H εφημερίδα Εποχή διοργανώνει για δεύτερη συνεχή χρονιά εκδήλωση σχετική με την πορεία των κλιματικών και περιβαλλοντικών δεικτών και ιδιαίτερα της επίπτωσης των επικείμενων ερευνών και πιθανών εξορύξεων ορυκτών καυσίμων (πετρέλαιο, φυσικό αέριο) σε θαλάσσιους και χερσαίους χώρους της ελληνικής επικράτειας, στην πορεία επίτευξης των δεσμευτικών στόχων της χώρας.
Στη δύσκολη σημερινή συγκυρία, η αναζωπύρωση της συζήτησης για τις εξορύξεις, επανέρχεται και πάλι στον δημόσιο διάλογο, αναδεικνύοντας τις σοβαρές επιφυλάξεις και τους προβληματισμούς που, από πολλές πλευρές εκφράζονται, τόσο για την περιβαλλοντικές επιπτώσεις, όσο και την οικονομική σκοπιμότητα και οφέλους/ζημιάς, σχετικά με το καταλληλότερο ενεργειακό μείγμα ικανό να διασφαλίσει με όρους επάρκειας, ασφάλειας και συνθήκων κοινωνικής δικαιοσύνης, την πορεία προς την απανθρακοποίηση.
Το φυσικό αέριο και τα σύνθετα γεωπολιτικά προβλήματα, σε σχέση με τις πηγές προέλευσης του, ο ρόλος των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (χωροταξία, ενεργειακές κοινότητες κ.λπ.) και των εναλλακτικών καυσίμων στο πλαίσιο των θεσμικών δεσμεύσεων της χώρας (EΣΕΚ30), στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, καθώς και τα αποτελέσματα της COP27, θα απασχολήσουν τους ομιλητές.
Στην εκδήλωση θα λάβουν μέρος πολιτικά στελέχη, ακαδημαϊκοί, μέλη περιβαλλοντικών-ενεργειακών think tanks (ThinkBee, TheGreenTank, CAN Europe Economist, Kyoto Club), καθώς και εκπρόσωποι κινημάτων (Gastivist).
Τρεις από αυτούς περιγράφουν με σύντομα κείμενά τους θέματα που θα απασχολήσουν την εκδήλωση.
Ι.Σ.
Υδρογονάνθρακες:
κλιμάκωση για ένα «πουκάμισο αδειανό»
Οι υδρογονάνθρακες υπήρξαν ανέκαθεν πεδίον δόξης λαμπρόν των ισχυρών μερίδων του ελληνικού κεφαλαίου. Και αν η συνήθης δραστηριοποίηση αφορούσε τη μεταφορά τους, όπου οι Έλληνες εφοπλιστές πρωταγωνιστούν διαχρονικά στην παραβίαση εμπάργκο των διεθνών οργανισμών, και την επεξεργασία σε διυλιστήρια, στις αρχές της δεκαετίας του 2010 η οικονομική κρίση γέννησε μια νέα «Μεγάλη Ιδέα», τις εξορύξεις. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα είναι σε καλύτερη θέση να αποτιμήσει πώς αυτή προσέκρουσε στην αντίδραση της, εξίσου αδηφάγας αλλά πιο ισχυρής, τουρκικής άρχουσας τάξης, στην Ανατολική Μεσόγειο, πώς διαπλέχθηκε με τον παραδοσιακό ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό και σε ποιο βαθμό όξυνε -άραγε και θα οξύνει;- την κατάσταση στα όρια του πολέμου.
Το σίγουρο είναι ότι, ακόμα και χωρίς σύγκρουση ή τις ήδη παρούσες παράλληλες συνέπειες, ιλιγγιώδη αύξηση των εξοπλισμών, κόστος ετοιμότητας και συντήρησης των πολεμικών μηχανών κ.λπ., ο ανταγωνισμός κλιμακώνεται για ένα «πουκάμισο αδειανό», καθώς επιστήμονες και εμπειρογνώμονες συγκλίνουν ότι η ιστορία των υδρογονανθράκων βαδίζει προς τη δύση της, του μεν «μαύρου χρυσού» πολύ πιο σύντομα από το αναμενόμενο, του δε φυσικού αερίου σε μερικές δεκαετίες. Ασφαλώς, η επιτάχυνση του τέλους εξαρτάται και από την αντίσταση των κοινωνιών, κυρίως όσων έρχονται για πρώτη φορά αντιμέτωπες με τον κοινωνικό και περιβαλλοντικό αρμαγεδώνα των εξορύξεων.
Φυσικά η εκκίνηση δόθηκε στην πολύ πιο ασφαλή από παρόμοιους κινδύνους Δυτική Ελλάδα. Οι τρεις πρώτες open door συμβάσεις έρευνας και εκμετάλλευσης διάρκειας 35 χρόνων, με αποικιοκρατικούς όρους εννοείται, προκειμένου το παιγνίδι να γίνει δελεαστικό και για μεγάλες πολυεθνικές, υπογράφηκαν από την κυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ το 2014 και αφορούσαν τα «οικόπεδα», κατά την ορολογία της εξορυκτικής βιομηχανίας, Ιωαννίνων, Κατακώλου και Πατραϊκού κόλπου. Η σύμβαση των Ιωαννίνων ειδικότερα, στο βόρειο μισό τμήμα της Περιφέρειας Ηπείρου, παραβίασε και τις υποδείξεις της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, που προέβλεπε δύο διακριτά στάδια έρευνας και εκμετάλλευσης, προκειμένου στο ενδιάμεσο να υπάρξει πολιτική αξιολόγηση. Τις συμβάσεις κατακεραύνωσε ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση, πράγμα που δεν τον εμπόδισε να υπογράψει ο ίδιος ως κυβέρνηση άλλες καμιά δεκαριά, κυρίως θαλάσσιες. Τις τελευταίες τις υπέγραψε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αν και στο μεταξύ προέκυψε η πτώση της παγκόσμιας ζήτησης λόγω της πανδημίας. Που οδήγησε σε γενικότερο πάγωμα αλλά και στην αποχώρηση της ισπανικής Repsol από την κοινοπραξία των Ιωαννίνων, μετά από την ολοκλήρωση του πρώτου σταδίου των σεισμικών ερευνών. Έμεινε μόνη η ελληνική Energean Oil & Gas, η ίδια που ζητούσε κρατικές ενισχύσεις και δανειακές εγγυήσεις αλλά απέλυε εργαζόμενους στον Πρίνο.
Η άλλη σημαντική εξέλιξη ήταν η ανάπτυξη ενός πανελλαδικού κινήματος ενάντια στις εξορύξεις με κοιτίδα την περιοχή των Ιωαννίνων το 2017, με εξάπλωση σε όλη την Ήπειρο στη συνέχεια, καθώς τα ΕΛΠΕ πήραν τα δικαιώματα για το «οικόπεδο Άρτας – Πρέβεζας», και τέλος στις υπόλοιπες περιοχές των συμβάσεων παραχώρησης. Ένα κίνημα όχι αρκετό από μόνο του αλλά μαχητικό και πολύχρωμο, που ήταν σε θέση να διοργανώσει εκδηλώσεις και πορείες, να ξεμπερδέψει με το ιδεολόγημα των «ωφέλιμων» κρατικών εξορύξεων και να θέσει όχι μόνο τα περιβαλλοντικά προβλήματα αλλά και τις συνέπειες της καθιέρωσης εξορυκτικής ζώνης στο μοντέλο ανάπτυξης μιας περιοχής.
Η ιμπεριαλιστική εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία αποτέλεσε μάνα εξ ουρανού και για τους κερδοσκόπους των χρηματιστηρίων ορυκτών καυσίμων και για όλους ανεξαιρέτως τους παραγωγούς και μεταφορείς και τα αντίστοιχα υποστηρικτικά πολιτικά, μιντιακά και ακαδημαϊκά λόμπι. Η ραγδαία άνοδος των τιμών των ορυκτών καυσίμων, οι στρεβλώσεις της νεοφιλελεύθερης αγοράς ενέργειας - καθόλου τυχαία, η Ελλάδα διακρίνεται για τις ακριβότερες τιμές και στη χονδρική και στη λιανική αγορά - αλλά και η υπαναχώρηση της Ε.Ε. από την κλιματική της πολιτική και η νομιμοποίηση του φυσικού αερίου ως «καυσίμου μετάβασης», προφανώς άξιου χρηματοδότησης και δανειοδότησης, και τέλος η νεκρανάσταση του αγωγού EastMed έδωσαν το σύνθημα του νέου γύρου εξορυκτικής μυθολογίας, περιορισμένης αυτή τη φορά στο φυσικό αέριο.
Στο «Οικόπεδο Ιωαννίνων» η Energean καβάλησε από την αρχή στο κύμα και τον Απρίλιο ανακοίνωσε το δεύτερο στάδιο ερευνών, αυτό της ερευνητικής γεώτρησης. Αν και απέφυγε αυτή τη φορά το λάθος να πάει στο τουριστικά ανερχόμενο Ζαγόρι, το σίγουρο είναι ότι δεν ήξερε πού ακριβώς, καθώς αρχικά προσδιόρισε τη Λιγοψά, μέσα στην αμπελουργική ζώνη της Ζίτσας, στη συνέχεια ο Περιφερειάρχης προσπάθησε φιλότιμα να θολώσει τα νερά και τελικά επιλέχθηκε η περιοχή των Κουρέντων, αρκετά χιλιόμετρα νοτιότερα. Παρόλο που μικρό μόνο ποσοστό των περιοχών με ενδείξεις κοιτασμάτων κρίνεται τελικά σύμφορο για εκμετάλλευση, το δηλητήριο της αποδοχής των εξορύξεων διαχέεται και έχει σημάνει συναγερμό στις συλλογικότητες της περιοχής.
Ας μη γελιόμαστε ωστόσο! Τα κινήματα χρειάζονται τη στήριξη ενός γενικού πολιτικού σχεδίου απόρριψης των ορυκτών καυσίμων και ενεργειακής μετάβασης με άξονες τις τεχνολογίες εξοικονόμησης, τη μείωση της σπατάλης, την τοπικότητα σε βάρος των παγκόσμιων ροών και φυσικά τον κοινωνικό έλεγχο και ιδιοκτησία.
Γιάννης Παπαδημητρίου,
νομικός, Περιβαλλοντικό Κίνημα Ηπείρου
Βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο και εξορύξεις:
Τέμνονται;
Ενώ βρισκόμαστε εν μέσω μιας σοβούμενης ενεργειακής κρίσης -ή κατ’ άλλους μία κρίση των ορυκτών καυσίμων- που εκκίνησε πριν το ξέσπασμα του πολέμου με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και επιτείνεται εξ αυτού, οι κυβερνήσεις και τα κράτη μέλη στην Ευρωπαϊκή Ένωση αναζητούν λύσεις και απαντήσεις προκειμένου να απορροφήσουν το υπέρογκο ενεργειακό κόστος για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, με διαφορετικές προσεγγίσεις ομολογουμένως και ασυμφωνίες. Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί πως σε Ελλάδα και Ευρώπη, εκατομμύρια κόσμος πλέον καλείται να επιλέξει μεταξύ του φαγητού στο τραπέζι, της πληρωμής του ενοικίου και γενικότερα υποχρεώσεων και του να θερμανθεί επαρκώς. Και ενώ όλοι βιώνουν τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης στην καθημερινότητα, με τους φτωχότερους εξ ημών εντονότερα, η κρίση αυτή έρχεται και πατάει πάνω σε μια κοινωνία που έχει πιεστεί υπέρμετρα.
Ταυτόχρονα, οι αλλεπάλληλες και αλληλοτροφοδοτούμενες κρίσεις συνεχίζουν να ξεδιπλώνονται. Οι πάσης φύσεως ανισότητες -στο πλαίσιο και της υφιστάμενης ενεργειακής αλλά και γενικότερης οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης- αυξάνονται εκ νέου, η κλιματική κρίση βαίνει επιταχυνόμενη με επιπτώσεις σε όλους αλλά κυρίως στους πιο ευάλωτους, ο πληθωρισμός κινείται σε διψήφια νούμερα, το κόστος καυσίμων έχει εκτοξευθεί, οι τιμές των αγαθών μεταβάλλονται προς τα πάνω σε καθημερινή πλέον βάση, ενώ η πίεση σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις λόγω του πολύ υψηλού ενεργειακού κόστους που λειτουργεί σωρευτικά, οδηγεί σε απόγνωση χιλιάδες νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ενώ ακόμα είμαστε στην αρχή αυτού του αναμενόμενα δύσκολου χειμώνα.
Στο πλαίσιο αυτό, πολλές από τις λύσεις που εσχάτως προβάλλονται στη δημόσια συζήτηση για την υπέρβαση της υφιστάμενης ενεργειακής κρίσης εδράζονται στην ίδια τη ρίζα του προβλήματος, δηλαδή τα ορυκτά καύσιμα. Η ελληνική κυβέρνηση δια του πρωθυπουργού και του αρμόδιου υπουργού προωθεί ως λύση στην υφιστάμενη ενεργειακή κρίση την εξόρυξη υδρογονανθράκων. Αναμφίβολα αποτελεί ένα θέμα το οποίο πάντα δημιουργεί πολλές αντιδράσεις και από πολλές πλευρές του πολιτικού φάσματος.
Χαρακτηριστικό επίσης ήταν το γεγονός πως κατόπιν της ανακοίνωσης της πρωτοβουλίας για την έρευνα/εξόρυξη υδρογονανθράκων στην ελληνική επικράτεια, ο πρωθυπουργός αναχώρησε για την Αίγυπτο στην COP27 προκειμένου να συναντήσει τους υπόλοιπους παγκόσμιους ηγέτες, για να εξηγήσει πώς η χώρα θα συμβάλει στην αντιμετώπιση της σοβαρότερης κρίσης με όρους επιβίωσης του ανθρώπου κρίση, την κλιματική.
Για το ορυκτό φυσικό αέριο, η ίδια η πραγματικότητα μοιάζει απειλητική, καθώς η στρατηγική της υψηλής εξάρτησης στην Ε.Ε. (και φυσικά στην Ελλάδα) από το «μεταβατικό» αυτό καύσιμο, αποδείχτηκε πως έχει οδυνηρές επιπτώσεις και οι φωνές για γρήγορη απεξάρτηση πληθαίνουν, ενώ η επιστήμη κρούει το καμπανάκι κινδύνου.
Η συζήτηση που διοργανώνει η εφημερίδα «Η Εποχή» αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να τεθούν και να απαντηθούν ερωτήματα και την ανάπτυξη του συνόλου των επιχειρημάτων σε σχέση με το ζήτημα των εξορύξεων. Αναλύοντας την κλιματική και ενεργειακή πραγματικότητα σε Ελλάδα, Ευρώπη αλλά και παγκοσμίως, οι ομιλητές αναμένεται να αναλύσουν τις αποφάσεις της πρόσφατης COP27, να εξηγήσουν πού βρισκόμαστε και πού οδεύουμε, θέτοντας το ερώτημα για την αναγκαιότητα (το 2023 πλέον) να προχωρήσουμε με μια εξορυκτική λογική, αναλαμβάνοντας ένα περιβαλλοντικό ρίσκο, το οποίο με τη σειρά του θα είχε δυσμενείς συνέπειες και στον τουρισμό, με απώτερο στόχο να μπορεί η -πλούσια σε ήλιο, άνεμο και νερά- χώρα να γίνει ακόμα και εξαγωγός ορυκτού αερίου. Είναι επίσης σημαντικό να παρακολουθεί κανείς το τί συμβαίνει σε επίπεδο κινημάτων και πώς υποδέχονται μια τέτοια είδηση τα κινήματα πολιτών, περιβαλλοντικά κινήματα κ.ά.
Το πρώτο ερώτημα που εκ των πραγμάτων τίθεται σε αυτό το πιεστικό περιβάλλον, είναι αν η συζήτηση περί έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων είναι στην τελικά επίκαιρη, από τη σκοπιά της αντιμετώπισης της παρούσας ενεργειακής κρίσης.
Ένα δεύτερο ερώτημα αφορά τη συμβολή της χώρας αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης στο πλαίσιο της ευρύτερης ενεργειακής της στρατηγικής. Αποτελούν οι επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα λύση -έστω και καλούμενη ως «μεταβατική»- για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, στο υφιστάμενο πλαίσιο; Έχουμε περιθώριο να αδιαφορούμε για αυτή τη διάσταση;
Ένα τρίτο ερώτημα αφορά στα ζητήματα της συμβολής στην εθνική οικονομία, τη δημιουργία θέσεων εργασίας κτλ, κάτι στο οποίο οι ομιλητές αναμένεται να αναφερθούν. Μπορούν οι εξορύξεις να αποτελέσουν ένα βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο για τη χώρα, μειώνοντας τις ανισότητες και το κόστος ενέργειας για τους πολίτες;
Τελευταίο αλλά ασφαλώς όχι έσχατο ζήτημα, είναι οι υφιστάμενες εναλλακτικές απέναντι στην εξορυκτική λογική, οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν πολλαπλά οφέλη.
Δημήτρης Τσέκερης,
αναλυτής κλιματικής & ενεργειακής πολιτικής, ThinkBee
Μπορεί η Ελλάδα να γίνει
πράσινος ενεργειακός κόμβος;
Από την επανεκκίνηση, πριν από μερικές εβδομάδες, των σεισμικών ερευνών για τον εντοπισμό εγχώριων υδρογονανθράκων, παρατηρείται ένας διακομματικός ανταγωνισμός για την «πατρότητα/μητρότητα» του εγχειρήματος. Όποιος κι αν είχε την πρωτοβουλία, είναι γεγονός ότι η αρχική απόφαση είχε ληφθεί πριν από μια δεκαετία, σε μια άλλη, παρωχημένη εποχή. Τότε δεν υπήρχε ακόμα η Συμφωνία του Παρισιού ούτε η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία που έθεσαν νέους κλιματικούς στόχους. Είναι συνεπώς ένα σχέδιο που έχει ξεπεραστεί από τις εξελίξεις. Η δε επιστήμη υποδεικνύει ότι η λύση είναι η επίσπευση της απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα και η αντικατάσταση με ενεργειακές πηγές μηδενικών εκπομπών προκειμένου να συγκρατηθεί η υπερθέρμανση σε ανεκτά όρια.
Υπάρχουν ωστόσο ορισμένες φωνές που συνδέουν την εξόρυξη υδρογονανθράκων με την ενίσχυση της γεωπολιτικής θέσης της χώρας.
Είναι πράγματι έτσι; Μήπως υπάρχει άλλος, καλύτερος τρόπος που θα μας βοηθήσει να παραμείνουμε συνεπείς στην πορεία της πράσινης μετάβασης, ενισχύοντας ταυτόχρονα τον γεωπολιτικό ρόλο της χώρας στην ευρύτερη περιοχή; Ναι, υπάρχει, και αυτός είναι η ανάπτυξη υπεράκτιων αιολικών πάρκων. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει μελέτη που δημοσιεύθηκε πριν από λίγες ημέρες από την έδρα UNESCO για την κλιματική διπλωματία σε συνεργασία με τη δεξαμενή σκέψης The Green tank. Η μελέτη εξετάζει δύο βασικά ερωτήματα: πρώτον, αν η εξόρυξη υδρογονανθράκων αποτελεί βιώσιμη επιλογή σε σχέση με τους κλιματικούς στόχους που έχουν τεθεί σε διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο και αν έχει προστιθέμενη αξία από γεωπολιτική άποψη. Το δεύτερο ερώτημα είναι αν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις που μπορούν να αντικαταστήσουν το πρόγραμμα των εξορύξεων και ταυτόχρονα να κατευνάσουν τις γεωπολιτικές ανησυχίες.
Η μελέτη διαπιστώνει ότι η εξόρυξη ορυκτών καυσίμων είναι μία δραστηριότητα που δεν συνάδει πλέον με τον γενικότερο ευρωπαϊκό αλλά και τον ελληνικό σχεδιασμό για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και ιδίως με τον στόχο της κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050.
Η εξόρυξη υδρογονανθράκων δεν είναι βιώσιμη επιλογή για έναν ακόμη λόγο. Ακόμα κι αν οι έρευνες είχαν προχωρήσει, οι σχετικές επενδύσεις δεν θα μπορούσαν να υλοποιηθούν στο χρονικό περιθώριο που έχει καθοριστεί για τη μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα. Αντίθετα, η εξόρυξη εγχώριων υδρογονανθράκων θα καθυστερήσει την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, ενώ δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα συμβάλει στην αντιμετώπιση της τρέχουσας ενεργειακής κρίσης αφού απαιτεί πολυετείς και υψηλού κόστους επενδύσεις για να αποδώσει καρπούς, αφήνοντας το ζήτημα της απόσβεσής τους ανοιχτό.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση δεν αύξησαν το ενδιαφέρον για νέες επενδύσεις εξόρυξης ορυκτών καυσίμων. Παρατηρείται μια στροφή από κράτη και μεγάλες εταιρείες σε πράσινες επενδύσεις, αλλάζοντας την πολιτική τους με γρηγορότερους από τον αρχικό σχεδιασμό ρυθμούς. Οι τάσεις δείχνουν ότι η πορεία της πράσινης ενεργειακής μετάβασης δεν περιλαμβάνει νέες επενδύσεις σε εξορύξεις υδρογονανθράκων, ιδιαίτερα σε θάλασσες με δύσκολη πρόσβαση και γεωπολιτικές εντάσεις. Οι άνεμοι είναι περισσότερο ευνοϊκοί προς την κατεύθυνση της περαιτέρω ανάπτυξης των ΑΠΕ στις οποίες πρέπει πλέον να συμπεριληφθεί και η υπεράκτια αιολική ενέργεια.
Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εξόρυξη υδρογονανθράκων από τις ελληνικές θάλασσες δεν αποτελεί βιώσιμη επιλογή ούτε έχει προστιθέμενη αξία από γεωπολιτική άποψη. Οι στόχοι της μείωσης της ενεργειακής εξάρτησης, της ενίσχυσης της ενεργειακής αυτονομίας αλλά και του γεωπολιτικού ρόλου της χώρας μπορούν να επιτευχθούν με την επίσπευση της εγκατάστασης υπεράκτιων αιολικών πάρκων. Είναι ένας τρόπος που όχι μόνο συνάδει με τους κλιματικούς στόχους και τις επιταγές της πράσινης μετάβασης, αλλά θα μας εντάξει στους πρωτοπόρους παραγωγούς ενέργειας στην ευρύτερη περιοχή. Τα αιολικά πάρκα είναι η πιο παραγωγική μορφή ΑΠΕ σήμερα. Δεν είναι η μόνη λύση, αλλά είναι η πλέον ώριμη. Και είναι γεγονός ότι από το 2010 υπάρχει ενδιαφέρον για εγκατάσταση υπεράκτιων αιολικών πάρκων, ωστόσο μέχρι σήμερα δεν έχει προχωρήσει η διαδικασία. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι επικρατεί μια τρόπον τινά δαιμονοποίηση των ανεμογεννητριών. Είναι όμως γεγονός ότι η αιολική ενέργεια είναι ένας ενεργειακός πόρος ανεξάντλητος και βεβαιωμένος, όχι απλώς πιθανολογούμενος, όπως συμβαίνει με τους υδρογονάνθρακες.
Η γεωπολιτική της ενέργειας σε παγκόσμιο επίπεδο θα μεταβληθεί ριζικά και συντομότερα απ’ όσο περιμένουμε. Η υπεράκτια αιολική ενέργεια θα είναι η σημαντικότερη πηγή ενέργειας στην Ευρώπη το 2040 αλλά και σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Το γεγονός αυτό θα επηρεάσει τις τρέχουσες γεωπολιτικές ισορροπίες. Η ισχύς των κρατών θα αποσυνδεθεί από την πρόσβαση στα ορυκτά καύσιμα, ενώ κράτη που έχουν επενδύσει στις ΑΠΕ θα αναβαθμιστούν γεωπολιτικά λόγω της απεξάρτησης της οικονομίας τους από τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων. Η Ελλάδα μπορεί να καταστεί πρωτοπόρος σε μια νέα ενεργειακή αγορά η οποία φαίνεται ότι αναπτύσσεται ραγδαία. Ταυτόχρονα θα εξασφαλίσει πράσινη ενεργειακή αυτάρκεια ώστε να προλάβει την επόμενη κρίση.
Εμμανουέλα Δούση,
καθηγήτρια ΕΚΠΑ, διευθύντρια της έδρας UNESCO για την κλιματική διπλωματία