα. Θα έλεγα επίσης ότι αλίμονο αν δεν μας ενδιαφέρει η ποιότητα της δημοκρατίας, είναι προϋπόθεση για να λειτουργήσει το κράτος δικαίου. Αν δεν λειτουργούν οι θεσμοί της δημοκρατίας να είστε βέβαιοι ότι ούτε, για παράδειγμα, η συγκράτηση των τιμών θα καταστεί εφικτή. Αυτή η ψευδεπίγραφη διάσταση μεταξύ ζωτικών, πιεστικών αναγκών της υλικής καθημερινότητας και της αφ’ υψηλού ανάγνωσης διακυβευμάτων της δημοκρατίας σχεδόν με όρους ελιτισμού δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Το ένα δεν αποκλείει το άλλο, θα σας έλεγα ότι το ένα προϋποθέτει το άλλο».
Τέλος, η άποψή της για το γεγονός ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης δεν διαβουλεύτηκε με την ΑΔΑΕ για το νομοθέτημά του είναι απολύτως ξεκάθαρη: «Χωρίς να εκπροσωπώ την ΑΔΑΕ, μπορώ ευχαρίστως να καταθέσω τη δική μου αντίληψη. Οι Ανεξάρτητες Αρχές είναι τεχνοκρατικά όργανα της Πολιτείας τα οποία διαθέτουν εξειδικευμένη γνώση σε θεματικά πεδία αρμοδιοτήτων με τα οποία δεν είναι τόσο εξοικειωμένη η οριζόντια διοίκηση. Υπό αυτήν την έννοια, είναι τουλάχιστον παράδοξο να διαθέτεις ένα τέτοιο όργανο, και μάλιστα με συνταγματική κατοχύρωση, το οποίο έχει τη σχετική γνώση, και να μην διαβουλεύεσαι μαζί του για ένα υψηλής τεχνολογικής αιχμής ζήτημα. Αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς ότι η ΑΔΑΕ θα μπορούσε να δεσμεύσει το νομοθέτη, στη δημοκρατική πολιτεία ο νομοθέτης είναι κυρίαρχος. Νομίζω όμως ότι η άποψη της Αρχής μόνο να συνδράμει θα μπορούσε στην ποιοτική βελτίωση των διατάξεων στο βαθμό βέβαια που ο νομοθέτης θα είχε επιδιώξει να γνωρίσει τις θέσεις της, πριν οριστικοποιήσει τις δικές του».
Μήπως τελικά ενδιαφέρει το ζήτημα;
Αξίζει, τέλος, να αναφερθούμε σε μέρος των λεγομένων του Γαβριήλ Σακελλαρίδη στην εκδήλωση που διοργάνωσε την Πέμπτη το Ινστιτούτο Eteron για την παρουσίαση της μελέτης του αναπληρωτή καθηγητή στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Γιορκ, Δημήτρη Τσαραπατσάνη (“Υποκλοπές και Απόρρητο: Θεσμικό Πλαίσιο και Προτάσεις Πολιτικής”). Ο επικεφαλής του Ινστιτούτου παρατήρησε ότι στο τελευταίο κύμα δημοσκοπήσεων που παρουσιάστηκε την εβδομάδα που μάς πέρασε το ζήτημα των υποκλοπών βρέθηκε στο top-5 των ζητημάτων που απασχολούν τους πολίτες.
Πέρα δηλαδή από την ακρίβεια και τις ανάγκες της επιβίωσης, μέρος του κόσμου έχει αντιληφθεί την προβληματική συνθήκη που διαμορφώνει το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων και εκφράζει, όταν ερωτάται, την εύλογη ανησυχία του.
Από την πλευρά του ο Ξενοφών Κοντιάδης, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου και Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλειας στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης του Παντείου πανεπιστημίου, που βρισκόταν στο πάνελ τόνισε ότι έχει στα χέρια του έρευνα που επιβεβαιώνει τα επιχειρήματα του Γαβριήλ Σακελλαρίδη. Η εν λόγω έρευνα θα παρουσιαστεί τις επόμενες ημέρες.
Κοντολογίς, το κυρίαρχο μιντιακό αφήγημα ότι το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων αφήνει παγερά αδιάφορους τους πολίτες της χώρας δεν φαίνεται να έχει μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα. Όσο, δε, οι επόμενες βουλευτικές εκλογές κοντοζυγώνουν, δεν αποκλείεται το ζήτημα των υποκλοπών να καταλαμβάνει ολοένα και περισσότερο χώρο στο δημόσιο διάλογο ανάλογο και με τις επιπλέον αποκαλύψεις. Όπως, άλλωστε, δίδαξαν και οι πρόσφατες ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ, το δόγμα “it’s the economy stupid” δεν κερδίζει πάντα…