Πριν από λίγους μήνες, στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας έφτασε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μία πρόταση κανονισμού σχετικά με τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα Ναρκωτικά. Αντικείμενό της, η μετεξέλιξη του υπάρχοντος EMCDDA. Στόχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ένας νέος οργανισμός της ΕΕ, με διευρυμένες αροδιότητες, και ένα νέο πλαίσιο πολιτικής για τις εξαρτήσεις που θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες.
Η προοπτική της «οχύρωσης» του νέου οργανισμού με περισσότερες και πιο ουσιαστικές αρμοδιότητες δεν θα μπορούσε παρά να γίνει σχεδόν πανηγυρικά δεκτή. Στην μετα-covid περίοδο, η πανδημία έχει διευρύνει τις κοινωνικές ανισότητες και πολλαπλασίασε τους πληθυσμούς που περνούν το κατώφλι της ευαλωτότητας. Η εύλογη δραματική αύξηση στους δείκτες που μετρούν τις εξαρτήσεις δεν άφησε κανένα περιθώριο αμφισβήτησης της ανάγκης για μια δραστικότερη πολιτική παρέμβαση.
Όταν όμως αρχίσαμε με τους συνεργάτες μου να μελετούμε σε βάθος το σχέδιο, πολύ γρήγορα βρεθήκαμε μπροστά σε μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη: το φάσμα των επιλογών της ΕΕ στο θέμα της αντιμετώπισης των εξαρτήσεων, ήταν τόσο περιορισμένο ώστε τελικά «χωρούσε» μόνο τη μείωση της βλάβης με τη βοήθεια των γνωστών φαρμακευτικών βοηθημάτων.
Με άλλα λόγια, βρεθήκαμε μπροστά σε μια πρόταση που απέκλειε εντελώς από το σχέδιο της ΕΕ για τις εξαρτήσεις το μοντέλο της θεραπευτικής κοινότητας. Απουσίαζε οποιαδήποτε αναφορά στην απεξάρτηση και στην επανένταξη, καθώς η Επιτροπή προωθούσε τη φαρμακευτική υποκατάσταση ως θεραπευτικό μονοπώλιο στην Ένωση.
Με την «παράλειψη» αυτή, που μόνο τυχαία δεν ήταν, θα έμεναν έξω από το παιχνίδι εκατοντάδες «στεγνά» προγράμματα, όπως το ΚΕΘΕΑ (την «Άλωση» του οποίου είχε μεθοδεύσει από τις πρώτες εβδομάδες της η κυβέρνηση Μητσοτάκη) και το 18ΑΝΩ, μια πολύτιμη τεχνογνωσία ζωής, δεκατίες πρωτοπόρας δράσης, με διαρκή δημιουργία προτύπων, μοντέλων θεραπευτικής λειτουργίας που άλλες οργανώσεις μιμούνται και υιοθετούν ανεπιφύλακτα. Για να μην μιλήσουμε για την υποδειγματική δημοκρατική δομή που κάνει συμμέτοχους στη λήψη αποφάσεων όλους τους εμπλεκόμενους: από τους θεραπευτές και το διοικητικό προσωπικό, μέχρι τους χρήστες και τις οικογένειές τους.
Αυτόν, λοιπόν, τον παλλόμενο από θέληση για ζωή κόσμο της δημοκρατίας, της συμμετοχής, της αυτοοργάνωσης, της θεραπείας, της ουσιαστικής επανένταξης, έναν κόσμο με εκατοντάδες χιλιάδες εξυπηρετούμενους στα κράτη-μέλη, τις οικογένειές τους, τους εργαζόμενοι στις δομές, και την τεράστια κληρονομιά προσφοράς και γνώσης, κάποιοι μεθόδευαν να την κάνουν πέρα.
Αντιδράσαμε. Με τους συνεργάτες μου καταστρώσαμε ένα σχέδιο δεκάδων τροπολογιών, αλλά και εξαντλητικών τεκμηριώσεων, καθώς έπρεπε να πείσουμε. Απέναντί μας δεν είχαμε μόνο έναν συνασπισμό συντηρητικών πολιτικών κι επιστημονικών αντιλήψεων. Είχαμε ένα σκληρό φαρμακευτικό λόμπι, που είχε ξεκάθαρο στόχο να «καθαρίσει» το πεδίο της απεξάρτησης από οποιαδήποτε μορφή κοινοτικής οργάνωσης, να περιθωριοποιήσει τη λογική του «στεγνού» προγράμματος. Ένα λόμπι που ήθελε την απεξάρτηση πλήρως «απαλλαγμένη» από κοινωνικά πειράματα και «ενοχλητικά» μοντέλα αυτοργάνωσης. Ένα λόμπι που αντιμετωπίζει την απεξάρτηση όπως αντιμετωπίζουν όλα τα σκληρά επιχειρηματικά λόμπι κάθε πεδίο ανθρώπινης δραστηριότητας: αποκλειστικά ως ευκαιρία κερδοφορίας.
Στα κιτάπια τους δεν υπήρχαν οι άνθρωποι – θύματα: οι εξαρτημένοι, οι οικογένειές τους, οι φίλοι τους. Στα κιτάπια τους υπήρχαν μόνο ως εσαεί περιθωριακοί ασθενείς, χρήσιμοι μόνο ως πολλαπλασιαστές μιας ακόρεστης κερδοφορίας.
Και τα καταφέραμε! Χωρίς να ζητούμε αποκλεισμούς, απαιτήσαμε τον χώρο που ανήκει στη θεραπεία, στην κοινότητα. Τεκμηριώσαμε, συζητήσαμε, πείσαμε. Περάσαμε κάτι παραπάνω από 80 τροπολογίες εξασφαλίζοντας ένα σχέδιο στο οποίο χώρεσε ισότιμα, συμπεριληπτικά, οριζόντια και πανευρωπαϊκά το δικαίωμα στη θεραπεία και στην επανένταξη.
Έτσι, αποτρέψαμε τον ευρωπαϊκό «Καιάδα» που κάποια συμφέροντα ήθελαν να ρίξουν τον δύσκολο, αλλά τόσο ελπιδοφόρο, κόσμο των θεραπευτικών κοινοτήτων. Αποτρέψαμε την περιθωριοποίηση μιας ελληνικής πρωτοπορίας, αλλά –το πιο σημαντικό– και μιας πολυάριθμης ζωντανής και πολύχρωμης κοινότητας ανθρώπων που δεν αφήνουν το σκοτάδι να τους νικήσει.
Και με τη νίκη αυτή, κάναμε ένα μικρό βήμα προς την Ευρώπη που θέλουμε και διεκδικούμε ενεργά: την Ευρώπη της Αλληλεγγύης, την Ευρώπη που βάζει μπροστά τον Άνθρωπο, την Ευρώπη που κανείς δεν περισσεύει και κανείς δεν μετρά λιγότερο.
Συνεχίζουμε.