Μια εναλλακτική κυβερνητική πρόταση θα αναμετρηθεί όχι μόνο με τα πεπραγμένα της κυβέρνησης της ΝΔ, με την αποκατάσταση των κοινωνικών ρωγμών και των θεσμικών εκτροπών, αλλά και με τις επιπτώσεις παγκόσμιων κρίσεων και γεωπολιτικών ανακατατάξεων.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ένας άδικος πόλεμος, με νεκρούς και πρόσφυγες, φανέρωσε και άλλες συγκρούσεις που υπέβοσκαν, τη σύγκρουση για την παγκόσμια ηγεμονία πάνω απ’ όλες. Οι ΗΠΑ, με εργαλείο το ΝΑΤΟ, προετοιμάζουν την επόμενη σύγκρουση με την Κίνα. Την ίδια στιγμή, στο νέο πολυπολικό κόσμο οι περιφερειακές δυνάμεις διεκδικούν ρόλο, δεν εκχωρούν κυριαρχικά δικαιώματα ούτε γεωπολιτικές διεκδικήσεις σε ένα νέο διπολισμό. Κανείς δεν είναι πλέον ο παγκόσμιος, αδιαφιλονίκητος ηγεμών, όπως ήταν οι ΗΠΑ μετά την «κατάρρευση». Το τέλος της ιστορίας δεν επαληθεύτηκε. Οι χώρες της Ασίας-Ειρηνικού, μεταξύ των οποίων Ιαπωνία, Ινδία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Νότια Κορέα, είναι απρόθυμες να ακολουθήσουν τις ΗΠΑ σε ένα εμπορικό πόλεμο με την Κίνα. Στον πολυπολικό κόσμο δεν ακολουθούν όλοι την ηγέτιδα δύναμη.
Με αυτή την ματιά μπορεί να ερμηνευτεί η αναθεωρητική στάση της Τουρκίας και η πολεμική της διάθεση σε όλα τα ανοικτά μέτωπα της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης. Διεκδικεί επιθετικά ηγετικό ρόλο στην περιοχή ως περιφερειακή δύναμη, χωρίς να περιμένει αναθέσεις από τους μεγάλους παίκτες.
Η ελληνική κυβέρνηση μέρος του πολέμου
Η ελληνική κυβέρνηση γίνεται μέρος του πολέμου με την αποστολή όπλων στην Ουκρανία και ταυτόχρονα αποτελεί τον πιο υπάκουο σύμμαχο των ΗΠΑ, πρόθυμο να υλοποίηση στρατηγικές ακόμα και σε βάρος των κρατικών συμφερόντων. Η διπλωματία των εξοπλιστικών προγραμμάτων εξοντώνει την οικονομία, πόσο μάλλον μια οικονομία σαν την ελληνική, ευάλωτη, εύθραυστη, με τεράστιο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος. Είναι οικονομικός παραλογισμός και πολιτικός τυχοδιωκτισμός οι αναθέσεις εξοπλιστικών προγραμμάτων 14 δισ. σε ΗΠΑ, Γερμανία, Γαλλία (τριγωνικές σχέσεις με την αποστολή ρωσικών οπλικών συστημάτων στην Ουκρανία και αντικατάσταση με ευρωπαϊκά).
Παράπλευρη απώλεια το περιβάλλον
Ο διακηρυγμένος στόχος της Συνδιάσκεψης στο Παρίσι για την απανθρακοποίηση μέχρι το 2050, με ενδιάμεσο βήμα το 2030, εγκαταλείπεται σιωπηλά, με συνέπεια ο γ.γ. του ΟΗΕ Γκουτιέρες να λέει, στην 27η Σύνοδο του ΟΗΕ για το κλίμα (COP27), «είμαστε σε ένα αυτοκινητόδρομο με κατεύθυνση την κλιματική κόλαση». Ο πόλεμος και η ενεργειακή κρίση έχουν διακόψει βίαια κάθε δυνατότητα διακρατικών συναινέσεων. Οι γιγαντιαίες επιχειρήσεις του άνθρακα και των εξορύξεων (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, γαιάνθρακας) έχουν το πάνω χέρι. Το ίδιο και η κυβέρνηση των ΗΠΑ που βλέπει το πανάκριβο και περιβαλλοντικά καταστροφικό σχιστολιθικό φυσικό αέριο να γίνεται ανάρπαστο. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θριαμβολογεί για την εξόρυξη κοιτασμάτων φυσικού αερίου -κοντά στο 2030 και για την κατασκευή εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος με φυσικό αέριο από την Μότορ Όιλ και την ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ -και αυτό το 2030, χρονιά που είχαμε δεσμευτεί ότι θα είχαμε κάνει βήματα για την απανθρακοποίηση. Η βαριά βιομηχανία των ΑΠΕ, οι λεγόμενες «πράσινες» κρατικές παρεμβάσεις όλες μαζί συνδέονται συστηματικά με νέες χωρικές επεκτάσεις του κεφαλαίου και περαιτέρω ιδιοποίηση του φυσικού πλούτου, που συνεχίζουν τον κύκλο υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος και της επιδείνωσης των όρων διαβίωσης των ανθρώπων. Για όλους αυτούς τους λόγους περιβαλλοντικές παρεμβάσεις στην κοινότητα δεν έχουν τύχη, για τους ίδιους λόγους εγκαταλείφθηκαν και οι ενεργειακές κοινότητες που νομοθέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η ευρωπαϊκή αυτονομία
Η ευρωπαϊκή αυτονομία αναβάλλεται για το απώτερο μέλλον, αντίθετα πυκνώνουν οι αντιθέσεις μεταξύ Βορρά και Νότου. Η μονεταριστική ορθοδοξία του πλούσιου Βορρά επιβάλει την αντιμετώπιση του πληθωρισμού με άνοδο των επιτοκίων. Δηλαδή σε ένα πρόβλημα προσφοράς καταστέλλουν τη ζήτηση, με συνέπεια την ύφεση, αλλά και τον διατηρήσιμο πληθωρισμό. Με λίγα λόγια αναδιανομή υπέρ των πλουσίων και των «ραντιέρηδων».
Το ίδιο μοτίβο και στη διαχείριση του δημόσιου χρέους. Επανέρχεται το Σύμφωνο Σταθερότητας και οι πολιτικές λιτότητας για τις υπερχρεωμένες χώρες (Ελλάδα και Ιταλία). Ενώ, το Ταμείο Ανάπτυξης με κοινό δανεισμό και η αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας μέχρι το 2024, φαίνεται να είναι μια παρένθεση, επιστροφή στη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία. Η αμοιβαιοποίηση του χρέους με έκδοση ευρωομολόγων, που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, όπως και η εξαίρεση των αναπτυξιακών δαπανών, δηλαδή των δημόσιων επενδύσεων, για τον υπολογισμό του χρέους, που προτείνει ο ευρωπαϊκός Νότος, απορρίπτονται από τον πλούσιο Βορρά. Αποκαλυπτική ως προς την νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία είναι αφενός η στάση των χωρών του ευρωπαϊκού Βορρά ως προς το πλαφόν στο φυσικό αέριο, όπως και η εμμονή στη διατήρηση του χρηματιστηριακού μηχανισμού στην ενέργεια. Πίσω από την αγοραία αντίληψη δεν μπορεί να κρυφτούν τα συμφέροντα του χρηματιστικού κεφαλαίου, το οποίο δεν είναι διατεθειμένο να εγκαταλείψει μηχανισμούς υψηλής κερδοφορίας, ακόμα και σε βάρος της πραγματικής οικονομίας,
Βλέπετε, υπάρχει ένα παράλληλο σύμπαν ως προς την παραγωγή και την πραγματική οικονομία, που το ορίζουν οι αγορές χρήματος, τα κρατικά ομόλογα, το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, τα funds, οι τράπεζες, οι εταιρείες αξιολόγησης, οι κεντρικές τράπεζες που από κοινού καθορίζουν τους «κανόνες» και την αρχιτεκτονική του συστήματος. Η χρηματοοικονομική σφαίρα είναι πολλαπλάσια του παγκόσμιου ΑΕΠ. Για όλους αυτούς τους λόγους χωρίς τη διαγραφή κεφαλαίων από την χρηματοοικονομική σφαίρα, είναι αναπόφευκτες οι «φούσκες» και οι επόμενες χρηματοοικονομικές κρίσεις.
Η άνοδος ακροδεξιών κομμάτων
Η άνοδος ακροδεξιών, ακόμα και μετα-φασιστικών κομμάτων, οφείλει να προβληματίσει. Μετά την Ουγγαρία και την Πολωνία, αλλά και την αύξηση των ποσοστών της Λεπέν στη Γαλλία, τα εκλογικά αποτελέσματα στη Σουηδία, κι ακόμα περισσότερο στην Ιταλία, με την ανάδειξη σε πρώτο κόμμα των νεοφασιστών «Αδελφών της Ιταλίας», είναι ένα σήμα συναγερμού για τη δημοκρατία και τις ελευθερίες. Η άνοδος των ακροδεξιών δεν είναι ευρωπαϊκό φαινόμενο, αλλά παγκόσμιο, μολύνει εξίσου τις ΗΠΑ του Τραμπ και τη Βραζιλία του Μπολσονάρο οι οποίοι, παρά την εκλογική ήττα τους, διατηρούν θηριώδη ποσοστά επιρροής.
Η αύξηση των ανισοτήτων, η φτωχοποίηση μεγάλων μερίδων του πληθυσμού, η πολιτική εκμετάλλευση της προσφυγικής/μεταναστευτικής κρίσης, όπως και η στροφή σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στον νεοφιλελευθερισμό και σε «τεχνοκρατικές» λύσεις, είναι κάποιοι από τους παράγοντες που θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν τη στροφή προς, δήθεν, αντισυστημικούς πολιτικούς σχηματισμούς, αλλά και την αποχή, η οποία διαρκώς αυξάνει τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα στη νέα γενιά. Η ακροδεξιά επενδύει στους φόβους και την ανασφάλεια όχι μόνο των μικρομεσαίων αλλά και της εργατικής τάξης. Δεν μπορούμε να αγνοούμε την ιδεολογία, η οποία είναι το συγκριτικό πλεονέκτημα της ακροδεξιάς σε όλο τον κόσμο: απλοϊκές απαντήσεις σε πολύπλοκα κοινωνικό-πολιτικά ζητήματα. Με επιστροφή στις παλιές και παρωχημένες αξίες και με διαχείριση υπαρκτών φόβων. Ο φόβος της παγκοσμιοποίησης, οι φόβοι της ετερότητας, ο φόβος του μετανάστη και του πρόσφυγα, η απόρριψη της διαφορετικότητας, η νοσταλγία του «παλιού κόσμου». Ο Κ. Μητσοτάκης έχτισε την εκλογική του επιρροή όχι μόνο με την ενσωμάτωση της ακροδεξιάς στην δεξιά «πολυκατοικία», αλλά επενδύοντας στον εθνικισμό, τον ρατσισμό, τον θρησκευτικό φανατισμό και στην μισαλλοδοξία. Σήμερα, επιχειρεί να αλλάξει την ατζέντα της ακρίβειας και των υποκλοπών με τον «ηθικό πανικό». Σε υπαρκτά προβλήματα που πληγώνουν το κοινωνικό σώμα: βιασμοί, βασανισμοί ανηλίκων, μαστροπεία, οικογενειακή βία, γυναικοκτονίες, την τοιχογραφία της φρίκης δηλαδή, η κυβέρνηση τα διαχειρίζεται πουλώντας προστασία, αυστηρότητα και ποινικό λαϊκισμό. Όλα μαζί συμποσούνται στο επίπεδο του κράτους δια μέσου του δόγματος του Νόμου και της Τάξης. Αστυνομία παντού, ασύδοτη χωρίς όρια και δημοκρατικό έλεγχο.
Συνοψίζοντας: οι πολιτικοί και εκλογικοί συσχετισμοί διαμορφώνονται στο έθνος-κράτος, στις απαντήσεις δηλαδή στα ζητήματα της ακρίβειας, του πληθωρισμού και της κερδοσκοπίας, στα ζητήματα των υποκλοπών και της δημοκρατίας, στο κοινωνικό κράτος. Η αξιοπιστία όμως χτίζεται εξίσου στο πώς συνυπολογίζεις και τις παγκόσμιες προκλήσεις, αλλά και πώς κατανοείς ταυτόχρονα το μηχανισμό που διαμορφώνει τις πεποιθήσεις.