Ούτε μια βδομάδα δεν πέρασε από τότε που η πρωθυπουργός της Δανίας και πρόεδρος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της χώρας, Μάττε Φρέντρικσεν, παρουσίασε τη νέα κυβέρνησή της και δέχεται ήδη σκληρή κριτική από τον Τύπο της χώρας.
«Οι σοσιαλδημοκράτες της Δανίας φοβήθηκαν να εγκαταλείψουν τη σκληρή αντιμεταναστευτική πολιτική τους και θεώρησαν ότι μια κοκκινοπράσινη κυβέρνηση θα είχε ως αποτέλεσμα να χαθούν οι ψηφοφόροι που με δυσκολία ανακτήθηκαν», έγραψε ο πολιτικός αναλυτής της εφημερίδας Information, Λαρς Τρίερ Μόγκενσεν, δίνοντας με λίγες λέξεις τη λογική με την οποία σχηματίστηκε η κυβέρνηση που προέκυψε από τις πρόωρες εκλογές της 1ης Νοεμβρίου.
Η Φρέντρικσεν, με οριακή πλειοψηφία 90 εδρών από τις 179 του κοινοβουλίου, σπάζοντας τα παραδοσιακά μπλοκ (Προοδευτικοί – Συντηρητικοί) για πρώτη φορά από το 1970, ξανάγινε πρωθυπουργός συνεργαζόμενη με τους κύριους αντιπάλους των Σοσιαλδημοκρατών (50 έδρες), το κόμμα «Αριστερά» (σ.σ. προσοχή! πρόκειται για υπερσυντηρητικό κόμμα το οποίο κρατάει τον τίτλο του από το 1870 που ιδρύθηκε, για λόγους παράδοσης), το οποίο συνετρίβη στις εκλογές (από 43 έδρες έπεσε στις 23), και το νεοσύστατο κόμμα «Συντηρητικοί» (16 έδρες) του πρώην πρωθυπουργού Λαρς Λόκε Ράσμουσεν, ο οποίος ανέλαβε ήδη τη θέση του υπουργού Εξωτερικών. Στις έδρες των τριών κομμάτων προστίθεται και μία από τις τέσσερις έδρες των Νήσων Φερόε και της Γροιλανδίας.
Οι Σοσιαλδημοκράτες θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν συνεργαστεί με τα κόμματα του έως πρόσφατα δικού τους ιδεολογικού χώρου, αλλά σε αυτή την περίπτωση δεν θα μπορούσαν να εφαρμόσουν την πολιτική αύξησης των δαπανών για την άμυνα και το ΝΑΤΟ στο 2% του ΑΕΠ της χώρας, ν’ αλλάξει η σκληρή αντιμεταναστευτική πολιτική της χώρας και ν’ αρχίσουν να εφαρμόζονται οι διακηρύξεις για το περιβάλλον. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, η 48χρονη Μάττε Φρέντρικσεν δεν είχε αφήσει πολλά περιθώρια για τέτοιου είδους συνεργασίες, καθώς είχε αναφερθεί επανειλημμένα σε συνεργασίες ευρείας αποδοχής, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.
Μετεκλογικά, και μέσα στο κλίμα που είχε ήδη δημιουργηθεί οι εκπρόσωποι της Κοκκινο-Πράσινης Συμμαχίας (9 έδρες) και της Πράσινης Αριστεράς (15 έδρες), εγκατέλειψαν γρήγορα τις τυπικές διαπραγματεύσεις με τους Σοσιαλδημοκράτες, κατηγορώντας τους ότι κάνουν «συζητήσεις με προειλημμένες αποφάσεις», καθώς και για «αγωνία της Φρέντρικσεν να παραμείνει πρωθυπουργός με οποιοδήποτε κόστος για τη χώρα».
Νικητές στη νέα πολιτική σκηνή της Δανίας θα πρέπει να θεωρούνται κατ’ αρχάς ο πρώην πρωθυπουργός, Λαρς Λόκε Ράσμουσεν, ο οποίος στηριζόμενος αποκλειστικά στις προσωπικές του δυνάμεις και στην πολιτική του εμβέλεια δημιούργησε ένα νέο κεντροδεξιό κόμμα, που μελλοντικά θα μπορεί να κινείται ανάμεσα στα δύο πολιτικά μπλοκ. «Είναι πιστός σε ένα πράγμα, στην εξουσία. Και γι’ αυτήν μπορεί να κάνει τα πάντα», ήταν το σχόλιο της Περνίλα Βέρμλουντ, αρθρογράφου της συντηρητικής εφημερίδας Nye Borgerlige.
Παράταση πολιτικής ζωής πήρε ο ξοφλημένος πολιτικά πρόεδρος της νεοφιλελεύθερης «Αριστεράς», Γιάκομπ Έλλεμαν Γιένσεν, ο οποίος ανέλαβε το υπουργείο Άμυνας και παίρνει χρονικό περιθώριο για να συγκρατήσει, όσο μπορεί, τους αγρότες που εκπροσωπεί στο κόμμα το οποίο ηγείται, για να μη μετακινηθούν στους συντηρητικοποιημένους Σοσιαλδημοκράτες. Για να το πετύχει, αθέτησε την προεκλογική υπόσχεση του «να σύρει στα δικαστήρια την Φρέντρικσεν» για το σκάνδαλο των μινκ, που είχε προκύψει την περίοδο της πανδημίας. «Το σημαντικό τώρα είναι ότι παίζω σε μια πολύ δυνατή ομάδα», δήλωσε σε εκπομπή του Δημόσιου Ραδιοφώνου της Δανίας.
Η νέα κυβέρνηση αποτελείται από 23 υπουργούς, οκτώ από τους οποίους είναι γυναίκες. Η πρωθυπουργός, Μάττε Φρέντρικσεν, παραδέχθηκε ότι «η ισορροπία των φύλων» δεν είναι η καλύτερη δυνατή, «δεν είμαι απόλυτα ικανοποιημένη, αλλά είναι περίπου στο ίδιο επίπεδο με την προηγούμενη κυβέρνηση. Δεν είναι αρκετά καλό, αλλά ευτυχώς η κατάσταση δεν έχει χειροτερέψει», ήταν η δήλωσή της για το θέμα αυτό.