Διάχυτος είναι ο προβληματισμός και πολλές οι αναλύσεις για την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Πρόκειται πλέον για μια σταθερά του δημόσιου διαλόγου, ένα ιδιότυπο τελετουργικό που με νομοτέλεια προηγείται και έπεται πολλών εκλογικών αναμετρήσεων σε ευρωπαϊκές χώρες.
Η πρωτιά του ακροδεξιού συνασπισμού της Ιταλίας με επικεφαλής τη Τζόρτζια Μελόνι και η ανάδειξη των ακροδεξιών “Δημοκρατών Σουηδών” ως ρυθμιστών της πολιτικής σκηνής στη χώρα, ήταν οι δύο ειδήσεις του περασμένου Σεπτεμβρίου που προκάλεσαν ιδιαίτερη αίσθηση και ανησυχία για το μέλλον της Ευρώπης. Κι όμως, μετράμε ήδη περισσότερες από δύο δεκαετίες που τα ακροδεξιά κόμματα βγαίνουν από το περιθώριο και σε ορισμένες περιπτώσεις παίζουν ακόμη και πρωταγωνιστικό ρόλο. Αρκεί να θυμίσουμε ότι το «Εθνικό Μέτωπο» της Γαλλίας, με επικεφαλής τότε τον Ζαν-Μαρί Λεπέν, πέρασε πρώτη φορά στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, το μακρινό πια 2002. Η απειλή εκλογής ακροδεξιού Προέδρου αποτελεί μια 20ετή παράδοση των γαλλικών εκλογών, μια σταδιακή εξοικείωση με το κάποτε αδιανόητο. Στην Ιταλία, η «Εθνική Συμμαχία» του Τζανφράνκο Φίνι, συμμετείχε στην κυβέρνηση Μπερλουσκόνι, το ακόμα πιο μακρινό 1994.
Η παρουσία της εμπεδώνεται
Είμαστε όμως πια σε άλλη φάση. Ιδιαίτερα από το 2014, ο ακροδεξιός κίνδυνος δεν αιωρείται απλώς πάνω από την Ευρώπη. Η ακροδεξιά είναι εδώ, η παρουσία της εμπεδώνεται: με σημαντικά ποσοστά σχεδόν σε όλες τις χώρες, συμμετοχή σε κυβερνητικά σχήματα συνεργασίας, συγκρότηση μιας νέας πολιτικής οικογένειας. Δίπλα στην Γαλλία της Μαρίν Λεπέν και του Ζορντάν Μπαρντελά, την Ιταλία της Τζόρτζια Μελόνι και την Σουηδία, υπάρχει βεβαίως η κυβέρνηση Ορμπάν στην Ουγγαρία, η άνοδος του AfD στη Γερμανία, το Vox στην τρίτη θέση της Ισπανίας, ενώ κυβερνήσεις συνεργασίας με συμμετοχή της ακροδεξιάς έχουμε δει στην Ελβετία, τη Δανία και την Ολλανδία, για να αναφέρουμε μερικά παραδείγματα.
Βιώνουμε λοιπόν την υπαρκτή πραγματικότητα της νομιμοποιημένης και κανονικοποιημένης άκρας δεξιάς. Ως τέτοια, επηρεάζει συνολικά τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, μετατοπίζοντάς το δεξιότερα και θέτοντας ως αφετηρία του δημόσιου διαλόγου πολύ πιο συντηρητικές, αντιδραστικές θέσεις.
Έχουμε να κάνουμε με μια ακροδεξιά που, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις της, δεν εμφανίζει εικόνα τρομακτική ή παρωχημένη. Δεν είναι για πολλούς τα τέρατα που βγήκαν από τα σκοτεινά υπόγεια της Ιστορίας. Υπάρχουν φυσικά και τέτοια. Αλλά ο συνολικός λόγος της ακροδεξιάς έχει αμεσότητα, ευκρίνεια, επιδραστικότητα: με τρόπο απλοϊκό αλλά εύληπτο, υποδεικνύει ξεκάθαρους εχθρούς και εύκολες λύσεις σε σύνθετα προβλήματα. Είναι, όμως, κι ένας λόγος «δικαιωματικός από την ανάποδη». Υποστηρίζει με θετικό και διεκδικητικό πρόσημο, τα δικαιώματα στην πατρίδα, τη θρησκεία, την παράδοση και την οικογένεια που απειλούνται κάθε φορά από διαφορετικό εχθρό (μετανάστες-μουσουλμάνοι, παγκοσμιοποίηση, Ευρωπαϊκή γραφειοκρατία, αριστερές ελίτ, ΛΟΑΤΚΙ+ κίνημα κοκ). Κατά περίπτωση όμως, υιοθετεί και θέσεις δικαιωματικές σε ζητήματα έμφυλης ισότητας και ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιωμάτων στο όνομα της πολιτισμικής ταυτότητας έναντι του «μουσουλμανικού κινδύνου». Ένας λόγος που προβάλλει τον εθνικισμό και την περιχαράκωση ως όραμα και, ταυτόχρονα, διέξοδο σε μια εποχή πολλαπλών κρίσεων με μικρά περιθώρια και προσδοκίες για καλύτερο μέλλον. Ένας λόγος που συγκινεί ιδίως τους ηττημένους της οικονομικής κρίσης και του κοινωνικού κατακερματισμού. Ανθρώπους που νιώθουν ότι δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν και βρίσκουν πολιτική αντιπροσώπευση μόνο σε αυτόν τον ακροδεξιό αντισυστημικό λόγο και τους πομπούς του.
Οι δύο όψεις της ακροδεξιάς στην Ελλάδα
Η Ελλάδα ακολουθεί τη δική της πορεία. Η Χρυσή Αυγή αποτέλεσε μια βίαιη και ριζοσπαστική εκδοχή της ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Μετά την καταδίκη της ως εγκληματικής οργάνωσης το 2020, το κενό που άφησε παραμένει χωρίς ξεκάθαρο διεκδικητή και κληρονόμο. Η γενική εικόνα από τις δημοσκοπήσεις του τελευταίου διαστήματος δείχνει ότι η Ελληνική Λύση θα ξαναμπεί στη Βουλή, μάλλον χωρίς ενίσχυση των ποσοστών της. Ακολουθεί ο κατάδικος για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης έγκλειστος Ηλίας Κασιδιάρης. Δεν φαίνεται για την ώρα να πιάνει το απαιτούμενο 3% για την είσοδό του στη Βουλή (αν και βρίσκεται σταθερά πάνω από τις 2 μονάδες) ενώ πρέπει να ληφθεί υπόψη η ενδεχόμενη «κρυφή ψήφος» των δημοσκοπήσεων που εμφανιζόταν συχνά και με τη Χρυσή Αυγή. Στις μετρήσεις καταγράφεται και η Δημιουργία του Θ. Τζήμερου. Στη Βόρεια Ελλάδα και ακόμη περισσότερο στη Μακεδονία, τα ακροδεξιά σχήματα (όπως η Πατριωτική Ένωση του Πρ. Εμφιετζόγλου) εμφανίζουν ενισχυμένα ποσοστά.
Η παραπάνω ενδεικτική παράθεση ποσοστών λέει μόνο μια όψη της αλήθειας για την ακροδεξιά στην Ελλάδα. Μπορεί αυτή τη στιγμή να μην καταγράφει τα ανατριχιαστικά ποσοστά του πρόσφατου παρελθόντος, όμως σε αρκετά θέματα της δημόσιας ατζέντας φαίνεται πιο δυναμωμένη από ποτέ. Αν πάρουμε το παράδειγμα του προσφυγικού/μεταναστευτικού ζητήματος, η κυριαρχία των απόψεών της είναι συντριπτική. Η Ελλάδα κινείται στην πλέον σκληρή γραμμή κλειστών συνόρων και είναι κανονικότητα οι παράνομες επαναπροωθήσεις (ακόμα και με απαγωγές μεταναστών). Το δόγμα «προστασία των συνόρων ακόμα και με τη θυσία ζωών» έχει κατισχύσει σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο.
Ένα άλλο παράδειγμα έρχεται από την κίνηση του πρωθυπουργού να ανακοινώσει εφάπαξ ενίσχυση 600 ευρώ σε λιμενικούς και αστυνομικούς για «την 24ωρη αυξημένη αστυνόμευση και την επιτυχή αντιμετώπιση των μεταναστευτικών ροών». Η χρονική στιγμή, παραμονή της επετείου δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και λίγες μόλις ώρες μετά τον πυροβολισμό στο κεφάλι του 16χρονου Ρομ, Κώστα Φραγκούλη προσδίδει στην ενέργεια με έντονο συμβολισμό “τάξης και ασφάλειας”. Η αυταρχικοποίηση του κράτους και η ανάδειξη της καταστολής ως βασικής, ενίοτε και μόνης, επιλογής για τη διαχείριση διαφωνιών ή απλώς την άσκηση πολιτικής, αποτελούν αντανακλάσεις μιας ιδιότυπης ακροδεξιάς ηγεμονίας.
Πώς αντιμετωπίζεται;
Η συζήτηση για την ακροδεξιά δεν μπορεί να περιορίζεται στους σχηματισμούς και τα πρόσωπα που επίσημα την εκπροσωπούν, αλλά μπορεί και πρέπει να εκτείνεται στη δυναμική των θέσεών της. Μια σημαντική ένδειξη για το τι πραγματικά συμβαίνει στην Ελλάδα αποτύπωσε η ποσοτική έρευνα του Σημείου του περασμένου Ιουνίου, η οποία αφορούσε την καταγραφή τάσεων ακροδεξιάς συγκρότησης. Ο σκληρός πυρήνας της ακροδεξιάς στην ελληνική κοινωνία καταγράφηκε στο 7,5%, όχι βάσει πρόθεσης ψήφου, αλλά με βάση τις απόψεις των ερωτηθέντων σε θέματα που αφορούν δημοκρατικές/κοινωνικές αξίες και με δείκτες κοινωνικού και φυλετικού ρατσισμού. Tο ποσοστό αυτό επιβεβαιώνεται από τις περισσότερες πρόσφατες έρευνες πρόθεσης ψήφου, αποτελώντας το άθροισμα των ακροδεξιών πολιτικών κομμάτων. Το κρίσιμο στοιχείο είναι ότι η μέτρηση, η οποία στηρίχθηκε σε θέματα όπως δικτατορία-δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα-αστυνομία, μεταναστευτικό, εκτρώσεις κ.ά., κατέδειξε ότι η δυναμική της ακροδεξιάς φτάνει το 23% ενώ το δυνάμει ακροατήριο με βάση τη θετική του στάση σε «σκληρά ταυτοτικά» ερωτήματα της έρευνας μπορεί να φτάνει ακόμα και το 43%.
Δεν έχει εύκολη ούτε μονοδιάστατη απάντηση το ερώτημα πώς αντιμετωπίζεται μια κανονικοποιημένη ακροδεξιά με ρετουσαρισμένη εικόνα. Μια πρώτη προσέγγιση είναι η ανάλυση και εξειδίκευσή του σε επιμέρους, πιο συγκεκριμένα ερωτήματα. Αναφέρουμε μερικά ενδεικτικά, ως τροφή για προβληματισμό: Γιατί τα χαμηλότερα εισοδήματα εμφανίζονται πιο δεκτικά στις θέσεις της και πώς ανταποκρίνεται κανείς ουσιαστικά στις αγωνίες αυτών των στρωμάτων χωρίς να υποχωρήσει ο ίδιος σε πιο συντηρητικές θέσεις; Υπάρχει κάποια ανθρωπιστική και ρεαλιστική προσέγγιση στο μεταναστευτικό/προσφυγικό ζήτημα που θα μπορούσε να έχει απήχηση σε ευρύτερες ομάδες, σε μια στιγμή ποινικοποίησης της αλληλεγγύης και συλλήβδην απαξίωσης των ΜΚΟ από την κυβέρνηση και τα ΜΜΕ; Ασχολούμαστε ουσιαστικά με τον βαθύ διάχυτο φόβο αλλοίωσης της εθνικής ταυτότητας (58% στην έρευνα του Σημείου), επιχειρώντας να χαράξουμε στρατηγική για την αντιμετώπισή του -ή το προσπερνάμε ως ακροδεξιό αντανακλαστικό; Πώς πρέπει να διαχειριστούμε την τάση για επαναφορά της θανατικής ποινής και, γενικότερα, σκλήρυνσης του ποινικού κώδικα, από ένα «κοινό αίσθημα» που ζητά μεν “αίμα”, αλλά νιώθει ταυτόχρονα ευλόγως προδομένο από τη Δικαιοσύνη; Εν τέλει, αρκεί μπροστά στον ακροδεξιό κίνδυνο να επικαλούμαστε την αδιαμφισβήτητη αξία της Δημοκρατίας, παραβλέποντας πόσο γερασμένη μοιάζει η ευρωπαϊκή και ελληνική δημοκρατία στα μάτια τεράστιων τμημάτων των κοινωνιών μας, ιδίως νέων ανθρώπων;
Σκοπός αυτού του σημειώματος είναι να τονιστεί ακριβώς αυτό: σε καιρούς αβεβαιότητας ίσως έχει περισσότερο νόημα να διατυπώνονται τα κρίσιμα ερωτήματα ακόμα και αν μένουν αναπάντητα, παρά να στριμώχνονται οι εύκολες βεβαιότητές μας σε «σίγουρες» απαντήσεις.
Κωστής Παπαϊωάννου, Δάφνη Σφέτσα, Σημείο για τη μελέτη και αντιμετώπιση της ακροδεξιάς