Στη μνήμη του πατέρα μου,
Χριστόφορου Καλοσπύρου
Αν υπάρχει μια ατέλεια στο σπουδαιότερο ελληνικό μυθιστόρημα του εικοστού αιώνα, το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου, αυτή δεν είναι άλλη από την έλλειψη χιούμορ, ασθένεια που τριγυρίζει ή ταλαιπωρεί τα περισσότερα βιβλία των συγγραφέων της γενιάς του τριάντα, αλλά και εκείνων της πρώτης και δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Βεβαίως, είναι τόσο πολλές και τόσο λαμπερές οι αρετές του Κιβωτίου, ώστε η έλλειψη αυτή να φαίνεται δευτερεύουσα σε σχέση με το αγωνιώδες κυνηγητό αλήθειας κι επινόησης πάνω σε μια τραχιά στρογγυλή πλατφόρμα, αέναα κινούμενη αργά αργά απ’ τις ομόρροπες δυνάμεις της πλάνης και της διάψευσης.
Υπάρχει, ωστόσο, ένα μυθιστόρημα, η Εξαφάνιση του Αριστοτέλη Νικολαΐδη, που μαζί με το έτερο μεγάλο έργο του, τους Συνυπάρχοντες, δεν απέχουν και πολύ ποιοτικά απ’ το Κιβώτιο (και τα τρία μυθιστορήματα διερευνούν το θέμα που μπορεί να συνοψιστεί στον εξής υπέρτιτλο: «Η πλάνη της Αριστεράς στον Εμφύλιο και κατ’ επέκταση στον 20ό αιώνα»), και το οποίο διαθέτει σε μεγάλες ποσότητες αυτό που απουσιάζει πλήρως απ’ το βιβλίο του Αλεξάνδρου: χιούμορ. Και μάλιστα μαύρο χιούμορ, ένα είδος που αποτελεί διαχρονικά terra incognita για την ελληνική μυθοπλασία στο σύνολό της. Παραθέτω ενδεικτικά το ακόλουθο περιστατικό: ο Θανάσης Τηλεκίδης, ο πρωταγωνιστής της Εξαφάνισης, κλειδώνει έναν γνωστό του, σύντροφο απ’ το Κόμμα, σε μια καταπακτή του δωματίου στο σπίτι όπου διαμένει μαζί με τη θεία του, κι ενώ διανύουμε τις ζοφερές πυορροούσες μέρες των Δεκεμβριανών. Ξαφνικά χτυπούν την πόρτα του αστυνόμοι που τον τσακώνουν και τον σέρνουν στο τμήμα για ανάκριση και τον πετούν κατόπιν στη φυλακή για απροσδιόριστο διάστημα. Όταν επιστρέφει στο σπίτι του, ο Τηλεκίδης αντί για τον σύντροφό του αντικρίζει, όπως αναμενόταν, τον σκελετό του, κι αφού δεν έχει πού να τον ξεφορτωθεί, κάποια στιγμή θα τον χαρίσει ανακουφισμένος σε μια φοιτήτρια Ιατρικής με την οποία στο μεταξύ συνάπτει δεσμό, και η οποία αναζητούσε, έτσι κι αλλιώς, σκελετό για τα μαθήματα Ανατομίας στη σχολή. Πρόκειται για σκηνικό που θα μπορούσε άνετα να συναντήσει κανείς σε ταινία των αδερφών Κοέν. Κι ωστόσο, υπάρχει σε ελληνικό μυθιστόρημα που εκδόθηκε το 1975, το οποίο, εκτός απ’ τους διθύραμβους που εισέπραξε –όχι πάντως χωρίς να προκαλέσει αμηχανία σε μια μερίδα της κριτικής– τιμήθηκε και με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος.
Ξεχασμένοι από τον χρόνο, το κοινό, τους κριτικούς
Στις 25 Νοεμβρίου της χρονιάς που μας αποχαιρέτησε συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από τη γέννηση του Αριστοτέλη Νικολαΐδη: ρωμαλέου πεζογράφου, πρωτοπόρου ποιητή, θαρραλέου δοκιμιογράφου και διαπρεπούς ψυχιάτρου, με σπάνια παιδεία και ευρυμάθεια. Γι’ αυτόν τον γνήσιο λόγιο-συγγραφέα, εκτός από μια στεγνή τηλεγραφική αναφορά σ’ ένα συντεχνιακό σάιτ για βιβλία και την αναδημοσίευση σε δημοφιλές ενημερωτικό σάιτ μιας συνέντευξης που είχε δώσει στον Θανάση Ντόκο το 1989, δεν γράφτηκε κανένα απολύτως άρθρο, δεν του έγινε κανένα φιλολογικό μνημόσυνο, κανείς δεν ανέλαβε να ετοιμάσει ένα αφιέρωμα στο έργο του. Κάτι ανάλογο συνέβη ασφαλώς και το 2019, όταν δεν γράφτηκε τίποτα και δεν έγινε καμία εκδήλωση για τα είκοσι χρόνια από τον θάνατο του Νίκου Μπακόλα. Μόνο που στην περίπτωση του Μπακόλα, η πρόσφατη θεατρική αναβίωση της Μεγάλης πλατείας, όπως επίσης και η έκδοση του μεταθανάτιου μυθιστορήματός του, «Για τον έρωτα και μόνο» –αν και σε καμία περίπτωση δεν χαιρετίστηκε ως το εκδοτικό γεγονός που ήταν–, επανέφεραν κάπως στο προσκήνιο το όνομά του. Η περίπτωση Νικολαΐδη, ωστόσο, φαντάζει οριστικά ακυρωμένη, ξεχασμένη από τον χρόνο, το κοινό, τους κριτικούς. Κι αυτό συνιστά κατάφωρη αδικία.
Η αρπάγη της Ιστορίας
Τα τρία σημαντικότερα μυθιστορήματά του, «Οι συνυπάρχοντες», «Η εξαφάνιση» και «Ο αιώνας τέλειωνε στην κόψη», που όλα μαζί συνθέτουν μια υπερφιλόδοξη μυθιστορηματική τριλογία για την περίοδο από τον Εμφύλιο έως και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, είναι βιβλία έκκεντρα, στοχαστικά, μεταμοντέρνα: υπάρχει πλοκή, ή έστω μια συνθήκη στην αρχή, που φαντάζει συναρπαστική, όπως στους Συνυπάρχοντες όπου ο βασικός ήρωας επιστρέφει στην Ελλάδα μετά τον εμφύλιο, ενόσω εκκρεμεί εις βάρος του θανατική καταδίκη, αλλά η συνθήκη αυτή εκρήγνυται. Στον σκουρόχρωμο ουρανό που είναι το φόντο στα μυθιστορήματα, ένα αχανές πεδίο έντονης μελαγχολίας, αναστοχαστικής διάθεσης και οντολογικής ασάφειας που αγγίζει ορισμένες φορές τα όρια της υπαρξιακής ναυτίας, σχεδιάζονται τροχιές απρόβλεπτες, ελλειπτικές, τεθλασμένες, ημιτελείς. Οι ήρωες πασχίζουν να ξεφύγουν απ’ την αρπάγη της Ιστορίας για να καταλήξουν αντιμέτωποι με τον ίδιο τους τον εαυτό, ή, μάλλον, τα θρυμματισμένα είδωλά του, η αναγνώριση και ανασύνθεση των οποίων ενίοτε τους οδηγεί στην τρέλα. Ο Άλλος είναι εσαεί ύποπτος, είτε πρόκειται για τον σύντροφο απ’ το Κόμμα είτε για τη μυστηριώδη ερωμένη: διπλοί πράκτορες, ερωτικά τρίγωνα, λίμπιντο κι αποπραγματοποίηση, μια ατμόσφαιρα διάχυτης λαγνείας και ηδονοβλεψίας. Παρά το εμφανές ψυχαναλυτικό τους υπόβαθρο, τα διηγήματα και τα μυθιστορήματα του Νικολαΐδη είναι από πολλές απόψεις διασκεδαστικά, κι είναι επίσης γραμμένα σε μια πλούσια, ευφορική, δισυπόστατη γλώσσα που θα τέρψει τον υπομονετικό αναγνώστη.
Παραγνωρισμένος και ως ποιητής
Ο Νικολαΐδης υπήρξε όμως παραγνωρισμένος και ως ποιητής. Σε μια πρόσφατη συζήτηση που είχα με τον φίλο ποιητή Γιάννη Δούκα, μου εκμυστηρεύτηκε πως θεωρεί τον Νικολαΐδη έναν από τους τρεις τέσσερις σημαντικότερους μεταπολεμικούς ποιητές μας. Κι εδώ υπάρχει εξήγηση για την αφάνεια στην οποία έχει περιπέσει. Είναι ένας αταξινόμητος ποιητής, που στο φάσμα της ποιητικής γραφής κινείται μεταξύ δύο άκρων, του φορμαλιστικού μινιμαλισμού των Στερεότυπων και της μπαρόκ λεξιπλασίας, αλά Finnegans Wake, στις Διαφορές του φάσματος· ενδιάμεσα, στις πιο προσιτές συλλογές του, όπως τους Θαλάμους, ο αναγνώστης θ’ απολαύσει ορισμένα από τα πιο συγκροτημένα και εμπνευσμένα ποιήματα της νεοελληνικής ποίησης και θα διακρίνει τις οφειλές του ποιητή στον Κάλβο, τον Σινόπουλο, τον Καβάφη, τον Σεφέρη, την Ντίκινσον και τον Έλιοτ – τον τελευταίο μάλιστα μετέφρασε υποδειγματικά, σε ευλύγιστα, πολύχρωμα ελληνικά, κατανοώντας πλήρως τις ιριδίζουσες συνδηλώσεις του πρωτοτύπου.
Συνοψίζοντας, εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ έναν ιδιοφυή ποιητή και πεζογράφο, τα κείμενα του οποίου είναι γεμάτα πολύσημες προτάσεις, δομικές καινοτομίες, βαθυστόχαστες παρατηρήσεις, έναν απ’ τους κορυφαίους μεταπολεμικούς συγγραφείς μας. Και καθώς εξελίσσεται η συζήτηση για την ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό, συζήτηση που καλώς γίνεται, καθώς οτιδήποτε αφορά την εξωστρέφεια της λογοτεχνίας μας μόνο θετικό είναι, την ίδια στιγμή είμαστε υποχρεωμένοι να επανεξετάσουμε τον κανόνα και να ξαναδούμε περιπτώσεις αδίκως λησμονημένων συγγραφέων, όπως αυτή του Νικολαΐδη. Αν μη τι άλλο, οφείλουμε τουλάχιστον να τον (ξανα)διαβάσουμε.