Στο πλαίσιο της γνώσης του αντιπάλου, επί του προκειμένου του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, για την οποία επανειλημμένως έχουμε γράψει ότι την θεωρούμε απαραίτητη προκειμένου να τον αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά, αναπαράγουμε σήμερα το μεγαλύτερο μέρος ενός δημοσιεύματος που εμφανίστηκε, στις 18/11/2022, στο περιοδικό Jacobin, με τίτλο «Neoliberalism was a counterrevolution against democracy» [Ο νεοφιλελευθερισμός ήταν μια αντεπανάσταση εναντίον της δημοκρατίας jacobin.com/2022/11/neoliberalism-geneva-school-nationalism-mises-hayek]. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για συνέντευξη του ιστορικού Κουίν Σλομπόντιαν ο οποίος διευκρινίζει ορισμένα θέματα με τα οποία καταπιάνεται στο βιβλίο του Globalists [Οι θεωρητικοί της παγκοσμοποίησης] (Harvard University Press, 2018). Ο Σλομπόντιαν αναφέρεται στη διαχρονική εξέλιξη της σχέσης του νεοφιλελευθερισμού με τη δημοκρατία, την ελεύθερη κίνηση της εργασίας και την παγκοσμιοποίηση, όπως αυτή η σχέση διαγράφεται στο έργο τριών σημαντικών αυστριακών οικονομολόγων-του Μίζες, του Χάγιεκ και του Χάμπερλερ. Ένα από τα σημαντικά σημεία της συνέντευξής του είναι η διαφωνία του με την κυρίαρχη άποψη ότι οι νεοφιλελεύθεροι διανοούμενοι είναι αντίθετοι στο παρεμβατικό κράτος, με τον Σλομπόντιαν να υποστηρίζει τη θέση ότι η παγκοσμοποίηση εντάσσεται σε ένα μοντέλο ρύθμισης που στόχος του είναι η προστασία του καπιταλιστικού συστήματος σε παγκόσμια κλίμακα.
Χ.Γο.
Θέλω να εξηγήσετε την ιδέα που βρίσκεται στον πυρήνα της Σχολής της Γενεύης, η οποία προτείνει τον διαχωρισμό της οικονομικής διακυβέρνησης από την άσκηση πολιτικής σε άλλα θέματα. Γιατί πίστευαν ότι η οικονομία πρέπει να είναι προστατευμένη απέναντι στις εθνικές κυβερνήσεις; Και πώς πίστευαν ότι θα μπορούσε να γίνει αυτό;
Στην ιστορία που αφηγούμαι, ο εικοστός αιώνας σημαδεύεται κυρίως από δύο γεγονότα. Το πρώτο είναι το τέλος των αυτοκρατοριών και, στη συνέχεια, συνδεόμενη με αυτό το γεγονός, η γενίκευση της καθολικής ψηφοφορίας, ή της δημοκρατίας που στηρίζεται στην αρχή «ένας άνθρωπος-μία ψήφος». Τα συγκεκριμένα δύο γεγονότα μας πάνε, κατά κάποιον τρόπο, στον πυρήνα αυτού που είναι το «νέο» που ψάχνω στον νεοφιλελευθερισμό: οι θεωρητικοί της Σχολής της Γενεύης αναφέρονται σε έναν εδαφικό χώρο στον οποίο εφαρμόζεται η θέση ότι οι λαοί πρέπει να έχουν μια συγκεκριμένη επικράτεια που να κατοικείται από ανθρώπους που μοιάζουν μεταξύ τους ή μιλούν την ίδια γλώσσα και ότι αυτή η επικράτεια πρέπει κατά κάποιον τρόπο να αντανακλά το κοινό πεπρωμένο ή τις κοινές προσδοκίες αυτής της κοινότητας ομοϊδεατών που έχουν την ίδια εθνοτική ή εθνική καταγωγή.
Αυτή η αρχή, αυτή η ιδέα της εθνικής αυτοδιάθεσης δεν είναι πάντα, αλλά μπορεί και να είναι, σε άμεση αντίθεση με την ιδέα της παγκόσμιας οικονομικής αλληλεξάρτησης. Έτσι, αυτό που παρατήρησαν οι νεοφιλελεύθεροι που εξετάζω στο βιβλίο μου ήταν ότι οι λαοί, με τις μαζικές εκλογικές διαδικασίες τους, όταν άρχισαν να οργανώνονται ως έθνη αφότου αποσπάστηκαν από τις μεγάλες ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες, άρχισαν να παίρνουν αποφάσεις που εμπόδιζαν την ελεύθερη ροή των αγαθών και του κεφαλαίου, και αναιρούσαν τη βεβαιότητα που απολάμβαναν οι καπιταλιστές σε ένα μεγάλο μέρος του δέκατου ένατου αιώνα ότι αν είχαν ιδιοκτησία σε ένα μέρος του κόσμου, άλλο από τη χώρα τους, μπορούσαν να την θεωρούν ασφαλή μακροπρόθεσμα, ή ότι την ασφάλεια αυτής της ιδιοκτησίας θα την εγγυόνταν τα εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, οι κανονιοφόροι κ.ο.κ. Η εμφάνιση της δημοκρατίας και της εθνικής αυτοδιάθεσης κατά τον εικοστό αιώνα δημιουργεί μια ολόκληρη σειρά από νέα διλήμματα στους νεοφιλελεύθερους, που προσπαθούν τώρα να σκεφτούν ποιο θεσμικό πλαίσιο μπορεί να προστατεύει τον παγκόσμιο καπιταλισμό.
Πρόκειται γι’ αυτό που αποκαλείτε το ανθρώπινο δικαίωμα στη φυγή κεφαλαίων.
Ένα από τα θέματα που συζητώ στο βιβλίο είναι η αντίληψη ότι η ελευθερία του κεφαλαίου να μπορεί να φεύγει από μια χώρα, όταν θέλει, και να επιστρέφει σ’ αυτήν, πάλι όταν θέλει, είναι απαραίτητη για την αναπαραγωγή του συστήματος στο σύνολό του. Αυτό το δικαίωμα παραβιάστηκε με το σύστημα Μπρέτον Γουντς, το οποίο δημιουργήθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και διήρκεσε μέχρι τη δεκαετία του 1970. Επρόκειτο για μια περίοδο κατά την οποία, σε αντίθεση με όσα συμβαίνουν σήμερα, το κεφάλαιο δεν ήταν απολύτως ελεύθερο να μετακινείται από χώρα σε χώρα. Υπήρχε ένα είδος κανονικοποίησης των λεγόμενων ελέγχων κεφαλαίων. Αυτό είναι κάτι που, αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αποτέλεσε ένα μείζον πρόβλημα για τους νεοφιλελεύθερους, το οποίο θα μπορούσαμε να πούμε ότι λύθηκε κατά κάποιο τρόπο με τη μετάβαση, από τη δεκαετία του 1970, σε ένα πιο ευέλικτο σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών, και μετά στη γενική απαξίωση της ιδέας των ελέγχων κεφαλαίων.
Αυτό, λοιπόν, που πρότειναν οι νεοφιλελεύθεροι ήταν να υπάρχει προστασία της παγκόσμιας οικονομικής τάξης πραγμάτων από τις παρεμβάσεις των κυβερνήσεων των εθνών-κρατών. Ποιες ακριβώς αρμοδιότητες είναι αυτές που οι νεοφιλελεύθεροι ήθελαν να αφήσουν στο έθνος-κράτος; Και γιατί ήθελαν αυτό να διατηρήσει τη διακοσμητική του κυριαρχία;
Νομίζω ότι υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι να το δει κανείς όλο αυτό. Από τη μία πλευρά, η δημοκρατία ως αρχή επαινείται από ανθρώπους όπως ο Φρίντιχ Χάγιεκ και ο Λούντβιχ φον Μίζες επειδή θεωρείται το καλύτερο εργαλείο που έχουν συλλογικά εφεύρει οι άνθρωποι μέχρι σήμερα για την ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας. Όντως, η δημοκρατία συνήθως λειτουργεί με τέτοιον τρόπο ώστε να διατηρείται ένα ορισμένο επίπεδο σταθερότητας από χρόνο σε χρόνο και από δεκαετία σε δεκαετία. Από την άλλη πλευρά, η δημοκρατία ενείχε πάντοτε την απειλή να εξελιχθεί σε ένα καθεστώς που θα νομιμοποιούσε παραβιάσεις του δικαιώματος ύπαρξης του κεφαλαίου και του ελεύθερου εμπορίου, γεγονός που κατά τους νεοφιλελεύθερους την καθιστούσε κάτι που έπρεπε να περιοριστεί - να τεθεί εντός συνταγματικών περιορισμών. Με αυτόν τον τρόπο η δημοκρατία είναι πράγματι λειτουργική. Εκεί που μπορεί η δημοκρατία να είναι ακόμα πιο χρήσιμη είναι στο ζήτημα του ανταγωνισμού μεταξύ διαφορετικών πολιτικών, με την έννοια ότι είναι πραγματικά καλό να υπάρχει μια σκακιέρα εθνικά κυρίαρχων κρατών, επειδή σ’ αυτήν την περίπτωση μπορούν να δοκιμαστούν διάφορες πολιτικές. Ένα έθνος-κράτος μπορεί να πειραματιστεί με την αύξηση των φόρων, ένα άλλο με τη μείωσή τους, και στο τέλος θα φανεί ποια θα είναι η απόφαση του κεφαλαίου για την κατανομή του ανάμεσά τους. Έτσι, ανταγωνιζόμενα μεταξύ τους πολλά δημοκρατικά έθνη-κράτη μπορούν πραγματικά να αποτελέσουν ένα πεδίο πειραματισμού για την ασκούμενη πολιτική, κάτι που οι νεοφιλελεύθεροι θεωρούσαν και θεωρούν πολύ χρήσιμο.
Το παράδοξο εδώ, που μπορεί να το δει κάποιος που ασκεί κριτική στους νεοφιλελεύθερους-αλλά όχι οι ίδιοι-είναι ότι αυτοί φαίνεται να έχουν διαφορετικές αντιλήψεις για την κινητικότητα της εργασίας και του κεφαλαίου. Θέλουν το κεφάλαιο να έχει πάντα το ανθρώπινο δικαίωμα να μετακινείται. Αλλά για την κινητικότητα της εργασίας υπάρχει μια ποικιλία διαφορετικών θέσεων που υιοθετούν διάφοροι νεοφιλελεύθεροι της Σχολής της Γενεύης. Ο Μίζες υποστήριζε την ελεύθερη κυκλοφορία της εργασίας, αλλά ο Χάμπερλερ επέμενε πως αυτή όχι μόνο δεν ήταν απαραίτητη για το ελεύθερο εμπόριο, αλλά πως ακόμα και αν ήταν εφικτή-κάτι που δεν πίστευε ότι ήταν δυνατόν να συμβεί-δεν θα ήταν επιθυμητή. Και ο Χάγιεκ τελικά υπερασπίζεται τους περιορισμούς που επέβαλε η Μάργκαρετ Θάτσερ στη μετανάστευση. Εξηγήστε μας συνοπτικά την προσέγγιση των θεωρητικών της Σχολής της Γενεύης στο θέμα της κινητικότητας της εργασίας και τι αποκάλυψε αυτή για το γενικότερο ιδεολογικό τους πλαίσιο.
Στις αρχές του εικοστού αιώνα, το πλαίσιο αναφοράς για ανθρώπους όπως ο Χάγιεκ, ο Μίζες και ο Χάμπερλερ είναι στην πραγματικότητα η αυτοκρατορία των Αψβούργων και στη συνέχεια η παραδουνάβια λεκάνη ή η περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης που αποτελείται από τα διάφορα έθνη-κράτη που διαδέχονται την αυτοκρατορία των Αψβούργων. Όταν αναφέρονται σ’ αυτόν τον χώρο είναι στην πραγματικότητα αρκετά δογματικοί στην υποστήριξη της ελευθερίας που πρέπει να έχει η εργασία να κυκλοφορεί από τη μία στην άλλη πλευρά του. Ο Μίζες, ειδικά στο πρώιμο έργο του, είναι αρκετά ορθόδοξος σχετικά με την απόλυτη αναγκαιότητα της ελεύθερης μετακίνησης της εργασίας, υποστηρίζοντας ότι αυτή, όπως και οι άλλοι συντελεστές της παραγωγής, πρέπει να μπορεί να πηγαίνει εκεί όπου την χρειάζονται περισσότερο. Η πίστη της Αυστριακής Σχολής, κατά την πρώιμη περίοδό της, στην κινητικότητα της εργασίας είναι σχεδόν απόλυτη.
Αυτό που αλλάζει τα πράγματα είναι οι παγκόσμιοι πόλεμοι. Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος δημιουργεί μια κατάσταση κατά την οποία η ανθρώπινη κινητικότητα γίνεται πλέον αντιληπτή ως οξεία απειλή για την εθνική ασφάλεια, όπως φαίνεται κυρίως από τον τρόπο με τον οποίο όλος ο ιαπωνικός πληθυσμός στις Ηνωμένες Πολιτείες θεωρήθηκε ύποπτος ως ένα είδος πέμπτης φάλαγγας του αυτοκράτορα. Αυτό που είπαν κάποιοι άνθρωποι όπως ο Μίζες, βλέποντας αυτή την κατάσταση, ήταν ουσιαστικά το εξής: «Εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα, αλλά αυτό το πρόβλημα είναι προσωρινό. Προς το παρόν, λοιπόν, ας προσπαθήσουμε να συλλάβουμε εννοιολογικά ένα παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα που δεν θα βασίζεται πλέον στην ελεύθερη κυκλοφορία της εργασίας».
Και σε αυτή την ψυχολογική κατάσταση, κάποιος σαν τον Χάμπερλερ επινοεί τη θεωρία του συγκριτικού κόστους, η οποία διατυπώνει, σε επίσημους οικονομικούς όρους διεθνούς εμπορίου, το επιχείρημα ότι αν η διακίνηση αγαθών και κεφαλαίων είναι άνετη, μπορούμε να έχουμε εξ ίσου μεγάλη ωφέλεια από το ελεύθερο εμπόριο και τις ελεύθερες πολιτικές του κεφαλαίου, όπως αν έχουμε ελεύθερη κυκλοφορία της εργασίας. Έτσι, παράγει ένα είδος επιστημολογικής βάσης ή ένα άλλοθι της θέσης υπέρ των κλειστών συνόρων στους μετανάστες. Όχι επειδή έχει κάποιου είδους εγγενή αντιπάθεια προς τους ξένους ή τους ανθρώπους διαφορετικών φυλών, αλλά επειδή λαμβάνει σοβαρά υπόψη τα σύνορα που προέκυψαν κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Ωστόσο, ίσως είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ οι νεοφιλελεύθεροι είναι σε θέση να καλλιεργούν μια ουτοπική στάση απέναντι στις αγορές, ταυτόχρονα μετατρέπονται εύκολα σε ρεαλιστές όταν πρόκειται για τα όρια που θέτουν τα έθνη-κράτη σε σχέση με τη μετακίνηση των απλών ανθρώπων.
Νομίζω ότι αυτό είναι αναμφισβήτητο. Και ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται το συγκεκριμένο ζήτημα το κάνει ακόμα πιο σαφές, διότι αυτό που έχουμε κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα δεν είναι μόνο οι δύο μεγάλοι παγκόσμιοι πόλεμοι, αλλά και η μετανάστευση από τον Παγκόσμιο Νότο προς τον Παγκόσμιο Βορρά ενός αριθμού ανθρώπων που είχαμε να δούμε από τότε που έγινε η μαζική αναγκαστική μετανάστευση δούλων, η οποία ουσιαστικά ίδρυσε τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αλλά αυτό που παρατηρείται κατά τη μεταπολεμική περίοδο –στις δεκαετίες 1950, 1960 και 1970– είναι η μετακίνηση από τις γαλλικές αποικίες και στη συνέχεια από τις πρώην γαλλικές αποικίες προς τη γαλλική μητρόπολη. Έρχονται, επίσης, πολλοί ξένοι εργάτες από μέρη όπως η Τουρκία και το Μαρόκο σε χώρες όπως η Δυτική Γερμανία και οι Κάτω Χώρες. Και άνθρωποι από τη Βρετανική Κοινοπολιτεία και την πρώην Βρετανική Αυτοκρατορία μεταναστεύουν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η δημιουργία μιας πολυπολιτισμικής και πολυφυλετικής Ευρώπης φέρνει στο προσκήνιο το «πρόβλημα» της σύγκρουσης μεταξύ διαφορετικών πολιτισμικών προτύπων, το οποίο οι νεοφιλελεύθεροι είναι τώρα αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουν.
Ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζουν τις αρχές τους στους ανθρώπους δεν είναι ο ίδιος με την στάση τους απέναντι στα αγαθά και το κεφάλαιο. Ο Χάγεκ, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, στηρίζει την πολιτική της Θάτσερ να σταματήσει εντελώς, αν μπορούσε να το κάνει, τη μετανάστευση από τις χώρες του Παγκόσμιου Νότου. Δεν αντιτίθεται σ’ αυτήν από θέση αρχής και δεν λέει ότι οι άνθρωποι πρέπει να έχουν τα ίδια δικαιώματα και την ίδια δυνατότητα μετακίνησης με το κεφάλαιο. Αυτό που υποστηρίζει είναι ότι στην πραγματικότητα οι άνθρωποι είναι ένα ιδιαίτερο είδος παραγωγικού συντελεστή που μπορεί να προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση. Και όπως λέει, οι ρίζες του ρατσισμού βρίσκονται στην αδυναμία αυτών που διαμένουν μόνιμα επί πολλά χρόνια σε μια χώρα να καλωσορίσουν τους νεοφερμένους. Ισχυρίζεται ότι αυτό μοιάζει με ό,τι συνέβη στην Βιέννη όταν έφτασε εκεί ένας μεγάλος αριθμός Εβραίων από τα ανατολικά-την Ανατολική Ευρώπη και τη Ρωσία. Και υποστηρίζει ότι όταν έφτασαν οι Εβραίοι, δεν μπόρεσαν να αφομοιωθούν γρήγορα, και κατέληξαν να είναι μια διασπαστική δύναμη, που ως αποτέλεσμα είχε την παραγωγή αντισημιτισμού. Η παρουσία τους παρήγαγε αντισημιτισμό.
Αυτό που υπαινίσσεται ο Χάγιεκ κατά τη συγκυρία της Θάτσερ, και λίγο περισσότερο στα γραπτά του για την ηθική της δεκαετίας του 1980 είναι η άποψη ότι ορισμένες πολιτισμικές ομάδες μπορεί πράγματι να διατηρούν κάποιες πολιτισμικές αρετές, αλλά αυτό μπορεί να μη συμβαίνει σε άλλες ομάδες. Αυτή η άποψη είναι ένας επικίνδυνος τρόπος να επιχειρηματολογήσει κανείς υπέρ μιας ισχυρής αποσχιστικής ή διαιρετικής εκδοχής του φιλελευθερισμού της ελεύθερης αγοράς - κάτι που ακούγεται σαν αντίφαση, αλλά δεν είναι.
Υποστηρίζετε ότι, σε αντίθεση με την καθιερωμένη εικόνα του νεοφιλελευθερισμού ως απολύτρωση ή απελευθέρωση της αγοράς, ή για όσους ακολουθούν τον Καρλ Πολάνυι, ως η «αποδέσμευση της αγοράς», ο νεοφιλελευθερισμός στην πραγματικότητα αφορούσε την περιχαράκωση ή την προστασία των αγορών από τον δημοκρατικό έλεγχο και μάλιστα σε παγκόσμιο επίπεδο. Εξηγήστε το επιχείρημά σας.
Νομίζω ότι η διατύπωση που χρησιμοποιώ, ιδίως στην εισαγωγή, είναι για να αντισταθώ στον ισχυρισμό που ακούμε από τους νεοφιλελεύθερους, ειδικά την περίοδο μετά τη δεκαετία του 1970, ότι υπάρχει μια αποδυνάμωση των αγορών. Ακούμε για την ανάγκη απελευθέρωσης του εμπορίου και της κίνησης κεφαλαίων. Αν μελετήσουμε την πρακτική και την ιστορία του διεθνούς οικονομικού δικαίου, αυτός είναι ένας περίεργος τρόπος να περιγράψουμε εκείνο που συνέβη μετά τη δεκαετία του 1970, γιατί αυτό που παρατηρούμε από τότε είναι ο πολλαπλασιασμός των νομικών μέσων, των νομικών θεσμών, της εξουσίας και της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων, των νέων μορφών του διεθνούς οικονομικού δικαίου που έχουν στόχο την αστυνόμευση, την εποπτεία, τη ρύθμιση και μερικές φορές την επιβολή των νόμων όχι μόνο στα σύνορα, αλλά και πέρα από αυτά στην συμπεριφορά των επιμέρους κρατών. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο έχει το δικαίωμα να ανατρέπει αποφάσεις που λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο ή ακόμη και να υποχρεώνει τα κράτη να ασκούν κάποιες πολιτικές-κάτι που έχει πράγματι κάνει κατά καιρούς-όπως να παύουν τη στήριξη εθνικών επιχειρήσεων ή να ξεπουλούν εθνικές βιομηχανίες.
Έτσι, η εικόνα που έχουμε για την παγκοσμιοποίηση, ότι πρόκειται για τη συσπείρωση κάποιων δυνάμεων σε όλο τον κόσμο που έγινε για να αντιμετωπιστεί το διαρκώς μεταβαλλόμενο τοπίο της προσφοράς και της ζήτησης...αυτή η ιδέα ότι ο κόσμος είναι επίπεδος και ότι οι παραγωγικοί συντελεστές απλώς μετακινούνται εκεί όπου είναι αναγκαίοι, ότι όλο αυτό γίνεται χωρίς τριβές, και ότι αυτό είναι πρόβλημα που μας επιβάλει να επιβραδύνουμε την ελεύθερη μετακίνηση- νομίζω πως είναι παραπλανητική. Πιστεύω ότι στην πραγματικότητα η παγκοσμιοποίηση είναι ένα ολοένα και πιο πυκνό πλέγμα νομικών μέσων που ενισχύουν το εμπόριο, τις επενδύσεις και τη μετανάστευση με ένα συγκεκριμένο τρόπο, και όχι με άλλους. Και αυτό που προσπάθησα να περιγράψω στο βιβλίο είναι η κανονιστική λογική που έχουν στο μυαλό τους εκείνοι που σκέφτονται τον τρόπο με τον οποίο θέλουν να ρυθμίζεται η παγκόσμια οικονομία.
Αυτό μας απομακρύνει από την ιδέα του νεοφιλελευθερισμού ως απορρύθμισης, η οποία νομίζω πράγματι ότι είναι παραπλανητική∙ μας απομακρύνει από την ιδέα του φονταμενταλισμού της αγοράς, αν δεχτούμε ότι υπάρχει πράγματι κάτι που θα μπορούσε να ονομαστεί ελεύθερη αγορά ή μια αγορά που δεν είναι ενσωματωμένη στο σύστημα. Αντίθετα, αυτό που βλέπουμε είναι ένα συγκεκριμένο είδος αγοράς ενταγμένης στο σύστημα, δηλαδή μια συγκεκριμένη μορφή ρύθμισης. Ανακάλυψα ότι, αντί να υποχωρήσει, η ιδέα ότι ένα συγκεκριμένο σύνολο ρυθμίσεων εγκλείεται στο παγκόσμιο σύστημα, στην πραγματικότητα περιγράφει καλύτερα τον κόσμο στον οποίο ζούμε.
Ο Κουίν Σλομπόντιαν είναι καθηγητής της Ιστορίας των Ιδεών στο Κολλέγιο Γουέλσλεϊ της Μασσαχουσέτης. Ο Ντάνιελ Ντενβίρ είναι δημοσιογράφος, υπεύθυνος του podcast Dig στο ραδιόφωνο του Jacobin
Μετάφραση - επιμέλεια: Χάρης Γολέμης