Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως πρόκειται για τη συνηθισμένη τακτική προεκλογικών παροχών. Πως το εφάπαξ επίδομα 600 ευρώ σε αστυνομικούς και λιμενικούς, δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα …δωράκι, που την ώρα της κάλπης θα μεταφραστεί σε αντίστοιχη ψήφο υποστήριξης προς την κυβέρνηση –τι κι αν το Μάη του 2019 ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε εκραγεί κατά της 13ης σύνταξης στους συνταξιούχους, που ανερχόταν κατά μέσο όρο στα 400 ευρώ, και επιτιθέμενος στην τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έλεγε πως «αυτό που θα δώσετε δεν είναι 13η σύνταξη. Πάλι ψέματα λέτε. Ένα προεκλογικό επίδομα είναι, που δίνετε χωρίς ντροπή λίγο πριν τις εκλογές, μήπως αποφύγετε τη συντριβή».
Θα μπορούσε να είναι αυτή η ανάγνωση. Του προεκλογικού μποναμά. Είναι, όμως, έτσι; Ή, τουλάχιστον, είναι μόνο έτσι;
Για να δούμε…
Η ιδεολογική ηγεμονία, ο στόχος
Η συγκεκριμένη πρωθυπουργική εξαγγελία δε γίνεται σε ουδέτερο χρόνο. Γίνεται την ημέρα που ένοπλος αστυνομικός πυροβολεί στο κεφάλι τον 16χρονο Ρομά, Κώστα Φραγκούλη, και παραμονή της επετείου της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιλέγει, καθόλου τυχαία, τη συγκεκριμένη –απολύτως φορτισμένη ημέρα– για αυτή την κίνηση υψηλού συμβολισμού. Και επιλέγει να επιβραβεύσει μόνο αστυνομικούς και λιμενικούς –το επίδομα δεν δίνεται σε στρατιωτικούς– εκείνα δηλαδή τα σώματα ασφαλείας που έχουν να κάνουν με καταστολή και καταπάτηση δικαιωμάτων.
Στέλνοντας σαφέστατο μήνυμα και χαϊδεύοντας τα αυτιά ενός ακροατηρίου, το οποίο όχι μόνο δεν αντιδρά, αλλά επικροτεί με θέρμη φαινόμενα βίας, αυταρχισμού και αυθαιρεσίας εκ μέρους των σωμάτων ασφαλείας.
Ήταν αρχές του 2020 όταν ο Μάκης Βορίδης, σε εκδήλωση κοπής της πρωτοχρονιάτικης πίτας της ΔΗΜ.ΤΟ Τρικάλων, έλεγε: «για πρώτη φορά, διαμορφώνονται […] όροι ανατροπής της ηγεμονίας της Αριστεράς και εμπέδωσης της ιδεολογικής ηγεμονίας της Δεξιάς. Αυτό που γίνεται τώρα μπορεί να κρατήσει όχι απλώς την κυβέρνηση, αλλά τις ιδέες μας κυρίαρχες στην Ελλάδα […]. Αυτό γίνεται τώρα, μετά από 40 χρόνια. Αυτό είναι που αλλάζει».
Τόσο απλά, τόσο ξεκάθαρα, τόσο ακομπλεξάριστα. Γιατί αυτό ακριβώς επιδιώκει η Δεξιά και είναι αυτός ο στόχος τον οποίο κλήθηκαν να υπηρετήσουν οι επικοινωνιολόγοι του Μεγάρου Μαξίμου: πρώτιστο μέλημα δεν είναι απλώς η επανεκλογή της ΝΔ στην κυβέρνηση, αλλά η ήττα των ιδεών της Αριστεράς. Γιατί όταν με απολύτως συστηματικό και μεθοδικό τρόπο ενεργοποιούν τα χειρότερα ένστικτα μερίδας των πολιτών –προτάσσοντας το αίσθημα της ασφάλειας– γνωρίζουν καλά τον αντίκτυπο που κάτι τέτοιο θα έχει στο κοινωνικό σύνολο. Και είναι αυτό ακριβώς που επιδιώκουν: την εγκαθίδρυση του φόβου. Που σε συνδυασμό με την οικονομική ανέχεια, θα ταΐσει τον ρατσισμό, τον εθνικισμό, την ξενοφοβία. Που με τη σειρά τους θα οδηγήσουν στην περιχαράκωση και τον ατομικισμό, καταργώντας κάθε έννοια συλλογικής διεργασίας και διεκδίκησης.
Σε ισχύ όλα τα όπλα
Πόλεμο θέσεων διεξάγει η Δεξιά. Και δεν το κρύβει. Από την προσπάθεια να εμπεδώσει και να διευρύνει τις σκληρές νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εφαρμόζει, από τη συνεχή υπόμνηση και εφαρμογή της παραδοσιακής συντηρητικής της ατζέντας, μέχρι την υιοθέτηση πρακτικών από το διεθνώς ανοδικό ρεύμα της alt-right, όλα συντείνουν στο να μπορέσει να επιτευχθεί η ιδεολογική ηγεμονία που διακαώς επιθυμεί χρόνια τώρα.
Κι αν, όπως λέει ο Γκράμσι, η ιδεολογική διαπάλη είναι «πάνω απ’ όλα μια πολιτισμική μάχη για τον μετασχηματισμό της λαϊκής νοοτροπίας» –και ακριβώς σε αυτή τη δυνατότητα μετασχηματισμού των συνειδήσεων εδράζεται η προοπτική της ηγεμονίας– ποιο είναι σήμερα το μείζον ζήτημα για την ηγεμονία της ΝΔ; Μα, φυσικά, η ιδεολογικοποίηση του αυταρχισμού. Τα «λυμένα», επί ημερών της, χέρια των αστυνομικών, είναι απολύτως ενδεικτικό παράδειγμα.
Σε αυτό, λοιπόν, ακριβώς το πλαίσιο εντάσσεται και το επίδομα των 600 ευρώ. Αρκεί να θυμηθεί κανείς, δύο χρόνια πριν, όταν σε τηλεοπτική του συνέντευξη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης –αναφερόμενος στη διαβόητη, προς τους αστυνομικούς, ρήση του πατέρα του «το κράτος είστε εσείς»– έλεγε πως «πρέπει να εξηγήσουμε στους πολίτες κάτι το οποίο θα έπρεπε, νομίζω, όλοι να το αντιλαμβάνονται: ότι το μονοπώλιο της νόμιμης βίας σε ένα κράτος δικαίου το έχει μόνο η Αστυνομία, δεν το έχει κάποιος άλλος». Επιβεβαιώνοντας, εν αγνοία του, τον Πουλαντζά αφού ο νόμος τώρα γίνεται «ο κώδικας της οργανωμένης δημόσιας βίας».
Πόλεμος θέσεων, λοιπόν. Στον οποίον η Αριστερά οφείλει να κατέβει με τα δικά της ιδεολογικά όπλα σε πλήρη παράταξη.
«Με τον ΣΥΡΙΖΑ μας χωρίζει πολιτικό, πολιτισμικό και αξιακό χάσμα», είχε πει πέρυσι από το βήμα της ΔΕΘ ο πρωθυπουργός. Και η αξιωματική αντιπολίτευση έχει κάθε λόγο να υπερασπίζεται και να αποδεικνύει καθημερινά την αλήθεια αυτών των λεγομένων. Δεν έχει κανένα λόγο να επιδιώκει ψευδεπίγραφες δήθεν «κεντρώες» προσεγγίσεις, ούτε να πλειοδοτεί σε πρακτικές βγαλμένες από αντίπαλα ιδεολογικά οπλοστάσια.
Αντιθέτως, οφείλει να δουλέψει πάνω στην εμβάθυνση του ριζοσπαστικού χαρακτήρα της πολιτικής της και στην εκπόνηση εκείνου του προγράμματος που θα εκπροσωπήσει πολιτικά τα φτωχοποιημένα κοινωνικά στρώματα –πείθοντας τις υποτελείς τάξεις να κινητοποιηθούν για την πραγμάτωσή του– έτσι ώστε να αναδείξει τις ταξικές διαιρετικές αντιθέσεις της κοινωνίας.
Γιατί η διαιρετική τομή Αριστερά–Δεξιά, είναι πάντα εδώ, πάντα υπαρκτή. Και όσο κι αν οφείλει να επανανοηματοδοτηθεί το περιεχόμενό της –γιατί η τομή αυτή δεν αφορά το παρελθόν, αλλά το μέλλον, αφορά τι κοινωνία θέλουμε να οικοδομήσουμε– έχει σημασία να αντιληφθούμε πως συνιστά κάτι βαθύτερο από μια απλή κοινωνική, ιδεολογική ή πολιτική διαίρεση.