«Στις 12 Ιουλίου του 1789 –ἡμέρα Κυριακή– ένας νεαρός, δικηγόρος δίχως πελατεία, πού ζητοῦσε ἀκόμα λεφτά ἀπό τόν πατέρα του, βγαίνει ἀπό ἕνα καφενείο (café de Foy) καί πηδάει ἐπάνω σ' ἕνα τραπέζι (στόν κῆπο του Palais Royal, στο Παρίσι). "Ολοι οι τακτικοί θαμῶνες τῶν καφενείων τον φώναζαν μέ τό μικρό του όνομα. Ηταν ὁ Κάμιλλος Ντεμουλέν (Camille Desmoulins). [...] Κρατώντας στο χέρι ένα πιστόλι, βγάζει λόγο σέ ὅσους συγκεντρώθηκαν γύρω του. Επιβεβαιώνει […] ὅτι ὁ βασιλιάς ἀπέλυσε τόν ύπουργό Νεκκέρ (Necker), λέει ὅτι αὐτό εἶναι κακό σημάδι, ὅτι προετοιμάζεται μιά νύχτα ΄Αγίου Βαρθολομαίου γιά τούς πατριῶτες, καί – ἐνῶ οἱ συγκεντρωμένοι γύρω του φθάνουν στις ἕξη χιλιάδες (σ' αυτό τόν ἀριθμό τούς υπολόγισε ὁ ἴδιος) - ύψώνει ἀκόμα περισσότερο τή φωνή του καί κραυγάζει: «Στα όπλα» («Aux armes»!) Τα πλήθη ὁρμούν στους δρόμους, τραγουδώντας».[1]
Η Γαλλική Επανάσταση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου έμοιαζε με τα βιβλία που κοσμούν τις σκούρες μαονένιες βιβλιοθήκες των δικηγορικών γραφείων, αυτά με το σκληρό μαύρο εξώφυλλο. Τα πολύ σοβαρά βιβλία που δίνουν κύρος στον κάτοχο της βιβλιοθήκης, αναδεικνύοντας τη σοβαρότητα και την ευρυμάθειά του. Καμία σχέση με τα ριζοσπαστικά βιβλία που διάβαζε τότε η αδερφή μου – αυτό το χρειαζόταν για να περάσει το μάθημα στη σχολή.
Ο Κανελλόπουλος δεν συμπαθούσε την επανάσταση, ακόμα και στην αστική εκδοχή της. Με κάθε ευκαιρία εξέφραζε την αποστροφή του για την «άσβεστη δίψα για αίμα» των Γιακωβίνων. Όπως είναι ταιριαστό με έναν ηγέτη της Δεξιάς και συντηρητικό διανοούμενο, έγραψε μια ιστορία των «μεγάλων πολιτικών προσωπικοτήτων», η οποία βρίθει περιστατικών και ανεκδότων. Στην αφήγησή του ο λαός είναι συνήθως απών και όταν κάνει την εμφάνισή του, είναι φορέας καταστροφής και χάους. Ο λαός υπάρχει μόνο ως όχλος.
Ανάμεσα όμως στις γραμμές αυτής της αντεπαναστατικής ιστορίας της επανάστασης, μπορούσες να νιώσεις δυνατό τον επαναστατικό παλμό. Η επανάσταση ήταν ο Μαρά που έλαμψε μέσα από τους υπόνομους του Παρισιού· ήταν οι Αβράκωτοι, η Βαστίλη, η Λέσχη των Κορδελιέρων, οι Λυσσασμένοι, ο αδιάφθορος Ροβεσπιέρος, ο Δαντόν, ο Σαιν Ζυστ· ήταν ο Καμίγ Ντεμουλέν που τον άκουγα για πρώτη φορά.
Ο Ντεμουλέν με τις φοβερές λέξεις «στα όπλα!» μετατράπηκε στη θρυαλλίδα των εξελίξεων. «Στα όπλα!», οι φοβερές λέξεις που όπλισαν το πλήθος απέναντι στα στρατεύματα του βασιλιά και το έστρεψαν στην καρδιά του κράτους, την Βαστίλη. «Στα όπλα!», οι φοβερές λέξεις που έπλασαν το νόημα της στιγμής, το νόημα της νέας εποχής που άρχιζε. Μέσα στην παραφορά της επαναστατικής έξαρσης ο απένταρος θαμώνας των καφενείων, μετατράπηκε στον επιταχυντή της Ιστορίας. Η επανάσταση είναι η επιτάχυνση της κίνησης της Ιστορίας.
Τραυλός ρήτορας
Τριάντα πέντε χρόνια από τότε που έμαθα τον Ντεμουλέν, ο Ερίκ Βυϊγιάρ[2] έρχεται να συμπληρώσει την εικόνα: «ο Καμίγ Ντεμουλέν, ο νεαρός δικηγόρος, ανεβαίνει σ' ένα τραπέζι και βγάζει, τραυλίζοντας, τον πρώτο του λόγο. Γιατί τραύλιζε. Και είναι πράγματι απίστευτο πόσοι τραυλοί έγιναν ρήτορες και πόσα κούτσουρα στο σχολείο έγιναν συγγραφείς. Η ζωή είναι πολύ παράξενη, συχνά σου δίνει ώθηση μ' αυτό που σου έχει στερήσει. Ο Καμίγ καλεί τον λαό να δείξει τον θυμό του. Πηδάει σ' ένα τραπέζι έξω απ' το καφέ ντε Φουά. “Ετοιμάζουν μια νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου για τους πατριώτες”, δηλώνει».
Ο Βυϊγιάρ προσθέτει: «Τα απλά λόγια του εξοστρακίζονται προς όλες τις κατευθύνσεις, ρέουν, στάζουν, δίνουν το σχήμα αυτού του κόσμου σαν και τα λόγια του Μιραμπό, αγγίζουν κάτι το μη χειροπιαστό, τον τύπο των ήλων, μια πίστη πέρα από γλωσσικές πιρουέτες, δίνουν ένα σήμα σε όλους κατανοητό και όμως ασύλληπτο, είναι τα λόγια όλων».
Η επανάσταση είναι ο Μεσσίας που μετατρέπει τον τραυλό σε ρήτορα για να κηρύξει τον ερχομό ενός νέου κόσμου, για να δώσει σχήμα σε αυτόν τον νέο κόσμο που γεννιόταν εκείνη τη στιγμή σε ένα καφενείο του Παρισιού, εκεί όπου το Θαύμα γινόταν χειροπιαστό. Ο λαός αγγίζει τον τύπο των ήλων και προσχωρεί στη νέα πίστη.
Στην αφήγηση του Βυϊγιάρ είναι απούσες οι «μεγάλες πολιτικές προσωπικότητες». Ο Βυϊγιάρ μιλάει για τους «μικρούς ανθρώπους» που επιτέθηκαν στη Βαστίλη κι έγραψαν Ιστορία με το αίμα τους, αλλά δεν γράφτηκαν στα βιβλία της Ιστορίας – τα βιβλία της Ιστορίας γράφονται με τις λέξεις του κράτους.
Το κάλεσμα του Ντεμουλέν είναι η μόνη ιστορία μιας «μεγάλης πολιτικής προσωπικότητας» που συμπεριλαμβάνεται στις ιστορίες των «μικρών ανθρώπων» του Βυϊγιάρ.
Η επιείκεια
Ο Ζοζέφ Αντράς[3] μοιάζει να εξηγεί την επιλογή του Βυϊγιάρ: «Ο Καμίγ είναι τριάντα τριών χρονών και τέσσερα χρόνια πριν κανείς δεν ήξερε τον Ντεμουλέν. Κανείς δεν θα είχε ποντάρει ούτε δεκάρα σ' αυτόν τον αφανή δικηγόρο απ’ την Πικαρδία, χωρίς υποθέσεις, χωρίς ταλέντο ρήτορα, που περιπλανιόταν στο Παρίσι από καπηλειά σε σοφίτες, που κοιμόταν σε άθλια πανδοχεία, με τα ρούχα μπαλωμένα και το βλέμμα χωρίς αυτοπεποίθηση. Ο Ντεμουλέν δεν προέρχεται απ’ τα σπλάχνα του λαού, ελπίζει όμως να σταθεί φρουρός του».
Ο Αντράς δεν αφηγείται τη στιγμή της δόξας του Ντεμουλέν, αλλά την τελευταία μάχη του. Την πιο άδοξη ή την πιο ένδοξη μάχη του – ανάλογα από τη σκοπιά που το βλέπει κανείς. Τον χειμώνα του 1793 ο Ντεμουλέν εκδίδει τον Παλιό Κορδελιέρο για να ζητήσει να μπουν όρια στην τρομοκρατία και τον αυταρχισμό, να δοθεί τέλος στις παρεκτροπές της νεαρής επαναστατικής δημοκρατίας. Η «επιείκεια» του Ντεμουλέν δεν είναι μια μεταμφίεση της συνθηκολόγησης. Ο Ντεμουλέν είναι φίλος του Ροβεσπιέρου και θεωρεί την τρομοκρατία απαραίτητη απέναντι στους εχθρούς της επανάστασης. Αλλά η άνευ όρων και ορίων επέκτασή της δημιουργεί αχρείαστους αντιπάλους και, κυρίως, αναιρεί την ουσία της επαναστατικής δημοκρατίας. Η επιείκεια του Ντεμουλέν θέλει να περιφρουρήσει και να ενισχύσει την επανάσταση, θέλει να συμπληρώσει και όχι να ακυρώσει την αδιαλλαξία της. Το «η αγάπη είναι πιο ισχυρή και διαρκεί πιο πολύ από τον φόβο» έχει ως προϋπόθεση το «στα όπλα!».
Ο Ντεμουλέν επιμένει σε έναν αγώνα που γίνεται όλο και πιο μοναχικός και θα τον φέρει αντιμέτωπο με τον φίλο του Ροβεσπιέρο. Συνεχίζει να εκδίδει τον Παλιό Κορδελιέρο παρά τις προειδοποιήσεις ότι κινδυνεύει η ζωή του. Θα μπορούσε να παραμείνει βολικά σιωπηλός, αρκούμενος στο κλέος της 12ης Ιουλίου 1789. Δεν το έκανε, ίσως γιατί αν έχεις πει τις φοβερές λέξεις του 1789 δεν μπορείς να μην κάνεις το ίδιο το 1794. Οι λέξεις της επανάστασης δεν είναι βέβαια ίδιες κάθε φορά. Επανάσταση σημαίνει άλλοτε να επιταχύνεις την κίνηση της Ιστορίας και άλλοτε να της πηγαίνεις κόντρα. Με όποιο κόστος. Ο Μεσσίας κάνει θαύματα αλλά και απαιτεί μάρτυρες.
Το ένταλμα σύλληψης του Ντεμουλέν το υπογράφει και ο φίλος του ο Ροβεσπιέρος, σε μια επίδειξη σκληρότητας πέρα από τα όρια, ή αρετής πέρα από τα όρια, ανάλογα πώς το βλέπει κανείς. Στις 5 Απριλίου του 1794 ο τραυλός ρήτορας της επανάστασης θα οδηγηθεί στην γκιλοτίνα, αυτή τη μηχανή της σιωπής.
Οι φοβερές λέξεις του ακούγονται ακόμα.
Σημειώσεις
1. Παναγιώτης Κανελλόπουλος, «Η Γαλλική Επανάσταση», εκδόσεις Διον. Γιαλλέλης
2. Eric Vuillard, «14 Ιουλίου», μετάφραση Μανώλης Πιμπλής, εκδόσεις Πόλις
3. Ζοζέφ Αντράς, «Για να σας πολεμήσουν», μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου