Στην τελική ευθεία, πλέον, και ημερολογιακά, μπήκαμε σε προεκλογική περίοδο. Και αρχίζουν σιγά – σιγά να σχηματοποιούνται οι προεκλογικές στρατηγικές των κομμάτων. Για όλα, ιδίως για τα δυο κόμματα που διεκδικούν την πρώτη θέση, άρα τον πρώτο λόγο στον σχηματισμό νέας κυβέρνησης, είναι η ώρα να επιλέξουν τι θα προβάλλουν από τη δράση τους από το 2019 έως σήμερα και πώς θα τοποθετηθούν για τα προβλήματα που θα πρέπει να αντιμετωπισθούν, σε ένα καυτό κοινωνικό περιβάλλον, μετά το 2023.
Εισαγωγικά, μπορεί να υποστηριχθεί ότι, αντίθετα απ’ ό,τι θα συμπέραινε μια επιφανειακή ματιά - αυτό κάνει για προπαγανδιστικούς λόγους η ΝΔ- τα προβλήματα που θα τεθούν για λύση την περίοδο 2023 – 2027 είναι πολύ σοβαρότερα από αυτά της περιόδου 2019 – 2023. Ήδη έχουν αρχίσει τα προβλήματα να τίθενται ως αμιγώς απότοκα της κυβερνητικής πολιτικής, είναι προβλήματα “εσωτερικού”, με βαθύ μάλιστα μέλλον, και δεν ήλθαν “απ’ έξω”. Αυτό είναι και η πηγή της αισθητότερης φθοράς που καταγράφεται τελευταία για τη ΝΔ και σαφώς ευνοϊκότερο πεδίο για την αντιπολίτευση, ιδίως τον ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ. Παίρνω αυτή την ιδέα από μια εκτίμηση του Δ. Μαύρου της MRB στο Κόντρα. Για παράδειγμα, η ακρίβεια τώρα δεν είναι εισαγόμενη, αλλά είναι συνέπεια της αισχροκέρδειας ή σωστότερα της πολιτικής τιμών που δεν έχει η κυβέρνηση. Οι ανισότητες, καθώς πια φαίνονται δια γυμνού οφθαλμού, αποδίδονται στην πολιτική της. Τα επιδόματα είναι μεν ευπρόσδεκτα από όσους τα παίρνουν αλλά ταυτόχρονα τους εξαγριώνουν γιατί το πρόβλημα παραμένει ακέραιο, άλυτο.
Τα προβλήματα σαν ασπίδα
Η ΝΔ το διάστημα που κυβερνά αντιμετώπισε πράγματι προβλήματα που δεν ήταν γηγενή – ενεργειακό, πανδημία, πόλεμος – αλλά συγχρόνως αυτά, καθώς άλλαζε η πολιτική της ΕΕ που παρέκαμψε το Σύμφωνο Σταθερότητας, δεν απαίτησε πρωτογενή πλεονάσματα αντίθετα έδωσε άφθονο χρήμα, έπαιξαν τον ρόλο ασπίδας προστασίας. Μπόρεσε να κρατήσει τον σκελετό του νεοφιλελεύθερου προγράμματός της και να το θεσμοθετεί απερίσπαστα και συγχρόνως να εφαρμόζει, δήθεν, μια “σοσιαλδημοκρατική” πολιτική. Ένα άρθρο του υπουργού Επικρατείας κ. Α. Σκέρτσου στην “Καθημερινή” της προηγούμενης Κυριακής με τίτλο “Η επανεφεύρεση της πολιτικής σε συνθήκες μέγα-κρίσεων” το κάνει αυτό απολύτως καθαρό. Αφού τοποθετεί “δείκτες επιτυχιών” – ψευδείς, όπως η ανάσχεση του πληθωρισμού και η μείωση του χρέους ή αβαθείς όπως η άνοδος του ΑΕΠ ή που αφορούν τους πλούσιους, όπως η άνοδος του χρηματιστηρίου (“έξυπνα” δεν αναφέρεται στην τεράστια άνοδο των κερδών που είναι μια προκλητική για τους πληττόμενους αλήθεια ή την ανεργία ή το μέγα έλλειμμα του ισοζυγίου) – υποστηρίζει ότι στις συνθήκες των μέγα-κρίσεων “η πολιτική πρέπει να επανεφεύρει τον εαυτό της πέρα και πάνω από αριστερά και δεξιά δόγματα του περασμένου αιώνα. Για να είμαστε αποτελεσματικοί χρειαζόμαστε πολιτικές από το οπλοστάσιο τόσο του φιλελευθερισμού όσο και της σοσιαλδημοκρατίας”.
Ας δούμε λίγο περισσότερο αυτό που ορίζει “πολιτικές από το οπλοστάσιο του φιλελευθερισμού”. Του “νεοφιλελευθερισμού” θα’ λεγε αλλά το αποφεύγει γιατί του χρειάζεται το προφίλ του “κεντρώου” που θα παίξει πολύ από τη ΝΔ και προεκλογικά – μαζί με άφθονη αντιΣΥΡΙΖΑ ύλη. Η κυβέρνηση της δεξιάς όλο αυτό το διάστημα, με προκάλυμμα την πολιτική “στήριξη της κοινωνίας” δεν ανέτρεψε μόνο ό,τι θετικό πρόλαβε ή μπόρεσε να γίνει επί ΣΥΡΙΖΑ αλλά προχώρησε σε βαθιές νεοφιλελεύθερες τομές σε όλα τα πεδία, αποκρατικοποιώντας τα πάντα, εισάγοντας συγχρόνως παντού το ιδιωτικό συμφέρον και εκτοπίζοντας το δημόσιο. Αυτό δεν φαίνεται ακόμη αλλά θα φανεί τραγικά την επόμενη περίοδο που αφορούν οι εκλογές.
Αυτό περνά κάπως, θα λέγαμε, χωρίς οργάνωση αντίστασης – ας δούμε, πχ, την προετοιμαζόμενη πώληση του κρατικού μεριδίου στις τράπεζες με καθημερινά ρεπορτάζ, χωρίς αντίπαλη καμπάνια ή κινητοποιήσεις – ενώ κατ’ εξοχήν προσφέρεται για ευρύτερες συμμαχίες και στο κοινωνικό και στο πολιτικό επίπεδο. Αυτό πρέπει να είναι ένα από τα κύρια επίδικα προεκλογικά. Όταν θα τελειώσουν τα επιδόματα και τα φληναφήματα περί σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής, ενώ τα προβλήματα θα έχουν κι άλλο μεγεθυνθεί –αβεβαιότητες όλων των ειδών, ακρίβεια, ανισότητες, δραστική μείωση διαθέσιμου εισοδήματος, ενεργειακή φτώχεια, περιβαλλοντική καταστροφή– η μεγάλη πλειονότητα της κοινωνίας θα κληθεί να αποπληρώσει το παλιό χρέος μαζί και αυτό από τη διαχείριση της Δεξιάς με την ανάλογη περιοριστική πολιτική, συγχρόνως θα πληρώνει από την τσέπη του τον πανταχού εισχωρήσαντα ιδιωτικό τομέα, όποια/ος μπορεί, βέβαια.
Κατεδάφιση θεσμών
Ο “κεντρώος” υπουργός όμως παραλείπει στον απολογισμό του δυο τομείς. Ο ένας, είναι όλο το “έργο” της Δεξιάς, απίσχανσης ή κατεδάφισης των θεσμών που θεμελιώνουν τη δικαιοσύνη, τα δικαιώματα, τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου. Οι υποκλοπές και η απόκρυψή τους, είναι το ακραίο σημάδι μιας αυταρχικής πολιτικής που συντελούνταν απ’ την πρώτη μέρα. Είναι αντίληψη της ΝΔ, δεν είναι στιγμιαίο λάθος, όπως μας προειδοποίησε σε ένα άρθρο του (ΕφΣυν 22/8/2022 με τίτλο “Σκοτεινοί Καιροί”) ο καθηγητής Πολυμέρης Βόγλης. “Συμπυκνώνουν τη λογική και τις πρακτικές της κυβέρνησης και του ίδιου του πρωθυπουργού, αυτά τα τρία χρόνια”. Ξυπνούν μνήμες από τους “σκοτεινούς καιρούς” της αυταρχικής δημοκρατίας των δεκαετιών 1950, 1960: “η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός προσωπικά, εγκαθιδρύουν σταδιακά ιδιότυπο καθεστώς αυταρχικής δημοκρατίας” (στο ίδιο άρθρο).
Αυτό πρέπει να τεθεί προεκλογικά με ένταση αλλά και πειθώ, όχι με χαρακτηρισμούς. Αφορά, βεβαίως, όλη την προοδευτική αντιπολίτευση, τους διανοούμενους και τις κοινωνικές οργανώσεις, αλλά είναι ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ που πρέπει να συμβάλλει στη δημιουργία – έχει καθυστερήσει – ενός ευρέος μετώπου υπεράσπισης της ουσίας της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων, ως υπέρτατων αγαθών. Όταν ανακαλούμε τις δεκαετίες 1950, 1960, ας διδαχθούμε απ’ την πολιτική, τότε, της ΕΔΑ πόσο ευρεία αντίληψη είχε ιδίως μετά το 1958 – όπου “οι αστοί τρομάξανε και κάστρα φτιάξανε” βλέποντας το 25% της ΕΔΑ – για να αντιπαλέψει τους «σκοτεινούς καιρούς». Τεράστια τα περιθώρια εδώ κινητοποίησης ποικίλλων δυνάμεων, μετώπων, συμμαχιών. Έτσι μπορεί να περιοριστεί η δύναμη της Δεξιάς στην ιστορική της κοίτη, παρά την άνοδο της άκρο-μετά-φασιστικής δεξιάς στην Ευρώπη, που την ευνοεί. Εδώ εντάσσεται και η πολιτική καταστολής το δίδυμο αδελφάκι του αυταρχισμού. Στην «Εποχή» το έχουμε αναλύσει πολλές φορές, προχωρώ λόγω χώρου όχι υποτίμησης.
Πληγές στο περιβάλλον
Ο άλλος τομέας, είναι η καταστροφή του περιβάλλοντος όχι μόνο ως καθημερινή πρακτική της κυβέρνησης, των δήμων και περιφερειών που διοικεί κυρίως η Δεξιά, αλλά έχει βλάψει θεσμικά, μόνιμα, το περιβάλλον. Λείπει αυτό ως πρόβλημα από τον καθημερινό, κατά της ΝΔ, λόγο της αντιπολίτευσης, δυστυχώς, και του ΣΥΡΙΖΑ που η οικολογία έχει εγγραφεί στην ιδεολογική του φυσιογνωμία. Είναι κατ’ εξοχήν πεδίο όπου μπορεί να υπάρξει, και να κινητοποιηθεί, ένα ευρύ φάσμα δυνάμεων - ιδίως τοπικών, με κινηματική αντίληψη, δημοτικών κινήσεων ή δήμων - από επιστημονικές δυνάμεις που γνωρίζουν και αγχώνονται από την καλπάζουσα κλιματική κρίση, από νέες/ους που ευαισθητοποιούνται και κινητοποιούνται.
Το περιβάλλον είναι τομέας που επιτρέπει τη συμπόρευση και με φρέσκες δυνάμεις, σύγχρονα αντικαπιταλιστικές. Τι θα ήταν, σε περιεχόμενο, μία πολιτική ενθάρρυνσης των νέων και της αποχής να μπουν στην πολιτική και να ανατρέψουν τη Δεξιά αν δεν είναι η διακινδύνευση της ζωής του πλανήτη και το ζεύγος δημοκρατία – δικαιώματα, αυτά που θα τους συνεγείρουν; Όταν ξαναβλέπει κάποια/ος το σώμα της αντιπεριβαλλοντικής νομοθεσίας που από την πρώτη μέρα θεσμοθέτησε η ΝΔ συνειδητοποιεί ότι πρόκειται για “νομοθεσία των νεο-βαρβάρων”. Ούτε ενδιαφέρονται, ούτε κατανοούν τη σοβαρότητα των πραγμάτων όσον αφορά την κλιματική κρίση κτλ, κτλ, κτλ. Αυτά πρέπει να τεθούν, άμεσα, προεκλογικά χωρίς δισταγμό και με σταθερές θέσεις, όχι μισόλογα ή τη παγιδευτική προσέγγιση ότι συνδυάζεται η ανάπτυξη και το περιβάλλον.
Η επικίνδυνη στασιμότητα της εξωτερικής πολιτικής
Ο τομέας της εξωτερικής πολιτικής, είναι, ασφαλώς, πολύ σοβαρός, πιο δύσκολος ιδίως στις νέες διεθνείς συνθήκες που διαμορφώνονται. Η κυβέρνηση παίζει, εδώ, σε διπλό ταμπλό. Με τη μη κύρωση των Πρεσπών και τους εξοπλισμούς, τον Έβρο κ.τ.λ. κρατά ενεργή επαφή με τη δεξιά και ακροδεξιά! Με τη ρητορική –χωρίς περιεχόμενο και δέσμευση– περί διαλόγου με την Τουρκία και τις συμφωνίες με ΗΠΑ κρατά επαφή με τον πιο μετριοπαθή κόσμο. Αποκρύβει, έτσι, ότι η στασιμότητα στην εξωτερική πολιτική, σε συνθήκες επιδείνωσης διεθνώς του κλίματος, με αρνητικές συνέπειες για την Ελλάδα, είναι λάθος επιλογή, επικίνδυνη για συμβάντα στο μέλλον. Δεν πιέζεται, ωστόσο, επ’ αυτού από την αξιωματική αντιπολίτευση. Θέλει ερμηνεία το γεγονός ότι στην ερώτηση προκύπτει ότι η πλειοψηφία θεωρεί ότι η ΝΔ είναι πιο ικανή να διαχειριστεί τα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Είναι δυνατό, όταν και μόνο η συμφωνία των Πρεσπών θα έπρεπε να εξασφαλίζει μια θετική προδιάθεση για τον ΣΥΡΙΖΑ; Μια απάντηση είναι ότι ακριβώς η πολιτική του στην αντιπολίτευση δεν συνδέεται επαρκώς με τις Πρέσπες και η ρητορική υπερφαλάγγιση της ΝΔ από “πατριωτική πλευρά” (12 μίλια, αναφορές στο Ορούτς Ρέις, το EastMed, κυρώσεις) δημιουργεί αβεβαιότητα. Η κυβέρνηση προεκλογικά πρέπει να εγκαλείται για την πρόσδεση στην πολιτική των ΗΠΑ, την επιλογή της στασιμότητας, τη μη μετακίνησή της από το αξίωμα της “μιας μόνο διαφοράς” με την Τουρκία που σημαίνει απόρριψη ουσιαστικού διαλόγου.
Οι προεκλογικές τακτικές
Η ΝΔ προδιαγράφει τον κορμό της προεκλογικής της τακτικής: σταθερότητα, συνέπεια, συνέχεια. Χρήσιμοι και αποτελεσματικοί υπέρ των πολλών. Αποδομείται αυτή η προπαγάνδα; Ασφάλεια, ιδίως που δεν είναι καθόλου πειστικός ο αναγκαστικός στόχος της αυτοδυναμίας. Η αποδόμηση, ωστόσο, απαιτεί πιο επεξεργασμένη αντίκρουση, που να συνθηματοποιείται, αλλά να έχει και πειστικό υπόβαθρο. Μαζί με την αποδόμηση, ταυτόχρονα, να υπάρχει και η εναλλακτική πρόταση.
Το εναπομένον διάστημα των τριών-τεσσάρων μηνών αυτό που προέχει για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι το σύνθημά του Δικαιοσύνη παντού να γίνει πιο συγκεκριμένο κατά προβλήματα και τομείς. Χρειάζεται προγραμματικός λόγος για να πείσει, τεκμηριωμένος. Το ότι συνεχώς αυξάνεται το ποσοστό των πολιτών που είναι υπέρ κυβέρνησης συνεργασίας είναι εύφορο έδαφος για να ακούσει ο κόσμος προγραμματικό λόγο.
Παρά το ότι επιλογές όπως αυτή για τη νέα εκπρόσωπο του κόμματος απομακρύνουν, από αυτή την κατεύθυνση, διότι υποδηλώνουν ότι η επιτυχία αναζητάται λανθασμένα στη δημόσια εικόνα, όσο πιο γρήγορα ενισχυθεί ο ουσιαστικός λόγος του κόμματος, τόσο περισσότερο ενισχύεται η προοπτική να προκύψει η δυνατότητα Προοδευτικής Κυβέρνησης. Αυτό αφορά και τα άλλα κόμματα, όπως θα αναφερθούμε στην επόμενη «Εποχή».