Είναι από τις ειδήσεις που πέρασαν, δυστυχώς, «στα ψιλά». Τον περασμένο μήνα, το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, πραγματοποίησε έρευνα για τους όρους και την ποιότητα ζωής στην Ελλάδα σήμερα, τα αποτελέσματα της οποίας κάθε άλλο παρά εφησυχασμό προκαλούν. Κι αυτό, γιατί τα συγκεκριμένα ευρήματα αιτιολογούν την υπαρκτή ανησυχία πολλών σχετικά με το κοινωνικό υπόβαθρο που μπορεί να ευνοήσει, εκ νέου, την άνοδο της ακροδεξιάς στη χώρα. Γιατί ναι μεν η Χρυσή Αυγή καταδικάστηκε ως εγκληματική οργάνωση και βρίσκεται στη φυλακή, εντούτοις οι ιδέες της εξακολουθούν δυστυχώς να βρίσκουν πρόσφορο έδαφος.

Ευνοϊκό το έδαφος

Στη συγκεκριμένη, λοιπόν, έρευνα –όπου, μεταξύ άλλων, υπήρχαν ερωτήματα όπως: «Ποια συναισθήματα κυριαρχούν; Ποια είναι η αντίληψη για την ποιότητα ζωής; Επαρκεί το διαθέσιμο εισόδημα; Πόσο ακριβή είναι η στέγη; Είναι εφικτή η αποταμίευση και πόσοι καταφεύγουν στον δανεισμό για τα βασικά έξοδα; Υπάρχει η δυνατότητα για διακοπές και ψυχαγωγία;»– καταγράφηκε πως τα αρνητικά συναισθήματα (απογοήτευση, θυμός, φόβος, απελπισία, αποστροφή), είναι κυρίαρχα στην ελληνική κοινωνία. Με την απογοήτευση και τον θυμό να υπερισχύουν και στις ηλικίες 17-34 –υπερβαίνοντας αρκετά τον γενικό μέσο όρο– και τις γυναίκες να δηλώνουν πως αισθάνονται υπερδιπλάσιο φόβο σε σχέση με τους άνδρες, περισσότερο θυμό, και σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά στους δείκτες ελπίδα/αισιοδοξία.

Σε αυτό ακριβώς το περιβάλλον, σε μια περίοδο που πανευρωπαϊκά η άκρα δεξιά σηκώνει κεφάλι, και σε μια στιγμή που η κυβέρνηση της ΝΔ έχει πλήρως ενσωματώσει και καλύπτει με επιτυχία το κενό της «σοβαρής ακροδεξιάς», είναι κρίσιμης σημασίας να απαντηθεί το γιατί εμφανίζεται ως πιθανή «λύση». Η εύκολη καταγγελία ότι «είναι φασίστες», δεν αρκεί, ή τουλάχιστον αρκεί όλο και πιο λίγο. Ο φασισμός, ο εθνικισμός, φαίνεται να τρομάζουν όλο και λιγότερο τους πολίτες, βρισκόμαστε εξάλλου ογδόντα και εκατό χρόνια, δύο και τρεις γενιές, μετά τον όλεθρο που προκάλεσαν στον πλανήτη. Ο κόσμος ξεχνάει, η Ιστορία γίνεται όλο και πιο μακρινή, τα βιώματα αδυνατίζουν.

Έχει σημασία να απαντηθεί το γιατί, ακόμη και σήμερα, και αφού είναι γνωστή η εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής, η δυναμική των θέσεών της –όχι μόνο της ίδιας, αλλά και όλων των σχηματισμών που εκπροσωπούν επίσημα την ακροδεξιά– εξακολουθεί να υφίσταται. Το 2,7% που καταγράφει το κόμμα του έγκλειστου Ηλία Κασιδιάρη στην τελευταία δημοσκόπηση της MRB αλλά και οι υπόλοιποι μετρήσιμοι, ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα, ακροδεξιοί σχηματισμοί, δίνουν απλώς το στίγμα.

Έγραφαν στην «Εποχή» (11/12/2022), οι Κωστής Παπαϊωάννου και Δάφνη Σφέτσα: «Ο σκληρός πυρήνας της ακροδεξιάς στην ελληνική κοινωνία καταγράφηκε (σ.σ. έρευνα του Σημείου για τη μελέτη και την αντιμετώπιση της ακροδεξιάς) στο 7,5%, όχι βάσει πρόθεσης ψήφου, αλλά με βάση τις απόψεις των ερωτηθέντων σε θέματα που αφορούν δημοκρατικές/κοινωνικές αξίες και με δείκτες κοινωνικού και φυλετικού ρατσισμού…Το κρίσιμο στοιχείο είναι ότι η μέτρηση, η οποία στηρίχθηκε σε θέματα όπως δικτατορία-δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα-αστυνομία, μεταναστευτικό, εκτρώσεις κ.ά., κατέδειξε ότι η δυναμική της ακροδεξιάς φτάνει το 23%, ενώ το δυνάμει ακροατήριο με βάση τη θετική του στάση σε “σκληρά ταυτοτικά” ερωτήματα της έρευνας μπορεί να φτάνει ακόμα και το 43%».

 

Η Αριστερά για τα δύσκολα

 

Κι εδώ αναδύεται η ευθύνη της Αριστεράς. Πρέπει, αυτά τα «σκληρά ταυτοτικά» ερωτήματα να αποτελέσουν αναπόσπαστο, ορατό κομμάτι της ατζέντας της; Ζητήματα έθνους, καταστολής, ασφάλειας, «προστασίας» από πρόσφυγες και μειονότητες που «τολμούν» να διεκδικούν τα δικαιώματά τους, θέματα αντιδημοφιλή για την πλειοψηφία των πολιτών που όμως –ιδιαιτέρως σε εποχές φτωχοποίησης– συσπειρώνουν και παθιάζουν ένα ακροατήριο κατευθύνοντάς το προς την ακροδεξιά ψήφο, είναι άραγε ευθύνη των αριστερών δυνάμεων να μην τα αποσιωπούν, να μην τα …στρογγυλεύουν, να μην τα αγνοούν;

Ή μπροστά στον φόβο του εκλογικού κόστους, αρκούνται στο να επικαλούνται ακροδεξιά ανακλαστικά, υποτιμώντας την επιρροή μιας τέτοιας ρητορικής σε λαϊκά πχ στρώματα, σε ανθρώπους θυμωμένους, απογοητευμένους, οργισμένους που δυσκολεύονται ακόμα και να επιβιώσουν, και που νιώθουν διαρκώς να απειλούνται; Είναι τα «σκληρά ταυτοτικά» αυτά θέματα, εκείνα που θα κάνουν τη διαφορά σε σχέση με τους νέους ανθρώπους; Και τα οποία –σε συνδυασμό με την επεξεργασία μιας διαφορετικής, από τη Δεξιά, πολιτικής σε τομείς όπως η ανεργία, η εκπαίδευση, η στέγαση, το περιβάλλον– θα τους περάσουν το μήνυμα πως όχι, δεν είναι όλοι ίδιοι; Πως έχουν λόγους να προσέλθουν στην κάλπη, να μην επιλέξουν την αποχή;

Είναι σαφές πως η ακροδεξιά πατάει στον φόβο των πολιτών, στο αίσθημα της απειλής και στην απογοήτευση, κατευθύνοντάς αυτά τα συναισθήματα προς τον πιο «αδύναμο». Το αντίβαρο απέναντί της δεν μπορεί παρά να δημιουργηθεί μέσα από τη συσπείρωση δημοκρατικών δυνάμεων και αριστερών αξιών που, χωρίς αμφισημίες, με ξεκάθαρα λόγια και πράξεις, θα δίνουν προοπτική στα χαμηλότερα στρώματα της κοινωνίας, καλλιεργώντας και πάλι τις έννοιες της συμμετοχής, της συλλογικής δράσης, μακριά από λογικές ιδιώτευσης.

Είναι εύκολο κάτι τέτοιο; Σαφώς και όχι. Είναι όμως ο μόνος δρόμος. Που προϋποθέτει, ωστόσο, συγκρούσεις, που απαιτεί ριζικές τομές και ανανέωση της πίστης στη δημοκρατία, που χάνεται μέρα με τη μέρα. Απαιτεί μια πολιτική χωρίς ημίμετρα, χωρίς υπερβολικές –και άρα αθετημένες– υποσχέσεις, μια πολιτική με ξεκάθαρο στίγμα, μακριά από διαχειριστικές λογικές και επίκληση του «μικρότερου κακού».

Γιατί στη σημερινή συγκυρία, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πως δεν ήξερε. Η ακροδεξιά, όσο κι αν προσπαθεί να «καλλωπιστεί» και να αποβάλλει το ειδεχθές, αποκρουστικό πρόσωπό της, είναι πάντα εδώ. Και δεν αρκεί να …πέφτουμε από τα σύννεφα κάθε φορά που διαβάζουμε, μαθαίνουμε, βιώνουμε κάτι που υποδηλώνει την παρουσία της.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet