Προδημοσίευση από το βιβλίο του Ευκλείδη Τσακαλώτου, «Με την πλάτη στον τοίχο», εκδ. Θεμέλιο. Απόσπασμα από το κεφάλαιο «Διαπραγμάτευση χρέους: Προς ένα καθαρό διάδρομο για τη χώρα».
Αλλά και στη δική μας πλευρά μπορούμε ίσως να καταλογίσουμε υπερβολική αισιοδοξία, και όσον αφορά τη διάθεση των Ευρωπαίων να συνεργαστούν μαζί μας και τα περιθώρια που είχαμε για να τους πιέσουμε για συμφωνία, ιδίως όταν πια μια ευρωπαϊκή Σύνοδος Κορυφής για το χρέος δεν φαινόταν πιθανή. Η πραγματικότητα απέδειξε ότι η απειλή πως η χώρα θα αποχωρήσει από το ευρώ -και ως εκ τούτου η ευρωπαϊκή οικονομία θα υποστεί σημαντική ζημία- δεν ήταν πολύ αξιόπιστη. Η διαπραγματευτική δύναμη που είχε η χώρα το 2015 δεν ήταν η ίδια με αυτή που είχε το 2010 και το 2011. Μετά το πρώτο Μνημόνιο οι Γάλλο-Γερμανικές και Ολλανδικές τράπεζες ήταν πιο ασφαλείς από μια πιθανή κατάρρευση της Ελλάδας και η Ευρώπη είχε ήδη δημιουργήσει μηχανισμούς προστασίας από τη μετάδοση μιας χρηματοοικονομικής κρίσης από την περιφέρεια, από την Ελλάδα προς το κέντρο. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με το πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης, που δεν εφαρμοζόταν για την Ελλάδα, μπορούσε εν μέρει να προστατεύσει την Ιταλία και την υπόλοιπη Ευρώπη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι εμείς θεωρούσαμε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ήταν πλήρως προστατευμένη από μια ελληνική χρεοκοπία. Η νομισματική ένωση είναι κάτι πολύ παραπάνω από ένα απλό σύστημα σταθερών ισοτιμιών, υπάρχει μια αμετάκλητη υπόσχεση ότι υποτίμηση δεν θα υπάρξει ποτέ. Αν σε νομισματική ένωση μια χώρα κάνει υποτίμηση και φύγει, τότε ο υπόλοιπος κόσμος θα πάψει να βλέπει την νομισματική ένωση ως τέτοια και θα τη θεωρεί ένα απλό σύστημα σταθερών ισοτιμιών. Και γνωρίζουμε από την οικονομική ιστορία, και όχι μόνο από την εμπειρία του κανόνα του χρυσού, ότι τα συστήματα αυτά είναι πάρα πολύ ευάλωτα σε περιόδους ύφεσης.
Σε κάθε περίπτωση, στις διαπραγματεύσεις ίσως έχει περισσότερη σημασία τι πιστεύει το άλλο μέρος παρά τι ισχύει στην πραγματικότητα. Και ο Β. Σόιμπλε μαζί με κάποιες άλλες χώρες φαίνονταν να πιστεύουν ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να αποχωρήσει χωρίς μεγάλες απώλειες για την υπόλοιπη Ευρώπη, έδιναν μάλιστα την εντύπωση ότι προτιμούσαν τη λύση της αποχώρησης.
Εσωτερικά τώρα, εντός του ΣΥΡΙΖΑ, η μάχη για τη θέση του κόμματος σχετικά με την παραμονή ή μη στο ευρώ είχε δοθεί και κερδηθεί σε προηγούμενο χρόνο. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν με την παραμονή στο κοινό νόμισμα για μια σειρά λόγων τακτικής και στρατηγικής, η ανάλυση των οποίων υπερβαίνει τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου. Ένας από τους βασικούς λόγους ήταν το ότι η έξοδος από το ευρώ θα είχε τεράστιο κόστος για την κοινωνία και ιδίως για τους πιο ευάλωτους και ευάλωτες, το οποίο ίσως να μην ήταν απόλυτα κατανοητό. Δεν ήμασταν πλέον στην αρχή της κρίσης. Η οικονομία είχε ήδη υποστεί μεγάλες πληγές από τα πρώτα Μνημόνια με μια ύφεση της τάξης του 25%. Μια έξοδος από την Ευρωζώνη ήταν σίγουρο ότι θα προκαλούσε στο άμεσο μέλλον μια νέα μεγάλη ύφεση, που θα ερχόταν να προστεθεί στην πρώτη. Αυτό θα μπορούσε να κάνει την οικονομική αλλά και την πολιτική κατάσταση στη χώρα μη διαχειρίσιμη. Ένα δικό μας εθνικό νόμισμα θα υπόκειτο άμεσα σε μεγάλη υποτίμηση με ό,τι αυτή συνεπαγόταν για το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών και δη των φτωχότερων εξ’ αυτών. Ο άμεσος αποκλεισμός μας από τον δανεισμό θα καθιστούσε ούτως ή άλλως αναγκαία την επίτευξη πλεονασμάτων και άρα περικοπών. Οι εισαγωγές αγαθών με τα οποία έχουμε συνηθίσει να ζούμε θα ήταν απαγορευτικές ως προς το κόστος. Βέβαια στο μέλλον η υποτίμηση θα μπορούσε δυνητικά να αυξήσει τις εξαγωγές και να βελτιώσει το έλλειμα στις τρέχουσες συναλλαγές, αλλά αυτό αφορούσε το μέλλον και με την επιφύλαξη της δυνατότητας επανόδου της χώρας μετά την κατάρρευση.
(….)
Στην πορεία των διαπραγματεύσεων και όσο περνούσε ο χρόνος, η λύση του κουρέματος του χρέους άρχιζε να φαντάζει ανέφικτη. Εξαιτίας των αντικειμενικών συνθηκών που αναλύθηκαν παραπάνω, αλλά και των επιδιώξεων και των δύο μερών, το πρώτο εξάμηνο του 2015 υπήρξε μακρόσυρτη διαπραγμάτευση με μικρή πρόοδο. Προς το τέλος του είχε καταστεί πια σαφές ότι δεν επρόκειτο να υπάρξει μια συνολική ευρωπαϊκή λύση για το χρέος, και κατά συνέπεια η ρύθμιση του ελληνικού χρέους έγινε ακόμα δυσκολότερη υπόθεση.
Φτάνοντας στο τέλος Ιουνίου, τα διαθέσιμα πλέον δεν αρκούσαν και για αποπληρωμές χρέους και για κάλυψη άμεσων τρεχουσών αναγκών, δηλαδή μισθών και συντάξεων. Δεδομένων των συνθηκών, στις 27 Ιουνίου ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ανακοίνωσε την πρόθεση του να διεξάγει δημοψήφισμα στις 5 Ιουλίου, για την αποδοχή ή την απόρριψη της πρότασης των θεσμών η οποία πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είχε καμία ουσιαστική πρόβλεψη για την ρύθμιση του χρέους παρά μόνο συγκεκριμένα μέτρα λιτότητας που έπρεπε να νομοθετηθούν, χωρίς ουσιαστική χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας για τα επόμενα χρόνια.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι γνωστό σε όλους. Η απόρριψη της προτεινόμενης συμφωνίας, έδωσε τη δυνατότητα στην ελληνική κυβέρνηση να επαναδιαπραγματευθεί μεταξύ άλλων το ζήτημα του χρέους. Μάλιστα υπήρχε πλέον σαφής σχετική διατύπωση στο κείμενο. Ήταν ένας επίπονος και δύσκολος συμβιβασμός αλλά γνωρίζαμε ότι είχαμε κάτι να δουλέψουμε στο ζήτημα του χρέους. Αυτή η δέσμευση ήταν μια βάση αισιοδοξίας για την έκβαση της στρατηγικής του καθαρού διαδρόμου που θα συζητήσουμε στην επόμενη ενότητα.