Την 1η Νοεμβρίου έλαβε χώρα η πέμπτη εκλογική αναμέτρηση στο Ισραήλ μέσα σε λιγότερο από τέσσερα χρόνια, γεγονός που από μόνο του αρκεί για να δείξει την βαθιά πολιτική κρίση που επικρατεί στη χώρα. Μία κρίση που επιβεβαιώνεται και από τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών, που ανέδειξαν νικητή τον Βενιαμίν Νετανιάχου, υπόδικο για υποθέσεις διαφθοράς και μακροβιότερο πρωθυπουργό του Ισραήλ (1996-1999 και 2009 - 2021) ενώ τα αριστερά κόμματα, Μέρετς και Μπάλαντ, δεν κατάφεραν, για πρώτη φορά, να κατακτήσουν το ελάχιστο όριο του 3,25% ώστε να εκπροσωπηθούν στην Κνεσέτ, δηλαδή την ισραηλινή Βουλή. Αντιθέτως, έδρες κέρδισαν υπερορθόδοξα κόμματα όπως το «Σας» και το κόμμα «Ενωμένος Ιουδαϊσμός της Τορά», καθώς και ακροδεξιά κόμματα, όπως το κόμμα του «Θρησκευτικού Σιωνισμού», η «Εβραϊκή Δύναμη» και το «Νόαμ», που θα αποτελέσουν τους κυβερνητικούς εταίρους του συντηρητικού κόμματος Λικούντ υπό τον Βενιαμίν Νετανιάχου.
Μετά από πολλές διαβουλεύσεις, ο Βενιαμίν Νετανιάχου ανακοίνωσε στον πρόεδρο Ισαάκ Χέρτσογκ ότι κατάφερε να σχηματίσει κυβέρνηση, λίγα μόνον λεπτά πριν εκπνεύσει η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης που του είχε δώσει. Στις 29 Δεκεμβρίου αναμένεται ότι θα διεξαχθεί ψηφοφορία στην Κνεσέτ για την έγκριση της νέας κυβέρνησης, καθώς υπάρχουν τυπικά κωλύματα για την συμμετοχή ορισμένων μελών της όπως του Αριέ Ντερί, επικεφαλής του υπερορθόδοξου κόμματος «Σας», ο οποίος κατηγορείται για φορολογική απάτη. Το πρόβλημα αυτό λύθηκε, την 27η Δεκεμβρίου, οπότε η Κνεσέτ ψήφισε νόμο, σύμφωνα με τον οποίο μπορεί να καταλάβει υπουργικό αξίωμα κάποιος που ναι μεν έχει κριθεί ένοχος για αδίκημα ή έγκλημα, αλλά δεν έχει καταδικαστεί σε φυλάκιση, ενδεχομένως λόγω συμφωνίας με τις διωκτικές και δικαστικές αρχές.
Οι κυβερνητικοί εταίροι
Προφανώς, το μεγαλύτερο κόμμα του νέου κυβερνητικού συνασπισμού, που κατέχει 64 έδρες επί συνόλου 120, είναι το συντηρητικό κόμμα Λικούντ, του οποίου ηγείται ο Βενιαμίν Νετανιάχου, που εκμεταλλεύθηκε τα αυξημένα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα, και τα οποία δεν μπόρεσε να διαχειριστεί επιτυχώς η απελθούσα κυβέρνηση, τονίζοντας ότι θα αυξήσει τις κοινωνικές δαπάνες. Όσον αφορά το Παλαιστινιακό, είναι γνωστό ότι ο κύριος Νετανιάχου τηρεί εξαιρετικά σκληρή στάση έναντι των Παλαιστινίων, έχοντας μάλιστα και την αμέριστη υποστήριξη του τέως αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τράμπ, που συγκεκριμενοποιήθηκε με την περιβόητη «Συμφωνία του αιώνα» το 2020. Εξ άλλου, ο Βενιαμίν Νετανιάχου είχε αντιταχθεί και στην μονομερή αποχώρηση των ισραηλινών εποίκων από την Λωρίδα της Γάζας το 2004. Πράγματι, ο τότε πρωθυπουργός του Ισραήλ Αριέλ Σαρόν κρίνοντας ότι το ζεύγος κόστος - ωφέλεια από την διατήρηση της κατοχής στην συγκεκριμένη περιοχή ήταν αρνητικό, διέταξε την απομάκρυνση των επτά χιλιάδων ισραηλινών εποίκων, κατέστρεψε τις υποδομές που είχαν δημιουργήσει και μετέτρεψε την Λωρίδα της Γάζας στην μεγαλύτερη ανοικτή φυλακή του κόσμου. Κατά συνέπεια, δεν προκαλεί έκπληξη η συμμαχία του με υπερορθόδοξα και ακροδεξιά κόμματα, με τα οποία άλλωστε είχε συνεργαστεί και στο παρελθόν.
Το δεύτερο κόμμα που μετέχει του κυβερνητικού συνασπισμού είναι το κόμμα «Εβραϊκή Δύναμη», υπό τον Ιταμάρ Μπεν-Γβιρ, ο οποίος υπήρξε οπαδός του υπερορθόδοξου ραββίνου Μέιρ Καχάνε, που επεδίωκε την εκδίωξη των Αράβων από τα εδάφη που κατείχε το Ισραήλ. Πρόκειται για μία θέση που συμβαδίζει με την θεώρηση των Εβραίων ως του «περιούσιου λαού», ο οποίος έχει το αποκλειστικό και απόλυτο δικαίωμα στην «Γή της Επαγγελίας», την Γή που υποσχέθηκε ο Θεός στους Εβραίους, δηλαδή την Παλαιστίνη. Πρόκειται για μία αντίληψη που συνιστά την βάση του εβραϊκού εθνικισμού στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, η οποία όμως δεν μπορεί να αποτελεί πολιτικό ζητούμενο στην σύγχρονη εποχή.
Ωστόσο, πέραν των υπερορθόδοξων αντιλήψεων, υπάρχουν και πάρα πολύ συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα, όπως είναι το ζήτημα των παράνομων εβραϊκών οικισμών στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη, τα οποία εκφράζονται από το κόμμα «Θρησκευτικός Σιωνισμός», που εκπροσωπεί τους εποίκους. Έτσι, οι επιδιώξεις των δύο κομμάτων συμπίπτουν και δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Ιταμάρ Μπεν-Γβιρ, που έχει κατηγορηθεί για υποκίνηση σε βία κατά των Παλαιστινίων, ζήτησε την προσάρτηση του μεγαλύτερου μέρους της Δυτικής Όχθης, όπως προβλεπόταν εξάλλου στην «Συμφωνία του αιώνα», όπως επίσης και την αλλαγή του καθεστώτος που διέπει το τέμενος του Άλ Άκσα, το οποίο αποτελεί τον τρίτο ιερότερο τόπο του Ισλάμ, ισχυριζόμενος ότι θα πρέπει και οι Εβραίοι να μπορούν να προσεύχονται εκεί.
Όμως, ο Ιταμάρ Μπεν-Γβιρ, ο οποίος θα αναλάβει το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας και θα έχει υπό τον έλεγχό του και την αστυνομία, είναι οπαδός του δόγματος της μηδενικής ανοχής προς τους Παλαιστίνους. Παράλληλα, αποτελεί βόμβα στα θεμέλια του δικαιικού συστήματος του Ισραήλ η πρότασή νόμου την οποία θα υποβάλει, σύμφωνα με την οποία η κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα μπορεί να παρακάμψει οποιαδήποτε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της χώρας.
Άλλα κόμματα που συμμετέχουν στον κυβερνητικό συνασπισμό είναι αυτό του «Θρησκευτικού Σιωνισμού», υπό τον Μπεζαλέλ Σμότριτς, και το «Νόαμ» υπό τον Αβί Μαόζ. Το πρώτο από τα κόμματα αυτά εκφράζει τα συμφέροντα των εποίκων, και ο αρχηγός του, που είναι επίσης υπέρ της προσάρτησης της Δυτικής Όχθης, αναμένεται ότι θα έχει διευρυμένες αρμοδιότητες αναφορικά με την επέκταση των εβραϊκών οικισμών στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη, ενώ παράλληλα θα έχει και την δυνατότητα χρηματοδότησης νέων οικισμών, εφόσον θα μοιράζεται το υπουργείο Οικονομικών, σύμφωνα με νόμο που ψηφίστηκε στις 27 Δεκεμβρίου από την Βουλή, που επιτρέπει να διοικούν ένα Υπουργείο δύο άτομα.
Όσον αφορά, τέλος, το κόμμα «Νόαμ» του Αβί Μαόζ, ανήκει στα υπερορθόδοξα κόμματα και ο αρχηγός του είναι δεδηλωμένος πολέμιος της LGBTQ κοινότητας, ενώ είναι εχθρικός και στα φιλελεύθερα ρεύματα του Ιουδαϊσμού που είναι δημοφιλή στις ΗΠΑ. Ο Αβί Μαόζ θα έχει τον έλεγχο μέρους του εκπαιδευτικού συστήματος του Ισραήλ, ενώ θα έχει και την θέση του αναπληρωτή Υπουργού, αρμόδιου για την «εβραϊκή ταυτότητα».
Οι κίνδυνοι
Είναι προφανές ότι η νέα κυβέρνηση του Ισραήλ είναι η πλέον ακραία που έχει σχηματιστεί ποτέ στην χώρα από την ίδρυσή της το 1948. Ήδη από το πολιτικό προφίλ των κυβερνητικών εταίρων προκύπτουν οι κίνδυνοι για το ίδιο το Ισραήλ, όπως η καταπάτηση ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, η υπονόμευση της δικαιοσύνης και η συνεπακόλουθη διάβρωση των δημοκρατικών θεσμών της χώρας, ενώ δεν αποκλείεται να υπάρξει και ένα συντονισμένο κυνήγι μαγισσών εναντίον των κοσμικών πολιτικών δυνάμεων, όπως και ενίσχυση των ακραία θρησκευόμενων οργανώσεων και κομμάτων.
Όσον αφορά το Παλαιστινιακό, η νέα κυβέρνηση φαίνεται διατεθειμένη να φθάσει στα άκρα, πολύ περισσότερο που οι Παλαιστίνιοι είναι απολύτως απομονωμένοι και δεν έχουν να προσβλέπουν σε βοήθεια από άλλα αραβικά κράτη, που έχουν ήδη αποστασιοποιηθεί ή είναι απασχολημένα με τα δικά τους εσωτερικά προβλήματα. Τέλος, οι Ηνωμένες Πολιτείες μάλλον θα αρκεστούν σε παραινέσεις, καθώς δεν φαίνονται διατεθειμένες να έλθουν σε σύγκρουση με το Ισραήλ.
Ενδεχομένως, η κατάσταση αυτή, που εγκυμονεί και τον σοβαρότατο κίνδυνο μίας τρίτης Ιντιφάντα, να αφυπνίσει τις κοσμικές πολιτικές δυνάμεις του Ισραήλ, αλλά και την εβραϊκή διασπορά, ώστε να τεθεί φραγμός στα σχέδια της νέας κυβέρνησης Νετανιάχου.