Η ενδιάμεση έκθεση για το 2022 του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ αναδεικνύει μερικές από τις παθογένειες της σημερινής ελληνικής αγοράς εργασίας. Με ποσοστό ανεργίας 12,2%, το β’ τρίμηνο του 2022, η αγορά φαίνεται πως έχει ξεπεράσει το σοκ της πανδημίας και παρουσιάζει αντοχές στην ενεργειακή κρίση και τον πληθωρισμό. Κυριαρχούν όμως διαρθρωτικά προβλήματα.

«Το β’ τρίμηνο το ποσοστό απασχόλησης (60,5%) ήταν το δεύτερο χαμηλότερο στην ΕΕ, ενώ η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας ήταν κατά 22,1% χαμηλότερη του μέσου όρου της Ευρωζώνης».

Ο τουρισμός -ως κυρίαρχη πηγή εσόδων και κλάδος δημιουργίας θέσεων εργασίας- καταγράφεται στην έκθεση με τρόπο μάλλον ανησυχητικό. «Η μεγαλύτερη αύξηση της απασχόλησης εντοπίζεται στον κλάδο της παροχής καταλύματος και εστίασης και ακολούθως στο εμπόριο. Επί της ουσίας ο ιδιωτικός τομέας δημιουργεί θέσεις απασχόλησης σε κλάδους που παράγουν χαμηλή προστιθέμενη αξία, είναι χαμηλής παραγωγικότητας και προσφέρουν χαμηλούς μισθούς. Η απασχόληση στον τριτογενή τομέα της οικονομίας έχει ανακάμψει στο επίπεδο του 2008, ενώ η απασχόληση στον δευτερογενή τομέα παραμένει κατά 38% χαμηλότερη από το 2008».

Η έρευνα διευκρινίζει πως οι εργασίες υποαπασχόλησης δεν αφορούν αποκλειστικά πρόσωπα νέας ηλικίας. Αντιθέτως, αφορούν και ηλικίες 30-44 και 45-64. Ηλικίες δηλαδή που συντηρούν, συνήθως, οικογένειες από τον μισθό. «Το 50% των ημιαπασχολούμενων επιθυμούσε να εργαστεί με πλήρες ωράριο, αλλά δεν μπορούσε να βρει θέση πλήρους απασχόλησης. Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά των υποαπασχολούμενων: στην πλειονότητά τους πρόκειται για γυναίκες και για άτομα που βρίσκονται σε παραγωγικές ηλικίες. Το β’ τρίμηνο του 2022 το 43,5% των υποαπασχολούμενων ήταν άντρες και το 56,5% γυναίκες. Ταυτόχρονα, το 39,2% των υποαπασχολούμενων ήταν ηλικίας από 30 έως και 44 ετών, ενώ το 33,3% από 45 έως 64 ετών. Επομένως, η υποαπασχόληση δεν αφορά τους νέους αλλά κυρίως όσους βρίσκονται σε παραγωγική ηλικία και συντηρούν το εισόδημα του νοικοκυριού, με συνέπεια ένα χαμηλό επίπεδο διαβίωσης. Οι συνθήκες εργασίας τους είναι άμεσα συνυφασμένες με την αδύναμη παραγωγική διάρθρωση της οικονομίας, που δημιουργεί χαμηλής ποιότητας θέσεις απασχόλησης».

Η αύξηση του κατώτατου μισθού αξιολογείται θετικά στην έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, όμως η ακρίβεια μηδενίζει τα όποια οφέλη και καθιστά αναγκαίες νέες παρεμβάσεις. «Μετά τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα το 2022, η Ελλάδα ανήλθε στην 11η θέση από τη 16η στην οποία βρισκόταν το 2021. Η εξέλιξη αυτή είναι θετική, ωστόσο ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι κάτω από το επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού είναι διαρκής όσο αυξάνεται το επίπεδο τιμών και επομένως θα πρέπει να υπάρξει νέα και σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού το 2023».

 

Κίνδυνος κατακόρυφης αύξησης εργαζόμενων φτωχών

 

Το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς δημοσίευσε ευρήματα του τρίτου ετήσιου κύματος της έρευνας «Συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα: Εμπειρίες και στάσεις γύρω από την αγορά εργασίας», που πραγματοποίησε σε συνεργασία με την εταιρεία ερευνών Prorata SA. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στις 13-31 Οκτωβρίου 2022.

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας «η ελληνική αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από έναν υψηλό και διάχυτο βαθμό επισφάλειας». Ανασφάλεια για τη θέση εργασίας, μειωμένη απασχόληση, χαμηλοί μισθοί και μισθολογικό χάσμα είναι μερικοί από τους παράγοντες αβεβαιότητας. Οι γυναίκες πλήττονται περισσότερο και εργάζονται σε δυσμενέστερες συνθήκες. «Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι πρόκειται για διαφορετικές εργασιακές πραγματικότητες: άνδρες έναντι γυναικών, νέοι έναντι μεγαλύτερων, μισθωτοί του δημόσιου έναντι μισθωτών του ιδιωτικού τομέα».

«Οι γυναίκες εργάζονται σε υπερδιπλάσιο ποσοστό από τους άνδρες (13,5% έναντι 5,3%) με μερική απασχόληση, ενώ είναι τετραπλάσιο το ποσοστό των γυναικών που αμείβονται με κάτω από 650 ευρώ (13,8% έναντι 3,6% των ανδρών)», αναφέρεται χαρακτηριστικά.

Ο κίνδυνος κατακόρυφης αύξησης των εργαζόμενων φτωχών στη χώρα μας -πρόσωπα που θα αδυνατούν να καλύψουν ακόμα και στοιχειώδεις ανάγκες- είναι περισσότερο από ορατός. Η έρευνα αποτυπώνει την αδυναμία ενός μεγάλου μέρους εργαζομένων να καλύψουν τις ανάγκες του νοικοκυριού. Οι σημαντικότερες ανελαστικές δαπάνες (στέγη, τροφή, λογαριασμοί ενέργειας κ.α.) εξαντλούν ή και υπερβαίνουν το ύψος του εισοδήματος. Αυτά τα ευρήματα παρατηρούνται και σε εργαζόμενα άτομα με πλήρη και σταθερή απασχόληση.

«Το 72% των εργαζόμενων δηλώνει ότι το εισόδημα από την εργασία του δεν επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες του χωρίς άλλους πόρους, έναντι 60,4% στην περυσινή έρευνα του 2021. Το ποσοστό αυτό φτάνει το 83,9% στις γυναίκες, αλλά και το 81,9% στους μισθωτούς του δημόσιου τομέα». Ακόμα, «το 49,3% δίνει πάνω από 20% του εισοδήματός τους από την εργασία για τη στέγαση (εκ των οποίων το 11,5% δίνει πάνω από το 40%)».

Η δυσαρέσκεια, η απαισιοδοξία και η αδικία στην αγορά εργασίας είναι διάχυτα χαρακτηριστικά. Τα εργαζόμενα άτομα μένουν απροστάτευτα απέναντι στην εργοδοσία και επιθυμούν αυστηρούς ελέγχους.

«Το 78,5% θεωρεί ότι στην Ελλάδα προστατεύονται περισσότερο τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των εργοδοτών σε βάρος των εργαζομένων. Το 73,1% θεωρεί ότι απαιτείται αυστηρός έλεγχος των εργοδοτών για την τήρηση της νομοθεσίας. Το 71,7% προσβλέπει περισσότερο σε νομοθετικές παρεμβάσεις από το κράτος έναντι 23,1% που θεωρεί αποτελεσματικότερες τις συλλογικές συνδικαλιστικές διεκδικήσεις».

Να σημειωθεί πως η τηλεργασία και οι «ψηφιακοί νομάδες» έχουν απήχηση, κυρίως στις νεότερες ηλικίες. Το 45,4% να αποτιμά θετικά την εμπειρία του από την τηλεργασία και το 36,3% θα σκεφτόταν να αλλάξει εργασία με μόνο κριτήριο τη δυνατότητα να εργάζεται εξολοκλήρου με τηλεργασία.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet