Κώστας Μπαρμπάτσης «Λυκοχαβιά και άλλες ιστορίες», εκδόσεις Κέδρος, 2022

 

Σε ένα δοκίμιο του ιταλού ψυχαναλυτή Μάσιμο Ρεκαλκάτι, με τίτλο «Με ανοιχτό βιβλίο, Συζητώντας τη σχέση μας με τα βιβλία», ο συγγραφέας λέει πως «ένα βιβλίο, μπορεί να γίνει μια συνάντηση. Είναι μια συνάντηση που διακόπτει τη συνηθισμένη ροή του χρόνου. Μετά από αυτήν τη συνάντηση η ζωή μας δεν είναι πια η ίδια». Και εξηγεί: «Το θέμα δεν είναι μόνο η ευρυμάθεια, αλλά το να προσφέρει στη ζωή την ευκαιρία της συνάντησης με το πιο κρυφό της μέρος, καθιστώντας δυνατή την ανανέωσή της, την αναπάντεχη επέκτασή της, την απόκτηση μιας νέας μορφής».

«Συνάντηση της ζωής με το πιο κρυφό της μέρος». Αυτή η πρόταση του Ρεκαλκάτι περιγράφει ακριβώς αυτό που κάνει η Λυκοχαβιά του Κώστα Μπαρμπάτση.

 

Πρόκειται για μια συλλογή έξι συνταρακτικών διηγημάτων που αγγίζουν την πιο βαθιά και αγιάτρευτη πληγή του ανθρώπου, το «πιο κρυφό του μέρος»: τη φρίκη του για την αποπομπή του από τον παράδεισο. Από τον παράδεισο της σχέσης με τη φύση, με τα άλλα ζωντανά, από την ευδαιμονία της αλαλίας, του άφατου καλού.

Στο βιβλίο αυτό περιγράφονται με τρομακτική πειστικότητα μια σειρά εφιαλτικών εγκλημάτων. Όλα τα διηγήματα της συλλογής διατρέχει ένα κοινό νήμα – ο φόνος, η σφαγή, πάντα η προδοσία, ό,τι ξεριζώνει από τις ψυχές των ηρώων του την πίστη στην ίδια τη ζωή, ό,τι τους οδηγεί στη μοναξιά και την παράνοια. Κάθε διήγημα κι εφιάλτης, κάθε διήγημα κι έγκλημα: Από την πώληση και τον αποχωρισμό με το κοπάδι στο «Θα φύγω, ξάδερφε», στο κομμένο κεφάλι του νεαρού Εβραίου αντιστασιακού στο «Πεσκέσι», στο σφάξιμο του λύκου στη «Λυκοχαβιά», στην εν ψυχρώ δολοφονία της νεαρής Αρβανιτοπούλας στο «Στον τόπο του», στην εξόντωση του νεαρού αντάρτη στο «Ας λάμπει ο ήλιος», στη σταύρωση του χαζούλη του χωριού στο «Ζωντανό Σκιάχτρο».

Δωσίλογοι και ταγματασφαλίτες, μεγαλέμποροι, στρατιώτες και στρατιωτικοί, ένας κόσμος «απέναντι», νικητής, αλλά όχι δικαιωμένος. Η συντριβή των αθώων είναι δεινή, η νίκη των κακών τρομακτική. Η τιμωρία τους ακόμα άγνωστη και απρογραμμάτιστη, ο θρίαμβός τους αποτρόπαιος.

 

Άνθρωποι και ζώα

 

Στον αντίποδα των εγκλημάτων, η αρμονία του σύμπαντος όλου: Ο παράδεισος στη Λυκοχαβιά είναι ο τόπος όπου οι άνθρωποι καταφέρνουν να ανυψωθούν στο επίπεδο του ζώου. Ένας τόπος όπου δεν χρειάζονται λόγια για να κυλήσει και να ξεχυθεί η αγάπη και η τρυφερότητα. Εκεί όπου το βλέμμα ισούται με αγκαλιά, η σιωπή με έρωτα, ο έρωτας με τρέλα και το φαγητό με τάισμα. Εκεί κάποιοι ζουν μέσα στα βουνά με θέα στη θάλασσα, κοντά στα ζώα που καταδέχονται, αθώα πάντα, την παρέα των ανθρώπων. Ο τόπος αυτός βρίσκεται ανάμεσα σε Γιάννενα, Άρτα και Αντίρριο, αλλά επιζεί κυρίως στη μνήμη και τη νοσταλγία των αφηγητών, φωτεινός, όλος χαρά και στοργή.

Στον ανέγγιχτο από τη φρίκη κόσμο αυτών των αθώων –των ζώων, των παιδιών, των τρελών, των ερωτευμένων– η ομιλία καταργείται. Στον παράδεισο τα ανθρώπινα λόγια περιττεύουν. Ο ήρωας του διηγήματος «Λυκοχαβιά» είναι «μούτος» – μουγγός. Αποκτάει φωνή και μιλάει κανονικά μόνο όταν η καρδιά του πετρώνει και αποφασίζει για να λυτρώσει το αγαπημένο του ζώο, τον λύκο, να τον μαχαιρώσει ο ίδιος: «Κι αφού έκανε δυο τρία βήματα, στάθηκε και κοιτώντας ευθεία “Αφήστε εμένα”, είπε. “Αφήστε εμένα”. Έτσι ακριβώς το ’πε. Με φωνή κανονική, ανθρώπινη».

Στον σκοτεινό κόσμο της Λυκοχαβιάς μιλούν, πολυλογούν οι αρνητικοί ήρωες – στη φωτεινή πλευρά της η συνομιλία, η ανταλλαγή, γίνεται με χάδια, κλαψουρίσματα, γρυλλίσματα, αλυχτίσματα. Ο ήρωας και αφηγητής τού «Θα φύγω, ξάδερφε» ακούει και καταλαβαίνει τα ζώα του πουλημένου κοπαδιού από το βέλασμά τους. «Ρεκάσματα που δεν μοιάζανε με ζωντανών. Με φωνές μοιάζανε. Με φωνές ανθρώπων, που μου τρύπααν τα μηλίγγια ως τον μπάτο. Φωνές για μένανε. Για να φανώ να τις επάρω». Όταν ο ήρωας συναντάει τα γίδια του και τα αναγνωρίζει στο πλοίο για το Ρίο, θα τα «μαυλίσει» καθώς λέει, κι εκείνα θα ανταποκριθούν. Η συνάντηση με τον αγαπημένο τράγο πλαισιώνεται από τον διάλογο ανάμεσα στο ζώο και τον άνθρωπο, ο ήρωας σκύβει, χαϊδεύει το ζώο που έχει τρέξει κοντά του: «Και ξαφνικά, θυμάμαι, βγάνει ένα παράπονο, ένα βέλασμα που σαν να ’κρενε έμοιαζε. Ναι, μα τον Άι Δημήτρη, στο σταυρό που σου κάμω, ξάδελφε. Σαν “Γιατί μ’ απαράτησες;”, έμοιαζε να λέει. “Γιατί άφηκες και με πήρανε;” Και δώσ’ του να ρεκάζει και να κλαίει, τι να σου πω. Τόσα χρόνια κοντά μου, ποτέ δεν το ’χα δει σε τέτοιο χάλι».

 

Οι ήρωες της φωτεινής πλευράς

 

Την αρχέγονη και ουσιαστική σχέση των όντων που αγαπιούνται εκφράζει στα διηγήματα η έγνοια, η ενσυναίσθηση, η ανησυχία για το πώς είναι οι άλλοι, ζώα ή άνθρωποι, σημασία δεν έχει. Οι ήρωες του Μπαρμπάτση, της φωτεινής πλευράς οι ήρωες, νοιάζονται και πονούν για τον άλλον, προσφέρουν πριν από τη φροντίδα, την ανησυχία τους. «Κι όξω απ’ αυτό, ωρέ ξάδερφε, τα πόναγα τα ζωντανά», εξηγεί τον καημό του ο ήρωας του πρώτου διηγήματος. Κι όταν πλησιάζει ο τράγος του, «Και να το πιάνω συνέχεια απ’ τα αυτιά και “Λάρωσε, χαϊδιάρη μου, λάρωσε και ‘γω ‘μαι δω” να του λέω».

Ως προς τον τρόπο, ως προς το «πώς» σε αυτό το βιβλίο, η λέξη κλειδί είναι η προφορικότητα. Και τα έξι διηγήματα αναδεικνύουν ένα πολύ ζωντανό και πειστικό ιδίωμα που δεν ξεχνιέται. Ο λόγος της αφήγησης βγαίνει βαθιά μέσα από το σώμα των αφηγητών, αυθεντικός, χωρίς προσποίηση καμιά. Τα δεδομένα, τόπος, χρόνος, ονόματα, πρόσωπα και περιγραφές δίνονται, εννοείται, αλλά στο πλαίσιο ενός λόγου χειμαρρώδους που διανθίζεται από την επίκληση της άποψης των αφηγητών. Λέξεις συχνά περικομμένες όπως υπαγορεύει το ιδίωμα, άλλες φορές άγνωστες στην στάνταρτ νεοελληνική, το νόημα των οποίων αβίαστα προκύπτει από το συγκείμενο, περάσματα από τον αόριστο της αφήγησης στον ιστορικό ενεστώτα όταν η συγκίνηση είναι μεγάλη και η ταχύτητα των εξελίξεων αυξάνεται, ρητορικές ερωτήσεις, διάλογοι πειστικά ενσωματωμένοι στην καθεαυτήν αφήγηση. 

Με το βιβλίο του Μπαρμπάτση, που σαφώς εντάσσεται σε μια ξεχωριστή και ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη κατηγορία αφήγησης σε ιδίωμα μαζί με τους Δημοσθένη Παπαμάρκο και Σωτήρη Δημητρίου, έχουμε στα ελληνικά γράμματα την πρώτη εμφάνιση ενός νέου, εξαιρετικού λογοτέχνη που σίγουρα θα προσφέρει πολλά στη νεοελληνική λογοτεχνία.

 

Αλεξάνδρα Ιωαννίδου H Αλεξάνδρα Ιωαννίδου είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet