Kuzma Petrov Vodkine «Φαντασία», 1925
Η ανάγκη οικοδόμησης ενός μαρξιστικού μοντέλου με σκοπό την εναντίωση στον ιμπεριαλισμό των μεγάλων αυτοκρατοριών και την υποβάθμιση του εργατικού δυναμικού ήταν αρκετά έντονη στις αρχές του 20ού αιώνα. Ήδη από τα χρόνια της Βιομηχανικής επανάστασης (1750-1840) υπήρχε ένα αντικαπιταλιστικό πνεύμα, λαμβάνοντας υπόψη το Ρωσικό Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα των Εργαζομένων το 1898 και τη δημοκρατική επαναστάτρια πολωνικής - γερμανικής καταγωγής Ρόζα Λούξεμπουργκ (1871-1917). Στην προκειμένη περίπτωση θα πρέπει να αναλογιστούμε γιατί η κόκκινη βίβλος αγαπήθηκε τόσο στα ρωσικά εδάφη της τσαρικής αυτοκρατορίας διαμορφώνοντας ένα νέο σύστημα διακυβέρνησης και μια εναλλακτική κουλτούρα στον χώρο των τεχνών.
Τον πρώτο ξεσηκωμό πυροδότησε το επαναστατικό κίνημα του 1905 με αφορμή τη δολοφονία αμάχων εργατών κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης ειρηνικής διαδήλωσης στο Πετρογκράντ (σημερινή Αγία Πετρούπολη). Τα λεγόμενα Σοβιέτ (συμβούλια εργατών) ιδρύθηκαν το ίδιο έτος ως μέλη εργατικών οργανώσεων ανοίγοντας έναν φαύλο κύκλο απεργιών για το κεφάλι του Τσάρου. Ανάμεσα τους οι μπολσεβίκοι (εννοώντας η πλειοψηφία), οι μενσεβίκοι, οι σοσιαλδημοκράτες και οι ανένταχτοι. Το πραξικόπημα του 1907 έθεσε σε κίνδυνο τα Σοβιέτ καταστέλλοντας την επανάσταση και ισχυροποιώντας την αυτοκρατορική θέση.
Η δεύτερη φάση προς τον σοσιαλιστικό δρόμο σημειώνεται το 1917 με τη παραίτηση του τσάρου Νικόλαου B’, οπότε τα μέλη της Βουλής εγκαθίδρυσαν την προσωρινή ρωσική κυβέρνηση ως τη νόμιμη εξουσία ενώ παράλληλα τα Σοβιέτ της Πετρούπολης διεκδικούσαν τα ηνία. Η χώρα είχε βουτήξει στη δίνη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, τις εδαφικές κατακτήσεις από τον εχθρό, την οικονομική δυσχέρεια, τον πληθωρισμό και τις ατέλειωτες εργατοώρες. Η εξέλιξη των συνδικαλιστικών οργανώσεων και η αδυναμία της προσωρινής κυβέρνησης άφησε περιθώρια για μια δεύτερη επανάσταση. Το λάβαρο σήκωσε ο Βλαντίμιρ Ιλίτς Λένιν τον Οκτώβριο του 1917 μαζί με τους μπολσεβίκους, εδραιώνοντας τη σοβιετική εξουσία.
Το τέταρτο κύμα αναβρασμού ήταν ο εμφύλιος πόλεμος (1918-1922) ανάμεσα στη νέα σοβιετική κυβέρνηση και τους αντιστασιακούς της. Οι σλαβικής καταγωγής κοζάκοι δεν ήταν αρκετά ικανοί να αντιμετωπίσουν τον ήδη ιδρυθέντα κόκκινο στρατό και τους συμμάχους του, με αποτέλεσμα να επικρατήσουν εξ ολοκλήρου οι μπολσεβίκοι. Το 1922 εγκαινιάστηκε μια νέα περίοδος πολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής αλλαγής εν ονόματι «Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών».
Ζωγραφικές συνθέσεις που αποφεύγουν την ουδετερότητα
Η λενινιστική διδασκαλία ταξίδεψε στα πιο μακρινά ύδατα ως ένα ιδεώδες, κι έτσι αντιμετωπίστηκε από μια μάζα μαρξιστών εικαστικών. Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός κινείται σε διαφορετικά μονοπάτια και τις περισσότερες φορές λειτουργεί ως μοχλός κοινωνικού σχολιασμού. Ο εικαστικός πλάθει αρμονικά την πολιτική και κοινωνική οπτική του εξωτερικού κόσμου εστιάζοντας στη σοσιαλιστική σκέψη. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις τα ζωγραφικά έργα θυμίζουν την καθημερινή ζωή, τα βόρεια φυσικά τοπία της επικράτειας και γενικότερα ξεφεύγουν από την πολιτική κριτική διατηρώντας μονάχα την τεχνοτροπία. Οι ζωγραφικές συνθέσεις στην πλειοψηφία τους αποφεύγουν την ουδετερότητα, τα εξωπραγματικά στοιχεία, τις διφορούμενες συνθέσεις και τη χρωματική σύγχυση, έτσι ώστε να υπηρετούν τη ρεαλιστικότατα.
Οι μνήμες του Οκτώβρη είναι τόσο νωπές, που κάθε λογής καλλιτέχνης αναπλάθει το επαναστατικό ιδεώδες, έργα πολιτικού στοχασμού όπως η ζωγραφική σύνθεση του Ισαάκ Μπρόντσκι (1884- 1939) «Ο λόγος του Λένιν στο εργοστάσιο Putilov» (1929). Χιλιάδες μπολσεβίκοι σαν σμήνη πουλιών παρακολουθούν προσηλωμένοι τον ηγέτη τους με τη πλάτη στραμμένη στον θεατή, τοποθετώντας το κέντρο βάρους της σύνθεσης στον Λένιν. Ομοιόμορφα φιλοτεχνημένοι δίχως προσωπικότητα, μονάχα με ένα κοινό όραμα, χάνονται στο βιομηχανικό περιβάλλον. Κι ενώ ο ουρανός λερώνεται από τον εργοστασιακό καπνό κι όλοι γεύονται τον επαναστατικό λόγο του Λένιν, η λυρικότητα των χρωμάτων με τούτη τη μετρημένη κίνηση των σωμάτων γεννούν την ηρεμία μέσα στην «αναρχία».
Tο όπλο της κινητής εικόνας
Με έναν πιο ριζοσπαστικό τρόπο, ο κινηματογραφικός φακός του Σεργκέι Αϊζενστάιν (1898-1948) καθιέρωσε την καλύτερη εκδοχή πολιτικού σχολιασμού όσον αφορά τον βουβό κινηματογράφο. Την περίοδο του μεσοπολέμου το όπλο της κινητής εικόνας ήταν η μουσική υπόκρουση και η εκφραστικότητα των ηθοποιών. Ο Αϊζενστάιν δουλεύει πέρα από την ανθρώπινη σύλληψη και κάθε στιγμιότυπο είχε την ικανότητα να υποκαθιστά τον λόγο. Στην ταινία «Οκτώβρης» (1927) εξελίσσονται μαυρόασπρες ταραχώδεις καταστάσεις με φόντο τη μουσική του Ντιμίτρι Σοστακόβιτς (1906-1975). Οι ηθοποιοί μεταμορφώνονται σε προλετάριους του Πετρογκράντ, ενώ κάποιοι από τους συμμετέχοντες είναι πραγματικά μέλη του κόκκινου στρατού. Ο Λένιν εμφανίζεται ως σωσίας, ενώ οι μπολσεβίκοι μεταφέρουν την τραγικότητα των γεγονότων μέσω της δραματικής κινησιολογίας. Ο σκηνοθέτης εντάσσει έμμεσα τον θεατή στη διαδικασία παραγωγής της ταινίας, καθώς αναγκάζει τον νου να βιώνει ένα χαοτικό θέαμα ψυχολογικής πίεσης και να στοχάζεται διαρκώς. Η δυναμική του μουσικοσυνθέτη Σοστακόβιτς επιτελεί δύο σκοπούς, ενεργοποιεί την επαναστατική θέληση και παράλληλα ηρεμεί το κλίμα τις στιγμές που πρέπει να θρηνήσει ο θεατής μαζί με τον σκηνοθέτη.
Σε καλλιτεχνικό επίπεδο
Όταν καλούμαστε να μελετήσουμε τα δοκίμια της Σοβιετικής Ένωσης είναι επίφοβος ο τρόπος ανάγνωσης όπου η εξιδανίκευση επιφέρει ημιμάθεια και η υποβάθμιση απάθεια. Εξετάζουμε ένα από τα μεγαλύτερα ιστορικά γεγονότα στη νεότερη και σύγχρονη Ιστορία θεωρώντας απαραίτητο να τοποθετούμε τους εαυτούς μας στη νεοτερικότητα εκείνης της εποχής. Η βιαιότητα και η καθιέρωση ενός δικτατορικού καθεστώτος στο όνομα του σοσιαλισμού δημιουργεί δυσανεξία στους σημερινούς διστακτικούς σοσιαλιστές και τα καπιταλιστικά στοιχεία. Υπάρχει μια προβληματική όσον αφορά τη λογοκρισία, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης γνωστά ως Γκούλαγκ και τις μαζικές εκκαθαρίσεις για τους αντιφρονούντες. Κατά κάποιο τρόπο αμαυρώνεται η έννοια του ανθρωποκεντρισμού, φθείρεται αυτό που θα αποκαλούσαμε συλλογικότητα. Στην ουσία, οι πολιτικοοικονομικές συνθήκες της τσαρικής Ρωσίας και η εμπόλεμη κατάσταση όχι μόνο επέτρεπαν τη μετάβαση σε μια σοσιαλιστική κοινωνία αλλά το επέβαλαν. Έχοντας υπόψη το έτος 1922, στην πραγματικότητα ήταν η μόνη γνωστή οδός για την ανθρωπότητα του μεσοπολέμου, το ενδεχόμενο αποστασιοποίησης σήμαινε αποδοχή της τσαρικής τυραννίας, ανέγερση της φασιστικής Γερμανίας και μερική μόρφωση του πληθυσμού. Δεν χρειάζεται να αποδεχτούμε ή να απορρίψουμε το σύστημα, απλώς να κατανοήσουμε την ύπαρξη του. Επίσης, αρκεί να αντιληφθούμε τις φάσεις του, δηλαδή τη μεγάλη ιδεολογική απόσταση από τον Λένιν στον Στάλιν και εν τέλει στον Γκορμπατσόφ.
Σε καλλιτεχνικό επίπεδο, είναι λυπηρό να θεωρηθεί στρατευμένη η τέχνη επειδή ωρίμασε μέσα σε ένα δικτατορικό καθεστώς, είναι σαν να στερείται ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός τη μαγεία που τον διατρέχει. Οι Ιστορικοί τέχνης που αντιμετώπισαν το παρόν καλλιτεχνικό κίνημα ως ένα στεγνό δημιούργημα του Στάλιν είναι επιφανειακοί γνώστες της τέχνης, περιορίζονται στην εξιδανίκευση του Ντε Λα Κρουά όταν απεικόνισε την Γαλλική επανάσταση. Χύθηκε τόσο αίμα κι όμως πάντα θα θεωρούμε την ουτοπική ρομαντική δυτική απόδοση των έργων ως το ορθό δημιούργημα. Εφόσον μελετηθούν με πλήρη αφοσίωση τα έργα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού διεισδύοντας στην ιδιοσυγκρασία των καλλιτεχνών, τότε μπορούμε να διακρίνουμε σε κάποια από αυτά τη γνησιότητα, την ευλάβεια και το ιδεώδες. Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός προβάλλει την αμεσότητα μεταξύ δημιουργού και θεατή όχι μόνο σε επίπεδο συναισθηματικής φόρτισης, όπως είθισται από μια πληθώρα καλλιτεχνικών τάσεων (π.χ. αφηρημένος εξπρεσιονισμός), αλλά σε επίπεδο εγκεφαλικής ταύτισης.