Στέφαν Λέσσενιχ «Τα όρια της Δημοκρατίας», μετάφραση: Σούλα Ζαχαροπούλου, εισαγωγή - επιστημονική επιμέλεια: Ανδρέας Βλαζάκης, εκδόσεις Έναστρον, 2022
Μέχρι τις μέρες μας, «η ιστορία του εκδημοκρατισμού είναι μια ιστορία συμμετοχής μέσω αποκλεισμού» (σ. 35). Αυτή είναι η πεμπτουσία του μικρού αυτού βιβλίου: «Όποιος μιλάει για την ανάπτυξη της σύγχρονης δημοκρατίας, ως καθαρής ιστορίας προόδου, την αποκαθαίρει, ως συνήθως, από το ανεπιθύμητο κόστος της. Ένας μεικτός λογαριασμός της δημοκρατίας θα προσέφερε λιγότερο λαμπερούς αριθμούς.» (σ. 41). Και αυτό γιατί ο μεικτός, ο μπρούτος, είναι by far ο ειλικρινέστερος, ακαλλώπιστος αριθμός.
Δεν θα μπορούσε να συμφωνήσω περισσότερο με τον συγγραφέα. Η ιστορία της ιδιότητας του ανήκειν στο πολιτικό σώμα είναι και η ίδια δίκοπο μαχαίρι. Μια διαδικασία συμπερίληψης κάποιων διά του αποκλεισμού κάποιων άλλων. Κάποτε συζητούσαμε για το αν οι φτωχοί, αυτοί που δεν πλήρωναν φόρους, είχαν δικαίωμα να ασκούν πολιτικά δικαιώματα. Μετά, το αυτό σκεφτόμαστε για τους μαύρους, τους αυτόχθονες και τους κάθε λογής μειονοτικούς. Μετά ήρθε η σειρά των γυναικών. Θα μπορούσανε άραγε αυτές να μετέρχονται των αποφάσεων; Τώρα μιλάμε για τους μετανάστες. Και πάει λέγοντας. Ο αγώνας του εκδημοκρατισμού μιας κοινωνίας είναι ο αγώνας για τη μετατόπιση στο κατώφλι του αποκλεισμού. Όσο όμως και να προσπαθούμε, είναι στη φύση της δημοκρατίας, ακόμη και της πιο συμπεριληπτικής δημοκρατίας, πάντα κάποιοι να μένουν απ’ έξω. Κάποιοι δηλαδή που υφίστανται τους νόμους της πολιτικής κοινότητας δεν θα είναι σε θέση να συμβάλουν στον καθορισμό τους.
Γι’ αυτούς τους αποκλεισμούς, το αναπόδραστο και δομικό ενίοτε ερμητικό κλείσιμο της δημοκρατίας μάς μιλάει ο γερμανός πολιτικός κοινωνιολόγος Στέφαν Λέσσενιχ. Η δημοκρατία ως πεδίο ανοίγματος δικαιωμάτων, ως μηχανή κοινωνικής συμπερίληψης, όπως την ήθελε ο βρετανός Μάρσαλ στα μέσα του 20ού αιώνα, αλλά και η δημοκρατία ως μια σχέση πρωτογενών και παρεπόμενων κλεισιμάτων και υποταγής: για τη «δομή του δίδυμου ποδήλατου» κάνει λόγο ένας άλλος συγγραφέας όπου ο συνταξιδιώτης, αυτός που κάθεται στο πίσω ποδήλατο, όχι μόνο είναι υποχρεωμένος να τον οδηγούν όπου θέλει ο οδηγός του μπροστινού ποδηλάτου αλλά και να του ορίσουν πόσο γρήγορα ή αργά θα κάνει πετάλι.
Ο συγγραφέας εδώ κομίζει τέσσερις άξονες αποκλεισμών.
Αέναος αγώνας από τον αποκλεισμό στη συμπερίληψη
Το δεύτερο μισό του βιβλίου είναι αφιερωμένο στην μελέτη αυτών των αξόνων ή αρένων της σύγχρονης δημοκρατικής σύγκρουσης, όπως τους ονομάζει ο συγγραφέας, θυμίζοντας μιαν άλλη σύγχρονη θεωρητικό της δημοκρατίας, τη Σαντάλ Μουφ, που μας θυμίζει ότι καμία δημοκρατία δεν είναι ποτέ κεκτημένη και πως κάθε δημοκρατία είναι εξ ορισμού και αναπόδραστα αγωνιστική, υπό την έννοια ότι ο αγώνας από το κλείσιμο προς το άνοιγμα, από τον αποκλεισμό στη συμπερίληψη είναι αέναος.
Η πρώτη λοιπόν σύγκρουση είναι μεταξύ των εχόντων και των μη εχόντων. Είναι δηλαδή ο κλασικός κάθετος άξονας εγγύτερα όλων στην κλασική αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας. Ο δεύτερος άξονας είναι μεταξύ των μη εχόντων, «η σάρα εναντίον της μάρας» όπως χαρακτηριστικά τιτλοφορεί το 4ο κεφάλαιο ο συγγραφέας παραπέμποντας σε ενδοταξικές συγκρούσεις των από κάτω. Εξάλλου, η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν είναι πλατύσκαλο με δύο σκαλιά αλλά σκάλα με περισσότερα σκαλοπάτια. Πάντα μόλις κάποιος καταφέρει να ανέβει ένα σκαλί στο πλαίσιο της ταξικής κινητικότητας, δεν θέλει να μοιάζει με αυτόν που άφησε πίσω στο αμέσως χαμηλότερο σκαλί. Ο τρίτος άξονας είναι οι μέσα εναντίον των έξω, παραπέμποντας στον ανταγωνισμό πολιτών με αλλοδαπούς και τις διακυβεύσεις της σύγχρονης μετανάστευσης. «Η βάρκα είναι γεμάτη» όπως όμορφα παραβάλει ο συγγραφέας (σ. 77), ή κοινώς «ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα». Ύστατος έρχεται ο εξωτερικός άξονας, είναι οι σχέσεις του πολιτικού σώματος με τη φύση: «όλοι εναντίον ενός», όπως γλαφυρά αναφέρει ο Λέσσενιχ, υπενθυμίζοντας ότι η μετατροπή της κλιματικής αλλαγής σε κλιματική κρίση πλέον αποτελεί ένα από τα μείζονα επίδικα των καιρών μας που μας θέτει ενώπιον πολύ δύσκολων αναστοχασμών σχετικά με τα κεκτημένα της ανθρωπομορφικής νεοτερικότητας, στην οποία ανήκουμε. Δεν ξέρω αν τέτοιου είδους στοχασμούς μπορούμε να τους σηκώσουμε -να τους αντέξουμε δηλαδή- ξέρουμε όμως ότι η φύση σιγά σιγά δεν αντέχει εμάς, επομένως είναι μάλλον μονόδρομος να βασανιστούμε ώστε να σκεφτούμε και αυτόν τον εξωτερικό άξονα με όρους που πρόγονοί μας απλώς θεωρούσαν ασύλληπτους.
Σύμπτωμα όχι «κακιά στιγμή»
Οι άνθρωποι λοιπόν, κατά τον φιλελεύθερο Τ.Σ. Μιλλ, είναι ελεύθεροι να δημιουργούν ιστορία «αλλά κάποιοι είναι πιο ελεύθεροι από τους άλλους». Η λάμψη του πολιτικού φιλελευθερισμού δεν πρέπει να μας θαμπώσει ώστε να θεωρήσουμε ότι το περίσσευμα ελευθερίας κάποιων είναι μια «κακιά στιγμή» της ιστορίας των πολιτευμάτων μας ή ένα ατύχημα της δημοκρατίας μας. Αντιθέτως, είναι σύμπτωμά τους.
Κοινώς, φιλελευθερισμός, από μόνος του δεν φτάνει, χωρίς μια διαρκή διανεμητική στρατηγική που θα παλεύει / αμβλύνει την αναπόδραστη ταξικότητα της δημοκρατίας στον σύγχρονο καπιταλισμό. Κάποτε θα κερδίζουμε σε αυτόν τον αγώνα, άλλοτε όμως θα τον χάνουμε διότι ο συσχετισμός δεν είναι υπέρ αυτών που σκεπτόμαστε, όπως ο συγγραφέας.
Στις μέρες μας, εξάλλου, ο μεταπολεμικός συμβιβασμός που επιχειρήθηκε στην Ευρώπη μεταξύ των από πάνω και των από κάτω έχει προ πολλού σπάσει όχι «από τα κάτω» αλλά «από τα πάνω»: οι κρατούντες πλέον, στον αχαλίνωτο αναθεωρητισμό τους και τη βουλιμία τους, διαρκώς σπάνε τα δεσμά του κράτους προνοίας που προσπάθησε εν μέρει επιτυχώς να επιφέρει μια στοιχειώδη κοινωνική ειρήνη στα ευρωπαϊκά ερείπια της δεκαετίας του ’40.
Είναι λοιπόν αυτονόητο ότι μέσα σε μια συγκυρία συλλογικού κοινωνικού υποβιβασμού και όξυνσης των ανισοτήτων, τόσο εντός όσο και μεταξύ κρατών, η Άκρα Δεξιά θα αναδυθεί εκ νέου ώστε να κεφαλαιοποιήσει την αγανάκτηση των διαφορετικών αποχρώσεων ηττημένων της παγκοσμιοποίησης. Αυτό μάλλον πρέπει να μας θυμίσει ότι καπιταλιστική Ευρώπη χωρίς Άκρα Δεξιά υπήρξε η εξαίρεση. Αυτό φαίνεται κάθε μέρα που περνάει φανερότερα όσο απομακρυνόμαστε από το τραύμα της δεκαετίας του ’40. Το ότι για 50 περίπου χρόνια ζήσαμε χωρίς φασίστες ήταν το διάλειμμα. Όχι το έργο καθαυτό.
Σε αυτή τη συγκυρία λοιπόν ο αγώνας για τη διατήρηση των κεκτημένων δικαιωμάτων, όπως όμορφα γράφει ο Ετιέν Μπαλιμπάρ, με την αναφορά στον οποίο τελειώνει το βιβλίο, είναι αγώνας για «τον ορισμό και τη θέσπιση νέων δικαιωμάτων τα οποία θέτουν σε αμφισβήτηση παλιά προνόμια (ή παλιά δικαιώματα που μετατράπηκαν σε προνόμια)» (σ. 133).
Δεν μπορείς λοιπόν να κρατήσεις το παλιό αν δεν διεκδικήσεις το νέο. Αυτό καταλαβαίνω εγώ από το χρήσιμο ευσύνοπτο και όμορφα μεταφρασμένο στα ελληνικά βιβλιαράκι του Στέφαν Λέσσενιχ.
Απολύτως επίκαιρο στην Ελλάδα σήμερα.