Της Μαρίας Καζάντη
Εικονογράφηση: Χριστίνα Παναγιωτίδου
Ντάξει, το ξέρει. Το εμπέδωσε σαν τη μάχη του Μαραθώνα και τη διαίρεση με διψήφιο. Όλοι είμαστε ίσοι και έχουμε ίσα δικαιώματα και ειρήνη στον κόσμο και δεν συμμαζεύεται. Στα βιβλία μένουν αυτά. Τα βαρετά. Που μακάρι νά ’τανε σαν τον Χάρι Πότερ. Αλλά δεν… Τα κάνουν και μάθημα τα δικαιώματα. Μάθημα. Μόνο. Να κάτσει στο θρανίο με τον κολλητό του, δικαίωμα δεν πιάνεται. Και καλά, μιλούσανε. Δίπλα του έβαλαν την Χριστίνα. Βλέπει τα κοτσίδια της με κοκαλάκια τριαντάφυλλα. Και στέκα με πονπόν. Κάπου έλεος. Βαρετά. Παμβάρετα.
Αυτός αναγκάζεται ν’ αφήνει την καλάμα του σπίτι. Την ένδοξη καλάμα του. Που την έκοψε απ’ το μυστικό του σημείο, εκεί πέρα στη θάλασσα. Που σκάει ποταμάκι απ’ το βουνό. «Πώς και δεν χτίσανε ξενοδοχείο ακόμα», μουρμουρούσε ο παππούς του, πελεκώντας καλάμι να το κάνει πιναύλι*.
Πίσω του έκατσε η Μπαχάρ. Μόνη της. Επίτηδες δεν το λες. Δεκαοχτώ ήτανε κι αυτή δεκαεννιά. Τελευταία ήρθε στο νησί, τον Οκτώβρη. Δεν μιλούσε. Λέξη. Ελληνικά δηλαδή, γιατί όλο τραγουδούσε αράβικες μελωδίες. Ωραία είναι τ’ αράβικα. Θα κάτσει μαζί της, να μάθει. Εύκολα μαθαίνει ξένες γλώσσες. Το φαΐ της, όμως; Θέμα. Μεγάλο θέμα. Μυρωδιά άγνωστη. Παράξενη. Πιπεράτη. Θα την υποστεί.
Φιλευτήκανε. Έμαθε να μετρά. «Ουαχάτ, ετνέ, ταλάτα…». Για πρώτο διάλειμμα, κομπλέ. Στο σχόλασμα πήγανε σπίτι του. Οι μάνες τους συμφωνήσανε. Και το φαΐ της Μπαχάρ νόστιμο. Και σκασίλα του η γειτόνισσα. «Ήρταν πάλι», λέει στραβομουτσουνιασμένη. Για τους πρόσφυγες. Σαν την Μπαχάρ. «Μπαχάρ, Μπαχάρ», επίτηδες φωνάζει δυνατά, να νευριάζει η χαζοβιόλα που θαρρεί πως θα της πάρει τη δουλειά η μάνα της Μπαχάρ επειδή μαγειρεύει τέλεια. Τα κιμπέ. Κάτι σαν κεφτεδάκια.
Τα πήρανε μαζί. Και πήγανε στο μυστικό σημείο. Είναι φιλενάδα του πια.
«Προσεχτικά, Γεράσιμε», φωνάζει ο παππούς. Να δεις, θα τους ακολουθήσει.
Η καλάμα του, στο χέρι. Στης Μπαχάρ, πάλι, λουλούδια. Όχι, ρε φίλε! Ασκελαρούα είναι. Φαρμακερό φυτό, άγριο. Άμα την τρίψεις στον πισινό σου, τρέχεις κατοστάρι. Στων προσφύγων τους πισινούς θα την τρίψει, έλεγε ο άντρας της γειτόνισσας, «να πάνε ’πο κει που ήρθαν». Ο παππούς δεν του ξαναμίλησε. Μέχρι που ζήτησε συγγνώμη.
Φτάσανε. Στον γιαλό. Ζωγραφίζει καβουράκια με την καλάμα του στη βρεγμένη άμμο. Ηρεμία. Ουαχάτ, ετνέ, πετραδάκια ρίχνει η Μπαχάρ στη θάλασσα.
Πόση ώρα πέρασε; «Εκεί, δες!», τον σκουντά η Μπαχάρ. Βαθιά, μες στα μαύρα νερά, μισοβουλιαγμένη βάρκα. Άνθρωποι φωνάζουν. Κολυμπούν. Παιδάκια, κλάματα. Πού ’ναι τα παλιά μπρατσάκια άραγε; Ο παππούς; Μακάρι να τους ακολούθησε. Βροντά την καλάμα του στη θάλασσα, αφροί σηκώνονται. Πήραν χαμπάρι κάτι θειάδες, χειμερινές κολυμβήτριες, μπροβάλλει ο παππούς από τις καλαμιές, πιο κει σέρνουν ένα καΐκι στο νερό. Χέρια απλώνονται. Άνθρωποι ξέπνοοι. Παιδάκια. Βγαίνουν απ’ το καΐκι. Πάλι κλάματα, φοβούνται.
Ένα ροζ πλαστικό μποτίνι πλέει στα ρηχά. Κανείς δεν του δίνει σημασία. Θα το πάρει μέσα η θάλασσα. Ήρθε η ώρα της καλάμας. Την απλώνει. Σαν τρόπαιο το πιάνει. Στο ξυπόλητο ποδαράκι το βάζει. Μόνος του. Δάκρυα χαμογελαστά το κοριτσάκι. Χαμογελαστά φιλάκια η Μπαχάρ. Στο μάγουλό του. Μπλιάχ; Θα το σκεφτεί μετά. Μπήγει την καλάμα του στην άμμο. Την κρατά. Το δαχτυλάκι της Μπαχάρ στο δικό του. Το αφήνει. Εκεί. Μαζί.
* παραδοσιακό πνευστό όργανο