Αλήθεια, πόσο απέχει η ποίηση από την οίηση; Ένα μόλις «π» ή έναν κόσμο ολόκληρο; Πόσο απέχει το παρελθόν από το παρόν και το μέλλον; Μία στιγμή ή μία αιωνιότητα και μία μέρα; Πόσο απέχει ο θάνατος από τη ζωή; Μια λεπτή γραμμή ή όσο φτάνει το βλέμμα του ανθρώπου ή μήπως καλύτερα όσο φτάνει το μέτρο του ανθρώπου;
Ευτυχώς κάποτε η π-οίηση τελειώνει και δυστυχώς η ποίηση σπανίως επαρκεί ενώ η οίηση συνήθως καταστρέφει. Και κάπου εκεί έρχεται «το πολιτικό» και η αειθαλής arte povera προσαρμοσμένη στα ερωτήματα και τα δεδομένα του 21ου αιώνα για να συνεχίσει μια συζήτηση παλιά αλλά ζωντανή και ακμαία.
Η νέα ατομική έκθεση, με στοιχεία και την πρόθεση μιας αναδρομικής ματιάς στο έργο του Μάριου Φούρναρη, σε επιμέλεια της Νίκης Παπασπύρου, θέτει τα παραπάνω ερωτήματα και επιχειρεί μια δημόσια συζήτηση με προφανές ενδιαφέρον για τον επισκέπτη που έχει μάθει να παρατηρεί και να διερωτάται, στους εντυπωσιακούς χώρους της γκαλερί Enia στη Δραπετσώνα του Πειραιά.

Ο Μάριος Φούρναρης είναι υποψήφιος διδάκτορας της καλών τεχνών του ΑΠΘ με αντικείμενο μελέτης το κίνημα της arte povera. Ένα καλλιτεχνικό κίνημα με έντονη πολιτική διάσταση, που γεννήθηκε μέσα στον δημιουργικό αναβρασμό των 60’ς. Το κίνημα που έφερε στο προσκήνιο τα ρετάλια, τα σκουπίδια και τα φτηνά υλικά της καπιταλιστικής καταναλωτικής κοινωνίας και οικονομίας και γενικότερα την υλικότητα της βιομηχανίας, που αντέστρεψε τα αισθητικά δεδομένα και ανέδειξε την ομορφιά και την ποιητική τους και μαζί την αισθητική και την ποιητική των «από κάτω». Ο Μ. Φούρναρης έχει στέρεες καταγωγικές βάσεις στην arte povera, διανοητικά, αισθητικά και πολιτικά και έχει το ταλέντο και τη δυνατότητα να συνεχίζει δημιουργικά την παράδοση των «φτωχών υλικών» που τον ενδιαφέρει και τον αφορά, από την οπτική και με τα ερωτήματα του σήμερα και με το κατεπείγον του «εδώ και τώρα». Αυτό που χαρακτηρίζει τη δουλειά του είναι οι εύστοχες συνθέσεις των υλικών που χρησιμοποιεί μετατρέποντας τα έτσι σε εύγλωττο αλφαβητάρι για την κατανόηση και την ερμηνεία του κόσμου τούτου. Χρησιμοποιεί το ξύλο, το σίδερο, το τσουβάλι, το άχυρο, το βαμβάκι, παλιά εργαλεία, σχοινί και παλιά ξύλινα μέτρα, χαρτί, κερί και τον καπνό του, αντιπηκτικές ενέσεις, πανί και καρφιά. Φυσικά ο σημερινός θεατής σύγχρονης τέχνης δεν ξαφνιάζεται ούτε προβοκάρεται από την αποθέωση των ευτελών υλικών, όπως οι πρόγονοί του όταν τα πρωτοαντίκρισαν. Έχει εξοικειωθεί με το λεξιλόγιο της σύγχρονης τέχνης και δύσκολα σοκάρεται. Αυτό είναι και καλό και κακό. Καλό γιατί έτσι έχει τον χρόνο και την άνεση να αναστοχαστεί επί της ουσίας των ζητημάτων που τίθενται χωρίς να αποσπάται από το παραξένισμα της φόρμας και έχει το κακό της αίσθησης της οικειότητας και ίσως της επανάληψης. Το κρίσιμο ζήτημα είναι όμως το αν σε αφορά αυτό που βλέπεις, αν σε κινητοποιεί να σκεφτείς πάνω στα ερωτήματα που θέτει και αν το βιώνεις ως αισθητικό φαινόμενο. Το βέβαιο είναι ότι η δουλειά του Μάριου Φούρναρη όλα αυτά και τα προϋποθέτει και τα επιτυγχάνει.
Η έκθεση αρχίζει από έναν τοίχο στον ισόγειο χώρο και το σημείο εκκίνησης της προτεινόμενης διαδρομής είναι ένας πολύ μικρός πίνακας - επιτοίχια κατασκευή, όπου σε ένα απόκομμα χαρτιού τοποθετημένου σε τσιμεντένια βάση - επιφάνεια διαβάζουμε την περίφημη φράση - τίτλο της έκθεσης: «Ευτυχώς κάποτε η π- οίηση τελειώνει». Η συνέχεια στον επάνω όροφο είναι εντυπωσιακή και για τις ενότητες των έργων, και γι’ αυτά τα ίδια τα έργα, που διατηρούν την αυτονομία τους μέσα στη χαλαρή αλλά με νόημα σύνθεση και σύνδεση τους. Ο καλλιτέχνης πειραματίζεται δημιουργικά συνθέτοντας οργανικά με ανόργανα υλικά, μαλακά με σκληρά, εύθραυστα με άθραυστα, ενώ τα έργα παραμένουν ηθελημένα ανοιχτά στις προσεγγίσεις και τις σκέψεις του κάθε συνομιλητή - θεατή, που μπορεί να παρακολουθήσει με άνεση και να σχολιάζει. Οι επιμέρους ενότητες συντίθενται με ένταση και σηματοδοτούν εννοιολογικά το σύνολο καθιστώντας δυνατόν τον διάλογο με τον θεατή αλλά και με τον βιομηχανικό χώρο και τα δικά του σημάδια. Το έργο του Μ.Φ. δεν είναι απόρροια ενός μιμητικού θαυμασμού του ηρωικού παρελθόντος της arte povera και του νεορεαλιστικού ουμανισμού που την χαρακτηρίζει, αλλά προκύπτει αβίαστα και βιωματικά από τη γεωγραφία και την κοινωνικοπολιτική σύνθεση και συγκυρία της εποχής. Είναι παρόν το Πέραμα ως γενέθλιος και μόνιμης διαμονής τόπος, ως απομεινάρι της αποβιομηχάνισης, της φθοράς και της παρακμής, είναι η οικονομική, η προσφυγική και η υγειονομική κρίση, η πρόσφατη ενεργειακή κρίση και ο πόλεμος, είναι η κλιματική αλλαγή και τα δυστοπικά σημάδια της. Είναι εν τέλει τα ερωτήματα που βάζει ο δημιουργός για την επιστροφή του «πολιτικού» σε καιρούς που νέμεται ο νεοφιλελευθερισμός -και η πρωτοκαθεδρία της ατομοκρατίας ως συνέπεια του είναι αυτονόητη-, είναι το ερώτημα μιας κοινωνικού χαρακτήρα τέχνης που κρατώντας τους αισθητικούς της χυμούς αφορά τον κόσμο αντί να τον αγνοεί αυτάρεσκα και να τον αποδιώχνει με τη χαρακτηριστική ναρκισσιστική εσωστρέφεια της.
Από το σφιχτό δομικά και νοηματικά σύνολο των έργων θα ξεχωρίσω το έργο-σχόλιο αγωνίας για την πορεία και ποιότητα της δημοκρατίας «Από τον ολοκληρωτισμό στον μηδενισμό» του 2018, με τον σωρό-βωμό από κάρβουνα όπου ακουμπάνε επισφαλώς δύο σιδερόβεργες που καταλήγουν σε αντικριστούς μπαλτάδες που στηρίζουν(;) έναν βαρύ κύβο από πρόκες έτοιμο να επιπέσει ως λαιμητόμος.

Το «One is forgotten, one is forgiven» του 2021, με τις έξι παράλληλες σειρές των επτά αντιπηκτικών ενέσεων επάνω σε άσπρη επιφάνεια, μέσα σε μεταλλικό πλαίσιο κορνίζα, αυστηρά και με ακρίβεια τοποθετημένες αλλά και με την απουσία μιας εξ αυτών που ως η μοναδική τέτοια, με το ορατό κενό που αφήνει, λειτουργεί σαν υπόκωφη κραυγή για τη συνθήκη του πάσχοντος σώματος. Τη σειρά «Smoking Haiku» του 2021, με τα παλιά τετράγωνα πακέτα τσιγάρων που ο Μ.Φ. γεμίζει με βαμβάκια και άλλα ευτελή αντικείμενα και υλικά σαν φυλακτά ή ιαματικά αναθήματα και το «Nobody» του 2022. Στο κέντρο του οικοδομικού ορόφου είναι τοποθετημένα τρία μεγάλα δεμάτια από άχυρο, από κάρβουνο και από βαμβάκι απαραίτητα υλικά της ανθρώπινης δημιουργικότητας των προνεοτερικών και νεοτερικών χρόνων, που έκαναν τον κύκλο τους και οδεύουν στο μουσείο της νυν μετανεοτερικότητας και της δυστοπικής ψηφιακής περίσφιξης που βιώνουμε θλιβερά, τραγουδώντας και επιχαίροντας ως μπεκετικοί ήρωες που «χωμένοι ως τον λαιμό στα σκατά δεν μας μένει τίποτα άλλο από το να τραγουδήσουμε»!..