Ελένη Αντωνιάδου «Το μαγαζάκι του κυρίου Άρθουρ», εκδόσεις Καστανιώτη, 2022
Αν δεν ανοίξει το μαγαζάκι του ο κύριος Άρθουρ, κανείς δεν καταλαβαίνει πως έρχονται Χριστούγεννα. Δίχως «φωτάκια να αναβοσβήνουν (…) τη γνώριμη φωνή του κ. Άρθουρ να χαιρετά τα παιδιά», τα μπισκότα βανίλιας που κερνά, τα τρενάκια, τα κουκλόσπιτα, Χριστούγεννα δεν γίνονται.
Δυστυχώς ο γλυκός κυριούλης έσπασε το πόδι του στο χιόνι. Τώρα; Ποιος θ’ ανοίξει το μαγαζί; Έλα μου ντε!
Όταν όμως έχεις καλούς γείτονες και συμπολίτες, τα έχεις όλα! Και όταν ο Γουσταύος και τ’ άλλα παιδιά αναλαμβάνουν, τότε πολλά αποκαλύπτονται. Ποια η τύχη του ξύλινου ακροβάτη; Ποιος ο ρόλος του Σφήκα που χαιρόταν αν έκανε κάποιον/α να νιώσει άσχημα; Και η δυναμική γιαγιά, θά ’ναι κομβική η παρέμβασή της;
Η Ελένη Αντωνιάδου, Κυπραία που ζει στην Αθήνα, ξέρει καλά την τέχνη της αφήγησης, φιλόλογος γαρ. Ξέρει καλά όμως και την κοινωνία των παιδιών και τις μεταξύ τους συγκρούσεις τους φόβους, τις ιδιαιτερότητες, τις αντιφάσεις τους. Το ανάγνωσμα δεν τσιγκουνεύεται συναισθήματα χωρίς να γίνεται μελό. Και δεν εμμένει σε στερεότυπα. Οι ήρωες έχουν αδυναμίες όπως κάθε κοινός θνητός αλλά και το περιθώριο ν’ αλλάξουν, τρώγοντας κουλουράκια και πίνοντας χυμό. Καμιά φορά, συναρμολογώντας αεροπλανάκια και φτιάχνοντας ξύλινα παιχνίδια. Στην τελική, «δεν είναι λίγο να δίνεις χαρά στα παιδιά».
Στην πολύχρωμη εικονογράφηση, με λαμπιόνια, χιονομπάλες και πουλόβερ ζακάρ, η Γιώτα Κοκκόση.
***
Δανάη Δραγωνέα «Το νησί της βροχής – ένα μυστικό μυστικό ημερολόγιο», εκδόσεις: Α.Α. Λιβάνη, 2022
«Δεν θα παντρευτώ – Θα σπουδάσω – Θα εργαστώ». Διά χειρός Αριάνας οι φράσεις τούτες, αποτυπωμένες σ’ ένα ημερολόγιο. Η Ίζι τις ανακάλυψε. Ήρθε με τον πατέρα της από το Λονδίνο να μείνει σε τούτο το βροχερό νησί, την Κέρκυρα. Για πάντα; Μάλλον. Μα κάνει τα πάντα για να το αποτρέψει. Το σχολείο χάλια, τα ελληνικά της χάλια, το σπίτι που τους έδωσαν από τη δουλειά του μπαμπά χάλια, οι παλιατζούρες που έχει μέσα χάλια. Μόνο το γλυκό μωσαϊκό που μοσκοβολά βούτυρο και σοκολάτα, είναι μαγεία. Και η Θεοδώρα που το ’φτιαξε «ίσως να μην είναι τόσο απαίσια». Όπως και η φίλη της η Αριάνα. Που δυστυχώς δεν ζει. Διότι έζησε τον 19ο αιώνα. Ζει «ανάμεσα σε φανταχτερά αλλά άχρηστα μπιχλιμπίδια (…) γυαλιστερές καρφίτσες, χρωματιστά γάντια, καπελιέρες». Θέλουν να την παντρέψουν. Η ίδια λατρεύει τη μουσική, διαβάζει «Εφημερίδα των Κυριών» και για κάποιον φαίνεται να χτυπά η καρδούλα της. Η Ίζι με «το πρώην πιο αντιπαθητικό αγόρι της τάξης της», τον Βικέντιο, θα λύσει το μυστήριο της, περικυκλωμένης από φτερωτούς λέοντες και επίδοξους μνηστήρες, φιλενάδας της.
Η κερκυραία δημοσιογράφος Δανάη Δραγωνέα γράφει το πρώτο της βιβλίο. Σε εφήβους απευθύνεται με σύγχρονη θεματική και διαχρονικούς προβληματισμούς. Κομβικό ζήτημα, η θέση της γυναίκας στην κοινωνία, στο παρελθόν. Τότε που ο λαός της Κέρκυρας ζούσε «σε καθεστώς μεγάλης φτώχειας (…) όπως με κάθε εξουσία». Καθόλου όμως δεν παραμελεί η συγγραφέας τα σύγχρονα μπλεξίματα της εφηβείας με «μπαλοτόντο» και «ποντίγιο», καυγά και πείσμα δηλαδή. Και όχι, δεν προσεγγίζει συγκαταβατικά τους έφηβους. Τους σέβεται και τους γουστάρει πολύ. Μας παρασέρνει σε ένα μαγευτικό βιάζτο, ταξίδι στα κερκυραϊκά, σε «ένα νησί γεμάτο φαντάσματα» και τουρίστες.
Μολυβένια σκιτσάκια διανθίζουν το κείμενο, διά χειρός Δημήτρη Μαρίνη.