«Ιδού, γλυκέ φιλόπατρι, της λύρας μου τα μέλη», επιμέλεια: Δημήτρης Πολυχρονάκης, Αλέξανδρος Κατσιγιάννης, εκδόσεις της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, 2022

 

Ο ανά χείρας συλλογικός τόμος αποτελεί οπωσδήποτε απόηχο των επετειακών εκδηλώσεων για το 1821 αφού συγκεντρώνει τις ανακοινώσεις από την ημερίδα «Ιδού, γλυκέ μου φιλόπατρι, της λύρας μου τα μέλη. Η λογοτεχνία στην Επανάσταση και στα πρώτα χρόνια του ελληνικού κράτους», που διοργάνωσε τον Νοέμβριο του 2021 το Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Θα πρέπει, ωστόσο, ευθύς εξαρχής να μην περιοριστούμε στην αφορμή της ημερίδας και του τόμου μια και τα θέματα τα οποία βάζουν και συζητούν οι εισηγητές έχουν να κάνουν με ένα ευρύτερο γραμματολογικό ζητούμενο: με την ανίχνευση ή και με την αναψηλάφηση τόσο των απαρχών της νεοελληνικής λογοτεχνίας όσο και του κλίματος εντός του οποίου πορεύτηκαν οι πρωτεργάτες της.

 

Δεν είναι ενδεχομένως τυχαίο πως τα περισσότερα κείμενα του τόμου συνομιλούν ανοιχτά με τα έργα του Αλέξη Πολίτη «1821-1831: Μαζί με την ελευθερία γεννιέται και η καινούρια λογοτεχνία» (2021) και «Η ρομαντική λογοτεχνία στο εθνικό κράτος 1830-1880. Ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, πνευματική κίνηση, αναγνώστες» (2017), και τα δύο από τις Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης (ΠΕΚ). Αν ο Διαφωτισμός, η πίστη στην ελευθερία και η ιδέα πως ο άνθρωπος δεν πρέπει να βασίζεται σε μια υπέρτατη θρησκευτική ή κοσμική αρχή, αλλά στις δυνάμεις του εαυτού του, τροφοδοτούν τη λογοτεχνία του Αγώνα, έστω κι αν η ίδια λογοτεχνία έσβησε βαθμιαία μετά το τέλος και την ολοκλήρωσή του, όπως λέει ο Πολίτης στο νεότερο βιβλίο του, εκείνο το οποίο θέτει στο παλαιότερο είναι κατά πολύ πιο πλατύ: το πώς μπορεί να συνδυαστεί η ιστορική πορεία του ελληνικού κράτους, που εγκαθιδρύεται όταν γεννιέται ο λογοτεχνικός ρομαντισμός (ας δούμε ξανά ένα μέρος του τίτλου), με τα αντίστοιχα τεκταινόμενα στην ποίηση, την πεζογραφία και το θέατρο.

 

Οι μέσοι όροι και το αρχαίο κλέος

 

Οι ποικιλότροποι κρατικοί εγκλωβισμοί στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, παρατηρεί ο Πολίτης στο «Η ρομαντική λογοτεχνία στο εθνικό κράτος», παρήγαγαν μια βαριά εθνική ιδεολογία: ιδεολογία η οποία εναλλάσσοντας την απαρέσκεια για την Ευρώπη και τη Δύση (ενόσω υπογείως δεν έπαψε ποτέ να τις λατρεύει) με την περηφάνια για το αγωνιστικό φρόνημα και τις αρχαιοελληνικές καταβολές της φυλής κατάφερε εντέλει να ποδηγετήσει και τη λογοτεχνία. Οι θούριοι (τα αγωνιστικά και πολεμιστήρια σαλπίσματα), σημειώνει ο Πολίτης στη μελέτη του στον τωρινό τόμο, τον οποίο έχουν επιμεληθεί ο Δημήτρης Πολυχρονάκης και ο Αλέξανδρος Κατσιγιάννης, ξεκινούν από το κοινωνικό πνεύμα της Γαλλικής Επανάστασης για να αποκτήσουν εν συνεχεία εθνικό προσανατολισμό συνοδευμένοι από νεοτερική μουσική και με τις απαραίτητες παραπομπές στο αρχαίο κλέος.
Το αρχαίο κλέος θα δώσει γενναιόφρονα το παρών και στο ποίημα «Κανάρης», γραμμένο και δημοσιευμένο εν έτει 1823, από τον εκ Πάργας νομικό Νικόλαο Μανιάτη, προκειμένου να απευθυνθεί στους κύκλους των Άγγλων φιλελλήνων που δραστηριοποιούνταν για την Επανάσταση, καθώς και στην ευαισθησία των γυναικών της Βρετανίας. Όπως υπογραμμίζει στη δική του μελέτη ο Αλέξανδρος Κατσιγιάννης, το ποίημα του Μανιάτη είναι αρθρωμένο σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο και εντάσσεται στο «κειμενικό πατριωτικό συνεχές» της δεκαετίας του 1820 για τον Αγώνα: άρθρα, μπροσούρες και εκκλήσεις δια του Τύπου. Η λογοτεχνία συνιστά εν προκειμένω περισσότερο ένα μέσο επικοινωνίας, ένα εργαλείο προώθησης μεταξύ άλλων. Γι’ αυτό και το κριτήριό μας για να κοιτάξουμε την ποίηση της εποχής οφείλει να είναι όχι η υψηλή αισθητική αξιολόγηση (για κάτι τέτοιο, άλλωστε, φτάνουν και περισσεύουν ο Σολωμός και ο Κάλβος), αλλά η παραγωγή των μέσων όρων – να μια σπουδαία κληρονομιά του Κ. Θ. Δημαρά.

Στη δημαρική κληρονομιά του βάρους των μέσων όρων κινείται και ο Γιάννης Παπαθεοδώρου, μελετώντας τους στίχους του Παναγιώτη Κάλα (1789-1825), γνωστότερου ως Τσοπανάκου. Το χαρακτηριστικό της δουλειάς του Τσοπανάκου είναι η σύζευξη λόγιας και λαϊκής κουλτούρας σε ένα πακέτο πατριωτικής ιδεολογίας. Ο Τσοπανάκος εμφανίζεται ως πρώιμος ποιητάρης, ένας αοιδός που παραπέμπει με τη δύσμορφη φιγούρα και τη χωλότητά του στον αρχαίο Τυρταίο, «καρναβαλοποιεί» τον εαυτό του (ο θρύλος λέει πως πέθανε καταναλώνοντας υπερβολική δόση από κορόμηλα) και ξέρει πώς να συγχρονίσει την παράδοση με το καινοφανές, χρησιμοποιώντας την ακινησία της Θείας Πρόνοιας για να κινητοποιήσει και να ενθαρρύνει την Επανάσταση. Οι μέσοι όροι, διαβάζοντας έναν ποιητή που προέρχεται από το περιβάλλον του Κολοκοτρώνη και του Νικηταρά.

 

Η ώρα των υψηλών στοχεύσεων

 

Ας μην μπερδευτούμε. Οι υψηλές απαιτήσεις και η μάχη για καλλιτεχνικά επιτεύγματα ολκής, όπως το προλάβαμε νωρίτερα, δεν απουσιάζει. Μας το υπενθυμίζει ο Δημήτρης Πολυχρονάκης, επισημαίνοντας πως ο αγώνας για ελευθερία του Σολωμού ταυτίζεται με τον εσωτερικό αγώνα του ποιητή για τη γλώσσα. Ο πολιτικός φιλελευθερισμός που εναντιώνεται στη δεσποτεία των ευρωπαϊκών μοναρχιών και στην ανελευθερία της Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα είναι και ο καλλιτεχνικός φιλελευθερισμός του Σολωμού όταν στρέφεται κατά του σοφολογιωτατισμού και υπέρ της ζωντανής, αντισχολαστικής γλώσσας του καιρού του, παραπέμποντας στον ιστορισμό και στον εξεγερμένο ρομαντισμό των ποιητών του Μιλάνου. Οι Ιταλοί ποιητές και ο Σολωμός θα αναζητήσουν στην αρχαία Ρώμη και στην αρχαία Ελλάδα τις αξίες που έγιναν κλασικές, όχι γιατί υπάκουσαν σε μια αφηρημένη νόρμα, μα επειδή πρωτοτύπησαν εφαρμόζοντας ελεύθερα τους όποιους κανόνες, όπως το υποδεικνύουν ο Δάντης, ο Πετράρχης, ο Αριόστο και ο Τάσο.
Κι αν είναι να μιλήσουμε για τον άλλο υψηλό πόλο της περιόδου, τον Κάλβο, η Αγγέλα Γιώτη θα μας πάει στον διαφωτιστικό θεϊσμό του – στην πίστη του από τη μια πλευρά στην αυτονομία και στην ελευθερία της συνείδησης και από την άλλη σε κάτι σαν το Υπέρτατο Ον του Ροβεσπιέρου (χρωστάμε την τελευταία παρατήρηση στον διακεκριμένο κριτικό της Αριστεράς Κ. Πορφύρη).
Δεν πρόκειται, ωστόσο, μόνο για τις απαρχές της ποίησης, αλλά και για τις απαρχές της πεζογραφίας. Στην αντίστοιχη ενότητα του τόμου, ο Τάκης Καγιαλής και η Χριστίνα Κώτσογλου εξετάζουν το περιοδικό Βιβλιοθήκη του Λαού, των μέσων του 19ου αιώνα, και των διηγημάτων που έγραψε ο Δημήτριος Αινιάν: διηγήματα για τους αγωνιστές του 1821 ή για τη μετεπαναστατική κοινωνία με παιδαγωγικές, εκλαϊκευτικές και διαφωτιστικές διαθέσεις και όχι με παλαιορομαντικό και εξιδανικευτικό πνεύμα. Τη σημασία των πεζογραφικών απαρχών αναδεικνύει και η Αγγέλα Καστρινάκη, προσεγγίζοντας συγγραφείς όπως ο Ιάκωβος Πιτσιπιός, ο Γρηγόριος Παλαιολόγος και ο Αλέξανδρος και ο Παναγιώτης Σούτσος στο πλαίσιο των αντιλήψεών τους για τον έρωτα που μόνο αυτονοήτως παλαιικό δεν αποδεικνύεται (πλην Πιτσιπιού).

Αν θέλουμε να πάμε στο παρελθόν, δεν μπορούμε παρά να το ανασκαλέψουμε τολμηρά. Αυτό και μας δείχνει περίτρανα ο τόμος: να μη φοβηθούμε τα κενά και τις αδράνειές του, να καταλάβουμε τις υστερήσεις του, αλλά και να επανεκτιμήσουμε τις πάμπολλες, κάθε άλλο παρά αμελητέες κατακτήσεις του.

 

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet