Κώστας Ακρίβος «Ανδρωμάχη», εκδόσεις Μεταίχμιο, 2022
Το νέο βιβλίο του Κώστα Ακρίβου, παρ’ όλη την παραφθορά στην ορθογραφία του ονόματος, άμεσα οδηγεί τη σκέψη μας στη θρυλική φιγούρα της γυναίκας του Έκτορα, που μετά τον θάνατο εκείνου και του παιδιού της σύρθηκε από τον Νεοπτόλεμο ως σκλάβα στο παλάτι του στη Φθία. Εκεί γέννησε παιδιά απ’ αυτόν και μετά τη δολοφονία του ακολούθησε τον γιο της Πέργαμο στην ίδρυση της ομώνυμης πόλης, κουβαλώντας πάντα το πένθος της. Αυτά τα μυθολογικά γεγονότα που μας παραδίδουν οι πηγές αφηγείται με έντονη συγκινησιακή φόρτιση και η Ανδρομάχη του Ακρίβου.
Όπως καταδεικνύει η ιστορία της λογοτεχνίας, τα αρχαιοελληνικά κείμενα, ποιητικά κυρίως αλλά και πεζά, λειτουργούν ως μόνιμο πεδίο αναστοχασμoύ, επανεπεξεργασίας τους και κριτικής διαχείρισης σύγχρονων προβλημάτων. Τα θέματα που συγκινούν και τροφοδοτούν τους νεότερους συγγραφείς είναι κυρίως η βία, ο ξενιτεμός, η απώλεια, το πένθος, τα οποία εκφράζονται συνήθως διά στόματος γυναικών (χωρίς φυσικά να λείπουν και θρήνοι ανδρών), κατ’ εξοχήν θύματα βίας και εκφραστές του πόνου.
Οι θρήνοι εκφράζουν πρωτίστως την αγάπη για το πρόσωπο που χάθηκε. Η Ηλέκτρα του Σοφοκλή θρηνεί γοερά για τη δολοφονία του πατέρα της: «ποτέ δε θα πάψω να θρηνώ, να βογγώ γοερά, … να σκούζω σαν αηδόνα που τα παιδιά της έχασε», προσθέτοντας στον θρήνο και μια υπόσχεση: «μέχρι να πάρω εκδίκηση» (μτφρ. Κ. Μύρης).
O θρήνος βέβαια είναι πρωτίστως ανακούφιση − το ρήμα τέρπομαι χρησιμοποιεί ο Όμηρος, και ο Πολυλάς δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τη λέξη ηδονή όταν μεταφράζει το απόσπασμα από τον θρήνο του Αχιλλέα για τον νεκρό Πάτροκλο: «κι αφού του πικρού κλάματος την ηδονήν χαρούμεν», λέει στους συντρόφους (Ψ 9-11). Το ρήμα ευφράνθηκεν χρησιμοποιεί και στη σκηνή της ικεσίας του Πρίαμου προς τον Αχιλλέα, όπου ο Αχιλλέας θυμάται τον πατέρα του και ξεσπάει σε κλάματα: «και αφού στο κλάμα ευφράνθηκεν» [Ψ 513). Και η Ανδρομάχη στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη θρηνεί αλλά αναγνωρίζει ότι είναι και ανακούφιση ο θρήνος της:
«Κι εμένα οι θρήνοι κι οι αναστεναγμοί
θα φτάνουν ως τα ουράνια· γιατί, από τη φύση τους,
νιώθουν απόλαυση οι γυναίκες όταν ιστορούνε
ξανά και ξανά τις συμφορές τους.» (μτφρ. Γ. Γεραλής)
Μια ακόμα λειτουργία του θρήνου είναι η αυτολύπηση, στοιχείο που το βρίσκουμε συνήθως στους θρήνους γυναικών που η ζωή ή η τιμή τους εξαρτώνται από τη ζωή του αντρός τους, του πατέρα, του αδερφού. Οι θρηνούσες γυναίκες εκφράζουν τον πόνο τους γι’ αυτόν που έχασαν αλλά και μαύρες σκέψεις για την τύχη τους στο μέλλον. Ή είναι θρήνοι αναστοχαστικοί για τις ατυχίες που τις βρήκαν και που έχουν γίνει το μόνιμο παρόν τους. Όπως στον Αφανισμό της Μήλος του Ρίτσου, όπου «τρεις γριές ξερακιανές, έρημες, δούλες σε ξένο τόπο», αναθυμούνται τα δεινά τους και θρηνούν:
«Είμαστε μεις που σαλεύουμε τα χείλια, πεθαμένες από χρόνια, Μηλιώτισσες;
Ύπαρξε τάχα η Μήλο, υπάρξαμε και μεις, κι έχουμε χέρια
και κουνάμε τα χέρια, και θυμούμαστε; — θυμούνται τάχα οι ποθαμένοι;»
Στη σκιά και στη βούληση των ανδρών
Αυτά είναι κάποια παραδείγματα από τη λογοτεχνική μας παράδοση όπου ακουμπά, λιγότερο ή περισσότερο, και η Ανδρωμάχη του Κ. Ακρίβου, κυρίως στην Ιλιάδα, και στις τραγωδίες του Ευριπίδη Τρωάδες και Ανδρομάχη. Ο συγγραφέας και με την ορθογραφία του ονόματος θέλησε, από τον τίτλο ακόμα, να υποδηλώσει ότι η αρχετυπική αυτή μορφή, ως κόρη, ως αδερφή, σύζυγος, μητέρα και ακούσια ερωμένη βρέθηκε πάντα στη σκιά και στη βούληση των ανδρών, να δίνει μάχες μαζί τους, ή, ακόμα, ότι η μοίρα της εξαρτιόταν από τις μάχες που έδιναν οι άντρες της ζωής της.
Ο Ακρίβος συμπορεύτηκε με τα σχετικά χωρία των ομηρικών και τραγικών κειμένων χωρίς να ανατρέψει ή να διασκευάσει σημαντικά ούτε τις εικόνες ούτε τους θρήνους. Αντιθέτως, κράτησε όλο το λυρικό τους υπόβαθρο. Και αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον, άξιο συζήτησης.
Μια νέα επεξεργασία ενός μύθου (και έχουν γίνει τόσες στη νεότερη εποχή) γεννά ένα καινούργιο ενδιαφέρον, μια περιέργεια: να δει κανείς μια άλλη πτυχή του ήρωα, κάποια διαφορετική θεώρηση της αλήθειας, του δικαίου, να δει μια ανατροπή, έναν νέο συμβολισμό. Στην Ανδρωμάχη δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Πρόκειται για μια πολλαπλή αναδρομική αφήγηση μέσα από μια δημιουργική επαναδιαπραγμάτευση αρχαίων αποσπασμάτων με επίκεντρο την Ανδρομάχη ή πρόσωπα του περιβάλλοντός της και με ιστορικό χρόνο της αφήγησης τα χρόνια που ζει στην Πέργαμο. Όλες οι σκηνές και οι σκέψεις της κινούνται πολύ κοντά προς τις ανάλογες των πρωτότυπων κειμένων, εμπλουτισμένες με δραματικές εκφράσεις και έξαρση του πόνου, με βλαστήμιες για το «κτήνος» τον Αχιλλέα, και με εκφράσεις αυτολύπησης και απελπισίας. Ωστόσο, η σκοπιά παραμένει ή ίδια: είναι η πενθούσα μια ολόκληρη ζωή και θρηνούσα Ανδρομάχη. Τότε, ποιος είναι ο στόχος του συγγραφέα;
Επικαιροποιώντας τον θρήνο της
Όχι, βέβαια, απλώς να μεταγράψει σε πεζό λόγο ό,τι γνωρίζουμε από τα αρχαία κείμενα. Ο Ακρίβος στην Ανδρωμάχη, υποθέτω, δεν θέλησε σοβαρές αλλαγές γιατί του αρκούσε αυτό το πρόσωπο έτσι όπως το βρήκε στην κειμενική παράδοση. Ένα από τα πιο δραματικά πρόσωπα της αρχαίας γραμματείας. Ο στόχος του είναι να επικαιροποιήσει τον θρήνο της, να δυναμώσει τη φωνή μιας βιασμένης γυναίκας και να αναδείξει τη βία ως μια διαρκή συνθήκη, μια απειλή, από την οποία οι γυναίκες δεν έχουν απαλλαγεί. Μπορεί οι μάχες να είναι ίδιες ή διαφορετικές, ωστόσο οι γυναίκες μπορεί ακόμη και σήμερα να παραμένουν είτε θύματα της τύχης τους είτε δέσμιες κάποιων επιλογών τους.
Ποια ήταν η επιλογή της Ανδρομάχης; Η Τροία έπεσε και οι κάτοικοί της ήταν μοιραίο να υποστούν τις ποικίλες συνέπειες. Μετά τον θάνατο του Έκτορα και του γιου της, η επιζήσασα Ανδρομάχη είχε σκεφτεί να αυτοκτονήσει. Η ιδέα αυτή πλανάται διαρκώς στο μυαλό της. Δεν το κάνει. Την πρώτη φορά γιατί θεωρεί ότι δεν αρμόζει στη γυναίκα του Έκτορα και στη βασιλική της καταγωγή. Το θεωρεί δειλία και αναξιοπρέπεια. Πορεύεται έτσι στο άρμα του Νεοπτόλεμου κι όπου αυτός την πάει. Στη Φθία, αποκτά τρία παιδιά μαζί του και το αίσθημα της μητρότητας δεν την αφήνει να το τολμήσει. Όταν μετά από πολλά χρόνια. βρίσκεται στην Πέργαμο, πάνω στο ψηλό τείχος της πόλης που έκτισε ο πρώτος της γιος, το σκέφτεται αλλά δειλιάζει. Χωρίς δικαιολογία πια και με αυξημένες τις τύψεις για την αναποφασιστικότητά της ανεβαίνει και ξαναανεβαίνει στο τείχος προσπαθὠντας να το τολμήσει. Και πάλι διστάζει. Ο Ακρίβος περιγράφει πολύ παραστατικά τους δισταγμούς της.
Έρχεται ωστόσο ένας «από μηχανής θεός» να της δώσει τη λύση: ο γιος της ο Πέργαμος απέκτησε γιο και θα τον ονομάσει Αστυάνακτα! Τι ανακούφιση γι’ αυτήν τη χαροκαμένη μάνα, που τρία παιδιά έθαψε με τα χέρια της, να ξαναπροφέρει το όνομα του μοναδικού παιδιού που είχε αποκτήσει από έρωτα. Την τελευταία στιγμή τη σώζει το όνομα. Ένα υποκατάστατο είναι ικανό να την κρατήσει στη ζωή! Αν στο παιδί δίνανε άλλο όνομα η Ανδρομάχη ίσως να αποφάσιζε τελικά να πέσει από το τείχος.
Η δύναμη του λόγου
Δεν ξέρω αν στην πρόθεση του συγγραφέα ήταν να δείξει απλώς ότι η ζωή συνεχίζεται μέσα από μια άλλη ύπαρξη, ικανή να δώσει χαρά και δύναμη ζωής στην ταλαιπωρημένη γυναίκα. Σίγουρα και αυτό. Ωστόσο –κι ας μου επιτραπεί εδώ πιθανή ερμηνευτική «αυθαιρεσία»− βλέπω με την ονοματοδοσία να εξαίρεται η δύναμη του λόγου, η δύναμη της γλώσσας και η σωτήρια επίδρασή της στην πάσχουσα ψυχή. Κι όπως «ηδύς», σωτήριος και λυτρωτικός, όπως λένε οι τραγικοί και ο Όμηρος, είναι ο θρήνος, ομοίως λυτρωτική είναι όλη η αφήγηση, που από τη μια θυμίζει, αλλά και εμμέσως καταγγέλλει, τις συμφορές, τις ατυχίες, τα επαναλαμβανόμενα εγκλήματα που συμβαίνουν στον κόσμο, κι από την άλλη ή ίδια η αφήγηση λειτουργεί παρηγορητικά και ανακουφιστικά, ενδυναμώνοντας τη θέληση για ζωή και αυξάνοντας τις αντοχές απέναντι στις δυσκολίες.
Είναι φυσικό, στις μέρες μας, όπου συνεχώς συζητούμε για τη βία, οι δημιουργοί να ανατρέχουν σε μορφές μυθικές που έχουν μείνει στην ιστορία ως τα απόλυτα θύματα. Η Ανδρωμάχη είναι καταγγελία και προτροπή μαζί. Ο Ακρίβος πέρα από το να φωτίζει με το προσωπικό του λυρικό και δραματικό ύφος θησαυρούς που ανέσυρε από την παράδοσή μας, συνθέτει ένα λόγο καταγγελτικό για κάθε μορφή βίας, αποκρυσταλλώνοντας συναισθήματα που αναγνωρίζουμε ως σύγχρονα βιώματα. Η τελευταία παράγραφος του κειμένου, που περικλείει μια απεύθυνση της Ανδρομάχης προς τον γιο τού Πέργαμου, τον μικρό Αστυάνακτα, συμπυκνώνει και το ιδεολογικό μήνυμα του έργου: «Μη με φοβάσαι, να μη φοβάσαι. Η Τύχη και η Τόλμη να είναι οι δικοί σου θεοί, οι μόνοι θεοί στη ζωή σου…»