Το λαϊκότερο και δημοφιλέστερο άθλημα, το ποδόσφαιρο καταφέρνει να διατρέχει τις φλέβες των κοινωνιών, να γεννά πάθη και ελπίδες, συγκρούσεις και διεξόδους, με τρόπο συναρπαστικό όσο και αναπάντεχο. Σκοτεινές προσωπικότητες, καρτέλ ναρκωτικών, αιμοσταγείς πολέμαρχοι, δικτάτορες, απελευθερωτικά κινήματα και ένοπλες ομάδες επιχείρησαν να εκμεταλλευτούν και να αξιοποιήσουν τη δύναμη και επιρροή του ποδοσφαίρου για να ενισχύσουν το δικό τους αφήγημα και να καθορίσουν τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων. Στο βιβλίο "More than a game! -Το ποδόσφαιρο ως πεδίο έκφρασης και διεκδίκησης, πολιτικής σύγκρουσης και αντιπαράθεσης” (Εκδόσεις Απρόβλεπτες) ο Δημήτρης Ραπίδης σκιαγραφεί πολιτικές πλευρές του ποδοσφαίρου. Ανάμεσα στα “ταξίδια” το βιβλίο μάς πάει και στη, Κούβα: «Η χώρα βρίσκεται εδώ και κάποια χρόνια σε ένα κομβικό σταυροδρόμι, με πολλούς να αισθάνονται ότι ο θάνατος του Φιντέλ Κάστρο κι η αποχώρηση του αδερφού του Ραούλ από το τιμόνι της χώρας και του άμεσου ελέγχου της πολιτικής πραγματικότητας μπορεί να παρασύρει το κόκκινο νησί της Καραϊβικής σε μια εποχή πλήρους εναγκαλισμού με τον καπιταλισμό κι όσων δεινών κουβαλά.
...Όποια κατεύθυνση κι αν πάρει η χώρα, το μόνο στο οποίο θα μπορούσαμε να ποντάρουμε με κάποια σιγουριά είναι ότι η κρυμμένη ποδοσφαιρική της κουλτούρα θα φτάσει και στον υπόλοιπο κόσμο. Τα τελευταία χρόνια Κουβανοί ακούν στα ραδιοφωνάκια τους μεταδόσεις από την τελική φάση Παγκοσμίων Κυπέλλων κι αγώνες Τσάμπιονς Λιγκ, συζητούν για τη Λίβερπουλ του Κλοπ, αναφέρονται στον Κριστιάνο Ρονάλντο ή τον Μέσι σαν να έχουν περάσει κι αγωνιστεί από το νησί, με τα παιδιά να παίζουν μπάλα στα στενά σοκάκια της Αβάνας. Η αλλαγή έρχεται κι αυτή δεν θα είναι ήττα του κομμουνισμού, αλλά νίκη του ποδοσφαίρου.
Η... pelota των Κουβανών
Στο μεγαλύτερο μέρος του ισπανόφωνου κόσμου, το «la pelota» αναγνωρίζεται ως «η μπάλα», το ποδόσφαιρο. Όταν ο Μαραντόνα μιλούσε για μπάλα, ο κόσμος καταλάβαινε. Στην Κούβα όμως, ακόμα και σήμερα, όταν μιλούν για μπάλα, αναφέρονται συνήθως στο εθνικό άθλημα της χώρας, το μπέιζμπολ. Ωστόσο αυτή η κουβανική απόκλιση από τον «κανόνα» δεν σημαίνει ότι το ποδόσφαιρο δεν αγαπιέται ή ότι δεν παίζεται στους δρόμους. Στην Αβάνα, στο Σιενφουέγος, στη Σάντα Κλάρα και την Κάρδενας, τα παιδιά κλωτσούν την μπάλα με άνεση, χαίρονται το ποδόσφαιρο με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο σπεύδουν να πιάσουν τα ρόπαλα και τις μπάλες του μπέιζμπολ. Δύσκολα θα δεις σε άλλη χώρα τέτοια άνεση στην εναλλαγή δύο παιχνιδιών.
Στο γύρισμα του αιώνα, μια παράξενη ανατροπή της ποδοσφαιρικής τύχης ένωσε την εθνική ομάδα της Κούβας και τη Bonner FC, μια γερμανική ομάδα της τέταρτης κατηγορίας, με έδρα την πρώην πρωτεύουσα Βόννη, κοντά στα βελγικά σύνορα.
Η στήριξη της Bonner FC
Στα τέλη του 1998, ο 52χρονος ιδιοκτήτης του συλλόγου, Χανς-Ρόμπερτ Βιολ, έτυχε να πέσει πάνω σε ένα βίντεο αγώνα μεταξύ Κούβας και Βραζιλίας, τον οποίο κέρδισαν οι Βραζιλιάνοι με 2-0. Ο Βιολ εντυπωσιάστηκε από την προσπάθεια και την απόδοση των νησιωτών, εξετάζοντας το ενδεχόμενο να υπογράψει κάποιους από τους καλύτερους παίκτες της ομάδας. «Σκεφτήκαμε ότι ίσως μπορούσαμε να φέρουμε έναν ή δύο Κουβανούς παίκτες στη Γερμανία», εξήγησε τότε ο προπονητής του συλλόγου Ράινερ Τόμας. Η κουβανική ομοσπονδία ήταν αντίθετη στην ιδέα, με τον Βιολ να απαντά ότι θα μπορούσε να φιλοξενήσει ολόκληρη την ομάδα στη Βόννη. Στον Κάστρο φαίνεται ότι άρεσε τελικά η αντιπρόταση κι έτσι η ομοσπονδία συμφώνησε, με μόνη προϋπόθεση να μην λάμβανε καμία αμοιβή η ομάδα, κάτι που ήταν σίγουρα βολικό για τους Γερμανούς. Οι παίκτες θα έπαιρναν ένα μικρό χαρτζιλίκι για τα καθημερινά έξοδα, ενώ κανονίστηκε φαγητό και διαμονή σε μια πανσιόν στην άκρη ενός δάσους στην πόλη Ράινμπαχ. Ως εναλλακτικό μέσο πληρωμής, η Bonner FC έστειλε πλούσιο ποδοσφαιρικό εξοπλισμό, από μπάλες, μέχρι αθλητικά είδη και ό,τι άλλο ήταν απαραίτητο για τις προπονήσεις πίσω στην Κούβα. Το φαξ έγκρισης από το κομμουνιστικό επιτελείο έφτασε στη Βόννη τον Ιανουάριο του 1999 και δεκαπέντε ποδοσφαιριστές, ένας διερμηνέας, ένας μάγειρας, ένας μασέρ και δύο προπονητές της εθνικής ομάδας μπήκαν στο αεροπλάνο και προσγειώθηκαν στη δυτική Γερμανία για να γράψουν ένα νέο, παράξενο κεφάλαιο στην ποδοσφαιρική ιστορία της χώρας».