Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Συζητάμε με τον διδάκτορα Πολιτικής Επιστήμης, Π. Κουστένη για τη σκοπιμότητα της εκλογολογίας και την παροχολογία της ΝΔ, την επίδραση των σκανδάλων των παρακολουθήσεων και τη δημοσκοπική της υπεροχή. Ο ίδιος αναλύει το στόχο της αυτοδυναμίας και το σενάριο μιας κυβέρνησης συνεργασίας, όπως και τη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ για την ανάκτηση της αξιοπιστίας του.
Βαίνουμε προς την ολοκλήρωση της τετραετίας, κάτι που στα χρόνια της κρίσης δεν έχει συμβεί πολλές φορές, αν εξαιρέσουμε την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, που πλησίασε την τετραετία. Γιατί ο πρωθυπουργός δεν ορίζει ημερομηνία εκλογών; Χρειάζεται να κρατήσει το χαρτί του αιφνιδιασμού;
Στην μακρά περίοδο των μονοκομματικών κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης, κατά κανόνα εκείνες που έκλειναν την τετραετία (1981, 1989, 2004) έχαναν τις εκλογές. Αντίθετα, η αυτόβουλη προσφυγή σε πρόωρες εκλογές ήταν ένα συνήθως επιτυχημένο εργαλείο αιφνιδιασμού στα χέρια των κυβερνήσεων. Από το 2008, με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, οι πρόωρες εκλογές ήταν ένα συχνό φαινόμενο είτε λόγω πολιτικής-θεσμικής αδυναμίας των κυβερνήσεων να ολοκληρώσουν τη θητεία τους, είτε για να αποσοβήσουν την περαιτέρω πολιτική φθορά τους. Με αποτέλεσμα η πολιτική σταθερότητα και συνακόλουθα η ολοκλήρωση της τετραετίας να αναχθεί σε κυρίαρχο ζητούμενο και εκ των πραγμάτων ένα συμβολικό θετικό χαρακτηριστικό για όποια κυβέρνηση το πετυχαίνει. Από την άλλη πλευρά, παρά τις πολλαπλές διακηρύξεις του πρωθυπουργού, τους τελευταίους μήνες φάνηκε κάποιες φορές να αμφιταλαντεύεται, χωρίς όμως να θέλει να χάσει το συμβολικό πλεονέκτημα της θεσμικής και πολιτικής συνέπειας των λόγων του. Εντούτοις, το γεγονός ότι το θέμα επανέρχεται συχνά σε δηλώσεις, μαρτυρεί ότι θέλει να διατηρήσει το στοιχείο του πολιτικού αιφνιδιασμού ή του εκνευρισμού των αντιπάλων, κυρίως όμως φαίνεται ότι θέλει να αξιολογήσει την πορεία των εξελίξεων, τόσο της αφομοίωσης των θετικών (ή ψηφοθηρικών) παρεμβάσεων (συντάξεις, παροχές κ.τ.λ.) όσο και των επιπτώσεων των αρνητικών, με βασικότερη αυτήν του κύματος της ακρίβειας μέσα σε αυτόν τον δύσκολο χειμώνα.
Η σημερινή δημοσκοπική εικόνα προδιαγράφει μια βατή πορεία προς τις εκλογές για το κυβερνών κόμμα; Η περίπτωση της ανατροπής των δημοσκοπήσεων είναι πιθανή ή μπορεί να συμβεί μονάχα κατόπιν ενός ισχυρού γεγονότος;
Τον Γενάρη του 2023, κατά τα σημερινά φαινόμενα, η ΝΔ θα συμπληρώσει επτά χρόνια δημοσκοπικής πρωτιάς στην πρόθεση ψήφου. Είναι μεγάλο αυτό το διάστημα, ίσως το πιο μακροχρόνιο στη σύγχρονη ιστορία, κάτι που σαφώς διαμορφώνει μια δυναμική, που δείχνει να εμπεδώνεται σε ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος, όπως δείχνει και η σταθερά μεγάλη υπεροχή της ΝΔ στην παράσταση νίκης. Από εκεί και μετά, η όποια φθορά καταγράφεται ήδη, φέρνει τα δημοσκοπικά μεγέθη της ΝΔ κοντά στον στενό πυρήνα των ψηφοφόρων της και είναι αμφίβολο πόσο μπορεί να συμπιεστεί περισσότερο, ενώ την ίδια στιγμή εξακολουθεί να διατηρεί μια διαφορά σχετικής ασφαλείας από τον ΣΥΡΙΖΑ. Με βάση μάλιστα τα θεωρητικά μοντέλα της εκλογικής κοινωνιολογίας, θα ήταν αναμενόμενο τα ποσοστά της να ανακάμψουν όσο πλησιάζουμε στις εκλογές, αν και σε αυτήν την προοπτική πιθανόν να επιδράσει ανασταλτικά η εφαρμογή της απλής αναλογικής που περιορίζει το διακύβευμα της κυβερνησιμότητας. Παρόλα αυτά, με βάση τα σημερινά δεδομένα δεν διαφαίνεται, αυτή τη στιγμή, σενάριο πολιτικής ανατροπής, παρά μόνο ίσως με κάποιο έκτακτο συνταρακτικό γεγονός. Εντούτοις, από τότε που η κυβέρνηση βγήκε από το δίχτυ ασφαλείας της πανδημίας, είναι πολλά τα ανάλογα γεγονότα που προέκυψαν (πυρκαγιές, κακοκαιρίες, σκάνδαλα, υποκλοπές, πόλεμος) και μέχρι τώρα δεν δείχνουν να μεταβάλλουν αριθμητικά την εκλογική συμπεριφορά.
Πώς ερμηνεύεται ότι τα σκάνδαλα των παρακολουθήσεων δεν αποτέλεσαν τη θρυαλλίδα;
Το σκάνδαλο των υποκλοπών, μετά το πρώτο σοκ σχετικά με την παρακολούθηση του Ν. Ανδρουλάκη, δεν αποτελεί πλέον πολιτικό ζήτημα, αλλά κυρίως θεσμικό. Εννοώντας ότι με βάση τις αποκαλύψεις, το κύριο χαρακτηριστικό δεν δείχνει να είναι η παρακολούθηση των πολιτικών αντιπάλων, ώστε να λάβει τον χαρακτήρα ενός ελληνικού Watergate, αλλά η ύπαρξη ενός παρακρατικού συστήματος ελέγχου κυρίως των κυβερνητικών αξιωματούχων, εφόσον στοιχειοθετηθεί η απευθείας σύνδεσή του με το ίδιο το Μέγαρο Μαξίμου. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι οι ίδιοι οι παρακολουθούμενοι δεν εγείρουν το ζήτημα, σε συνδυασμό με την ύπαρξη άλλων ζητημάτων που απασχολούν περισσότερο την κοινωνία, μειώνει το δημοσκοπικό και πολιτικό αντίκρισμά του για την ώρα, αποτελώντας ενδεχομένως αποκλειστικά μια βάση σύγκλισης μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ. Κρισιμότερο βεβαίως είναι ότι σε συνδυασμό με την αποκάλυψη άλλων σκανδάλων, τέτοια φαινόμενα δίνουν την εικόνα μιας ανεξέλεγκτης δραστηριότητας, υπό καθεστώς ατιμωρησίας, αίσθημα που τροφοδοτείται και λόγω της δημοσκοπικής υπεροχής της κυβέρνησης.
Η ΝΔ, τούτων λεχθέντων, έχει ανάγκη από το να εφαρμόζει παλιές πρακτικές εξασφάλισης ψήφου, όπως η περίπτωση της οικονομικής ενίσχυσης με 600 ευρώ στους αστυνομικούς και τους λιμενικούς;
Σίγουρα η πολιτική στρατηγική και το περιεχόμενο του πολιτικού λόγου της ΝΔ έχει εκσυγχρονιστεί σε ένα βαθμό, αλλά σε καμία περίπτωση δεν έχει αφήσει πίσω της τις παλαιοκομματικές πρακτικές και λογικές του παρελθόντος, ειδικά σε ό,τι αφορά το παραδοσιακό πολιτικό προσωπικό της, πράγμα που φάνηκε και από τις πιέσεις για νέα αλλαγή του εκλογικού νόμου. Παροχές και ενισχύσεις σαν αυτές που αναφέρατε αντιστοιχούν σε προεκλογικού χαρακτήρα κινήσεις προς στοχευμένα εκλογικά κοινά.
Στις δημοσκοπήσεις, η αξιολόγηση του κυβερνητικού έργου βαίνει μειούμενη. Ωστόσο, αρνητικά αξιολογείται και το έργο της αντιπολίτευσης. Ποιος ωφελείται από αυτό;
Καταρχήν, η αξιολόγηση του έργου της κυβέρνησης παραμένει ιδιαίτερα υψηλή για τα δεδομένα (άνω του 30%-35%), παρά το γεγονός ότι πλέον τα δύο τρίτα του εκλογικού σώματος την επικρίνουν. Το βασικότερο όμως πλεονέκτημα που καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις για τη ΝΔ είναι στις υποθετικές ερωτήσεις «αν ο ΣΥΡΙΖΑ στη θέση της κυβέρνησης θα λειτουργούσε καλύτερα», στις οποίες το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης παίρνει αρνητικές απαντήσεις. Ακόμα και εκεί που ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ένα προβάδισμα (ακρίβεια-κοινωνική πολιτική), οι απαντήσεις είναι περισσότερο ιδεολογικά φορτισμένες, αφού θεωρείται δεδομένα ένα κόμμα με μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθησία. Όμως, ακόμα και η κυβερνητική του θητεία δεν έχει πολλά παραδείγματα προς αυτή την κατεύθυνση, τουλάχιστον όχι στην ευρεία κοινωνική βάση. Η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίστηκε, μεταξύ άλλων, από την πολύ επιτυχημένη δημοσιονομική εξυγίανση, την επιτυχία της οποίας έχει πιστωθεί σε πολύ μικρότερο βαθμό, από όσο έχει χρεωθεί τις επιπτώσεις της. Και για αυτό φταίει μάλλον ότι δεν πέρασε στον κόσμο επαρκώς ο εσωκομματικός απολογισμός της τετραετίας.
Αν χάσει ο ΣΥΡΙΖΑ τις εκλογές, είναι περισσότερο δική του ευθύνη ή επιτυχία της ΝΔ;
Ο ΣΥΡΙΖΑ, με ό,τι λάθος και αν του καταλογίσει κανείς για την περίοδο της διακυβέρνησης, έδωσε αρκετά θετικά δείγματα και παρακαταθήκες στην κυβερνητική του θητεία, άσχετα πόσο επαρκώς έχουν τονιστεί ή όχι. Το πρόβλημα είναι ότι ως αντιπολίτευση η παρουσία του δεν είναι το ίδιο επιτυχημένη. Σε επίπεδο στρατηγικής έχασε μάλλον πολύτιμο χρόνο στο πεδίο της ανασυγκρότησης και κυρίως του ανοίγματος στην κοινωνική βάση, κάτι στο οποίο βεβαίως συνετέλεσε και η πανδημία. Προσωπικά εκτιμώ ότι συχνά οι πολιτικές παρεμβάσεις του δεν ακολουθούν πάντα ένα σταθερό αφήγημα, ασκούνται δε πολλές φορές περιπτωσιολογικά, ενώ άλλες φορές δεν παρακολουθούν απλώς την επικαιρότητα, αλλά διαμορφώνονται σχεδόν εξολοκλήρου από αυτήν. Το μεγαλύτερο πάντως πρόβλημα –που καταγράφεται και δημοσκοπικά – είναι ότι δεν έχει καταφέρει ακόμα να εκφράσει κυριαρχικά το αντικυβερνητικό ρεύμα: το αντιΝΔ ρεύμα δεν έχει μετατραπεί στον ίδιο βαθμό σε φιλοΣΥΡΙΖΑ, όπως το αντιΣΥΡΙΖΑ είχε μετουσιωθεί σχεδόν αυτούσιο σε φιλοΝΔ. Από την άλλη πλευρά, η ΝΔ έστω και επικοινωνιακά έχει μπορέσει να πιστωθεί μια κάποια διαχείριση των δύο μεγάλων κρίσεων που έχει κληθεί να αντιμετωπίσει στη θητεία της.
Η συζήτησή μας, μέχρι τώρα, βασίζεται στην προοπτική της αυτοδυναμίας. Είναι εμπεδωμένο από ότι φαίνεται στην κοινωνία ότι δεν μπορεί να βγει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Το σενάριο της κυβέρνησης συνεργασίας αλλάζει τη δυναμική και επομένως και την εκλογική συμπεριφορά;
Προφανώς ο στόχος της αυτοδυναμίας, ακόμα και όταν απομακρύνεται, θα παραμένει στην ρητορική της κυβέρνησης ως επικοινωνιακό πυροτέχνημα, ως ένας μοχλός επανασυσπείρωσης των δυνάμεών της. Αλλά στην πρώτη κάλπη, της απλής αναλογικής, είναι και πάλι αμφίβολο αν θα προκύψει κυβέρνηση συνεργασίας, καθώς ένα τέτοιο σενάριο είναι δύσκολο τόσο αριθμητικά (απαιτεί ένα αθροιστικό ποσοστό ψήφων της τάξης του 45%), όσο και πολιτικά, καθώς χρειάζεται κατά τα φαινόμενα μια ευρεία συμμαχία κομμάτων. Για αυτό και δεν έχει προσδιοριστεί το ακριβές περιεχόμενο της «προοδευτικής διακυβέρνησης», παρά μόνο από τον ίδιο τον πρωθυπουργό στη ΔΕΘ, όταν μίλησε για «τερατογένεση». Βεβαίως ένα τέτοιο σχήμα σε άλλες χώρες της Ευρώπης είναι σύνηθες. Εν προκειμένω, το βασικό πρόβλημα είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταγράφει δημοσκοπικά έστω και ένα θετικό ισοζύγιο απορρόφησης ψηφοφόρων απευθείας από τη ΝΔ. Ως εκ τούτου, το όποιο ενδεχόμενο πολιτικής ανατροπής προϋποθέτει κυρίως τον διεμβολισμό των πιθανών εταίρων του, γεγονός που εκ των πραγμάτων φαλκιδεύει την όποια προοπτική συνεργασίας. Αν υπήρχε αυτή η απευθείας ροή μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ, η πολιτική ανατροπή θα ήταν σαφώς πιο εφικτή, ειδικά στις δεύτερες εκλογές, καθώς η αμφιβολία για την αυτοδυναμία της ΝΔ και η ανάγκη της κυβερνησιμότητας, θα αναδείκνυε τη συνεργασία υπό τον ΣΥΡΙΖΑ ως την πιο ρεαλιστική λύση, πράγμα που πιθανόν θα ενίσχυε περαιτέρω την ροή ψηφοφόρων μεταξύ των δύο κομμάτων. Δεν ξέρω κατά πόσο ο χρόνος που απομένει είναι αρκετός για να ανατρέψει αυτά τα δεδομένα.
Η ΝΔ έχει χαράξει την προεκλογική της στρατηγική: Μητσοτάκης ή Τσίπρας, αυτοδυναμία ή χάος. Ο ΣΥΡΙΖΑ προτάσσει το αίτημα της Δικαιοσύνης. Μπορεί να αποτελέσει τον δεύτερο πόλο στο δίλημμα ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ;
Η σύγκριση μεταξύ των δύο αρχηγών καταγράφει ένα σαφές προβάδισμα του Κ. Μητσοτάκη σε ζητήματα κυβερνητικής διαχείρισης. Θεωρώ ότι σε αυτό το σημείο ο πρωθυπουργός ωφελείται από την καλή εικόνα συγκεκριμένων συνεργατών του σε τομείς της κυβέρνησης για τους οποίους η κοινή γνώμη αναζητά ένα προφίλ σοβαρού τεχνοκράτη. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι αυτή η υπεροχή δεν έχει διασαλευθεί, ακόμα και μετά το ξέσπασμα σκανδάλων τα οποία βλάπτουν απευθείας το πρωθυπουργικό περιβάλλον. Από την άλλη πλευρά, ο Α. Τσίπρας προηγείται με διαφορά σε ζητήματα κοινωνικής ευαισθησίας ή προσωπικής ακεραιότητας. Εντούτοις, η βασική «αχίλλειος πτέρνα» του παραμένει το έλλειμα πολιτικής αξιοπιστίας, το οποίο πιθανότατα απορρέει από τη μνήμη της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ, όχι τόσο ίσως για την καθαυτό άσκησή της, όσο κυρίως για τις πολιτικές διαψεύσεις στις οποίες αναγκαστικά υποχρεώθηκε.