Tης Μαρίας Παπαγιάννη

 

Ο Ζαμέλ κάθε τόσο βάζει το χέρι του στην τσέπη και πιάνει το κλειδί. Παρά λίγο να του πέσει δυο φορές σήμερα.

Έξω από το μαγαζί που μυρίζει πιπέρι και κανέλα, το σφίγγει δυνατά.

Κρα κρα ακούει και βλέπει ένα μαύρο πουλί να σκίζει τον ουρανό.

Ο Ζαμέλ κουνάει το κλειδί «καλό ταξίδι μαύρο πουλί».

Είναι λίγους μήνες σ’ αυτή την καινούργια πόλη. Μένει με τη μεγάλη του αδελφή στο μαγαζί που δουλεύει. Η Μπέλα στην άλλη πόλη, τη δική τους, σπούδαζε δασκάλα. Πολύ θα ήθελε ο Ζαμέλ να έχει την Μπέλα δασκάλα όταν πάει σχολείο αλλά αυτό δεν γίνεται.

 

Στο συντριβάνι, βγάζει τα παπούτσια του και βουτάει τα πόδια του στο νερό.

Το μεσημέρι τρέχει στην ταβέρνα. Βλέπει τον μάγειρα να στριφογυρίζει με το ένα χέρι το μουστάκι του και με το άλλο τα σουβλάκια πάνω στη φωτιά.

Ο Ζαμέλ του κάνει από μακριά μια κίνηση σαν να σκουπίζει. Ο μάγειρας κουνάει το κεφάλι του χωρίς να αφήσει ούτε το μουστάκι, ούτε τα σουβλάκια.

«Είδες τα πόδια σου; Τράβα πίσω στην αυλή να τα πλύνεις».

Ο Ζαμέλ τρέχει, χώνει τα πόδια του κάτω από τη βρύση κι ύστερα τα σηκώνει ψηλά στον ήλιο να στεγνώσουν και φοράει τα παπούτσια του που τα είχε στριμώξει στις τσέπες του. Πλένει το πρόσωπό του και τα χέρια του. Ο μάγειρας χαμογελάει, άρα... μπορεί να μπει.

Ο Ζαμέλ παίρνει τη σκούπα πίσω από την πόρτα και σκουπίζει την ταβέρνα. Ο μάγειρας του κλείνει το μάτι και του δίνει το αγαπημένο του. Γύρο με πίτα κι απ’ όλα.

Η Μπέλα από την κουζίνα του φωνάζει: «Το σκούπισμα δεν είναι δουλειά σου».

«Μπα; και ποια είναι η δουλειά μου;»

«Τα γράμματα και τα παιχνίδια. Τράβα να παίξεις και το βράδυ θα σου πω καινούργια ιστορία. Όταν θα φύγουν όλοι. Μην ξεχαστείς κι αργήσεις. Το έχεις;» τον ρωτάει αυστηρά.

Και φυσικά το έχει. Η Μπέλα μπορεί να είναι μεγαλύτερη αλλά ο Ζαμέλ κρατάει το κλειδί. Σ’ αυτόν το εμπιστεύτηκε ο μπαμπάς. Σ’ αυτόν μόνο.

 

 

Στο επόμενο στενό τον βλέπει ο Ραχάτης, το αδέσποτο τσομπανόσκυλο. Τον ακολουθεί ως το σχολείο. «Άντε. Βιάσου», του φωνάζουν τα παιδιά και του ρίχνουν την μπάλα. «Τώρα το καλοκαίρι είναι ωραιότερο το σχολείο», του λέει ο Νικόλας. Ώσπου να γυρίσουν σπίτι τους θα πηγαίνει κι ο Ζαμέλ σ’ αυτό το σχολείο.

Ο Ζαμέλ είναι άπαιχτος τερματοφύλακας. Πιάνει όλα τα σουτάκια ακόμα και τα πιο δυνατά. Παίζουν ώσπου να νυχτώσει κι ύστερα τρέχει στο μαγαζί. Είναι κλειστό τα βράδια. Η Μπέλα τον περιμένει.

«Πάμε», του λέει, «σου έχω έκπληξη. Σήμερα θα κοιμηθούμε στο φεγγάρι».

Τον παίρνει από το χέρι κι ανεβαίνουν στην ταράτσα. Σε μια γωνιά έχει στρώσει τις πολύχρωμες κουβέρτες. Ξαπλώνουν κάτω από τον ουρανό.

«Κοίτα Ζαμέλ. Είναι πανσέληνος».

Όταν το φεγγάρι απελευθερώνεται από τις κεραίες και τις πολυκατοικίες μοιάζει ολόιδιο με αυτό που βλέπανε από το σπίτι τους στο χωριό. Κι εκεί όταν είχε πανσέληνο κοιμόντουσαν κάτω από τον ουρανό. «Είναι κρίμα», έλεγε ο μπαμπάς, «να αφήσουμε τέτοιο φεγγάρι να στέκει μόνο του». Και ο Ζαμέλ όλο ρωτούσε «είναι ίδιο παντού το φεγγάρι;»

 

Αχ, να ήταν αλήθεια αυτός ο ουρανός που έχει τώρα στον νου του. Να στριμωχνόταν ανάμεσα στον μπαμπά και στην μαμά. Να ακούγανε μαζί τους θορύβους της νύχτας κι ο μπαμπάς να έλεγε ιστορίες. Άκου το πουλί Ζαμέλ. «Γκιων… Γκιων… ψάχνω τους αγαπημένους μου».

Αχ, να μην ήταν εξόριστο το φεγγάρι. Αχ, να έβρισκε ο γκιώνης τους αγαπημένους του.

«Ζαμέλ όμορφο δεν είναι το φεγγάρι;»

«Ομορφότερο ήταν στο δικό μας σπίτι».

«Μην λες βλακείες. Το φεγγάρι παντού το ίδιο είναι».

«Ναι αλλά εμείς θα πάμε σπίτι μας».

«Θα πάμε Ζαμέλ. Έχεις το κλειδί;»

Ο Ζαμέλ βάζει το χέρι του στην τσέπη και βγάζει το κλειδί. Κι ύστερα το βάζει κάτω από το μαξιλάρι, ακριβώς στη μέση. Κι όταν τους παίρνει ο ύπνος βλέπουν και οι δυο το ίδιο όνειρο. Περπατάνε κάτω από το φεγγάρι κι όταν φτάνουν στο σπίτι τους ο Ζαμέλ βάζει στην πόρτα το κλειδί.

Γκιων… γκιων… κλαίει το πουλί που ψάχνει τους αγαπημένους του.

Στ’ αλήθεια και στο όνειρο.

 

Μαρία Παπαγιάννη Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2023 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet