Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ένας σπουδαίος γερμανοεβραίος φιλόσοφος του Μεσοπολέμου, έγραφε στο περίφημο δοκίμιό του «Για μια κριτική της βίας», ότι την αστυνομία δεν δεσμεύει το δίκαιο, ότι στην ουσία αυτή χρησιμεύει στο κράτος όταν αυτό δεν μπορεί να πετύχει τους σκοπούς του έννομα. Η εξουσία συνεπώς της αστυνομίας, λέει ο Μπένγιαμιν, είναι «άμορφη», «διάχυτη» και «φασματική». Ο ρόλος της είναι η πειθαρχική «παρακολούθηση» του πολίτη. Η νομική ιδεολογία συνδέει, αντίθετα, με την αστυνομία ένα ρόλο μέριμνας, προ-δραστικής λειτουργίας και διασφάλισης αγαθών, η οποία και δικαιολογεί την κατασταλτική της δράση. Αυτό που αυτή η ιδεολογία επιδιώκει είναι η καθησυχαστική εκλογίκευση της πραγματικής αστυνομικής δράσης, την οποία περιγράφει ο Μπένγιαμιν. Διαφωτιστικό ιστορικό προηγούμενο αποτελεί η αντίληψη της πρωσικής «πεφωτισμένης» απολυταρχίας για τον εαυτό της, όπου, για να αναδείξει τον εποπτικό και προνοιακό της χαρακτήρα, αυτοπροσδιοριζόταν ως «αστυνομικό κράτος», όρος που μόνο μετά την είσοδο των μαζών στο ιστορικό προσκήνιο και την επικράτηση δημοκρατικών ιδεωδών απέκτησε το γνώριμο αρνητικό του πρόσημο.
Στην ύστερη νεωτερικότητα, η αρνητικότητα αυτή θολώνει. Χωρίς το «αστυνομικό κράτος» να αξιολογείται πάλι θετικά, έχει πια πάψει να συγκεντρώνει την κριτική. Αυτό συναρτάται με ό,τι έχει αποκαλέσει ο Ανιόλι από τη δεκαετία του ’80, με αφορμή το δυτικογερμανικό παράδειγμα, «μετασχηματισμό της δημοκρατίας», δηλαδή με τη διαπίστωση της ανάδυσης ενός πολιτειακού μορφώματος που υποβαθμίζει τις δημοκρατικές διεκδικήσεις και επιδεικνύει μια ξεχωριστή ικανότητα κοινωνικής ενσωμάτωσης και εξασθένισης του κριτικού λόγου και της ριζοσπαστικής πράξης. Η «δυτική δημοκρατία» αποκαλύπτεται πλέον ως ένα όλον ακώλυτης λειτουργίας της οικονομίας της αγοράς την οποία εγγυάται ένα κατασταλτικό κράτος. Η νεοφιλελεύθερη κατάληξη υπήρξε η λογική συνέπεια αυτής της έτσι μετασχηματισμένης δημοκρατίας.
Η ελευθερία της αστυνομίας να υπηρετεί αυτή τη διαδικασία γίνεται σε αυτό το πλαίσιο η προσφορότερη λύση. Ασκώντας διακριτική μεταχείριση κατά ευάλωτων ή ανεπιθύμητων από τον κυρίαρχο λόγο προσώπων ή κοινωνικών κατηγοριών και ομάδων (βιασμοί σε κρατητήρια, θανάσιμοι πυροβολισμοί κατά «παριών», συστηματική βία κατά διαδηλωτών, όπως π.χ. συνέβη με την αντιμετώπιση των «κίτρινων γιλέκων» στη Γαλλία, ανοχή στην εξιχνίαση και δίωξη της πατριαρχικής και μισογυνικής βίας κλπ) η αστυνομία προβαίνει σε καταχρήσεις του «ιδανικού» ρόλου της. Η διαπίστωση ανάλογων φαινομένων και στην Ελλάδα δείχνουν –πέραν επιφανειακών και πρόχειρων δαιμονοποιήσεων του αστυνομικού σώματος ή των μελών του- ότι ο Μπένγιαμιν επιβεβαιώνεται στη διάγνωσή του για την εξ ορισμού πέραν του εννόμου κείμενη φύση του αστυνομικού έργου. Η επιβεβαίωση αυτή δείχνει επίσης και τα όρια της αφελούς αντίληψης ορισμένων ότι οι αστυνομικές υπερβάσεις είναι ελλείμματα «επαγγελματισμού». Και είναι αφελής αυτή η αντίληψη διότι αδυνατεί να αφομοιώσει την ποιοτική μετεξέλιξη που περιγράψαμε, ότι δηλαδή το ζήτημα δεν είναι τεχνικό ή τεχνοκρατικό («καλύτερη εκπαίδευση» των αστυνομικών οργάνων), αλλά ουσιαστικό: στην μετασχηματισμένη δημοκρατία χρειάζεται μια αδέσμευτη από τον νόμο αστυνομία.
Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία εδώ είναι η ευρεία κοινωνική αποδοχή αυτού του ρόλου της αστυνομίας. Η «σιωπηρά πλειοψηφία» επιβραβεύει, ανέχεται ή εθελοτυφλεί μπροστά στις καταχρήσεις. Το «μετασχηματισμένο δημοκρατικό όλον» διέπεται από μια επιθυμία της αστυνομίας με την ψυχαναλυτική έννοια. Ο «λαός» ταυτίζεται με την αστυνομία. Αυτή η ταύτιση δεν καθιστά ασφαλώς την αστυνομία «λαϊκή». Αντιθέτως: είναι εκείνη η ταύτιση που συγκροτεί έναν «αστυνομικό λαό».