Φωτογραφία: Χριστίνα Φυλακτοπούλου
Διώξεις, βασανισμοί, φυλακίσεις. Η Ελλάδα του τότε και του τώρα(;) «φλέγεται». Τι γίνεται όμως όταν η πολιτική εμπειρία και ένας λογοτεχνικός μύθος ζωντανεύουν επί σκηνής;
Το σπουδαίο αφήγημα-μαρτυρία του Χρόνη Μίσσιου «…Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», που τον καθιέρωσε ως συγγραφέα στη μνήμη του κοινού, παρουσιάζεται στη σκηνή του Θεάτρου 104 από την Ομάδα Gaff, κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 9.15μμ, σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη. Οι ηθοποιοί Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Κωνσταντίνος Πασσάς, Δημήτρης Μαμιός, Γιάννης Μάνθος, μεταφέρουν επί σκηνής τη μαρτυρία του Χρόνη Μίσσιου, που μιλά για την αντίσταση στη βαρβαρότητα της ζωής.
Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, η Ελλάδα παραδίνεται στο χάος του Εμφυλίου. Ο τότε δεκαεξάχρονος Χρόνης Μίσσιος συλλαμβάνεται, φυλακίζεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Αποφυλακίζεται το 1973, αφού έχει περάσει εικοσιένα χρόνια σε φυλακές και εξορίες. Πρόκειται για μια εξομολόγηση διώξεων, συλλήψεων, φυλακίσεων και βασανιστηρίων, σε δραματουργική επεξεργασία Σοφίας Καραγιάννη και Μυρτούς Αθανασοπούλου. Τον σχεδιασμό φωτισμού υπογράφει η Βασιλική Γώγου, τα σκηνικά και τα κοστούμια η Γεωργία Μπούρδα, τη μουσική ο Μάνος Αντωνιάδης και την επιμέλεια κίνησης η Μαργαρίτα Τρίκκα.
Με αφορμή το ανέβασμα της παράστασης, η σκηνοθέτρια Σοφία Καραγιάννη μιλά στην Εποχή για το έργο του Μίσσιου και τον αγώνα να παραμείνεις άνθρωπος.

Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Λέπουρης
Tι σας ώθησε να επιλέξετε να ανεβάσετε το έργο του Χρόνη Μίσσιου;
Πολλοί λόγοι αλλά, αν πρέπει να διαλέξω τον επικρατέστερο, είναι σίγουρα ο θυμός και η οργή που νιώθω για την ισοπέδωση της ανθρώπινης ποιότητας μας τα τελευταία δύο χρόνια και επειδή, δυστυχώς, δεν είμαι δεκαεξάχρονο να μπορώ να βγω στους δρόμους να φωνάξω και να τα «σπάσω» όλα, το θέατρο μου δίνει τη δυνατότητα να φέρω στο κοινό ένα κείμενο επαναστατικής μνήμης, που μπορεί να δώσει φως στη συσκότιση που ζούμε. Επιπλέον, στο κείμενο του Μίσσιου με οδήγησε η προηγούμενη παράσταση μας που ήταν η «Πανούκλα» του Καμύ, αν και είναι δυο κείμενα διαφορετικού ύφους και φόρμας, στην πραγματικότητα έχουν κοινή αφετηρία και δεν είναι άλλη από τη βαρβαρότητα που έχει υποστεί ο άνθρωπος από τον άνθρωπο.
Ποια η σκηνοθετική σας προσέγγιση;
Έχω ανεβάσει πολλά λογοτεχνικά κείμενα στη σκηνή και πάντα έμπαινα σε μια διαδικασία «συνομιλίας» με τον συγγραφέα μέχρι να προκύψει ένας δραματουργικός άξονας. Στην περίπτωση του Μίσσιου όμως δεν συνομίλησα αλλά άκουσα το συγκλονιστικό κείμενο εξαιτίας της λαϊκής προφορικότητας που έχει αυτή η μαρτυρία. Σε αναγκάζει να πας μαζί του από φυλακή σε φυλακή και από βασανιστήριο σε βασανιστήριο. Όλα συμβαίνουν, λοιπόν, στην παράσταση γύρω από ένα τραπέζι και μια παρέα συντρόφων που αφηγούνται τον τρόπο εξόντωσης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στην περίοδο του εμφυλίου. Αυτό το τραπέζι δηλώνει την ανάγκη, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, να κάτσουν γύρω του όλοι όσοι καμώνονται τους προοδευτικούς αυτού του τόπου και να μιλήσουν με τρόπο ουσιαστικό για τον άνθρωπο. ‘Η που θα πορευτούμε όλοι μαζί στην υπεράσπιση της ζωής ή ας κάτσει ολόκληρη η αριστερά να κοιτά τη βαρβαρότητα του καπιταλισμού να συνθλίβει τις ζωές μας.
Ποια σημαντικά στοιχεία από τη μαρτυρία του Μίσσιου θα δει ο θεατής στην παράσταση;
Δεν είναι εύκολο να μεταφέρεις 230 σελίδες στη σκηνή και μάλιστα ένα βιβλίο που ήταν συγγραφικό γεγονός για την εποχή του. Είχαμε μεγάλη αγωνία, περίμενα στην πρεμιέρα το βλέμμα της Ρηνιώς Μίσσιου, της συντρόφου του, ξέρει τον Χρόνη και το βιβλίο καλύτερα από τον καθένα. «Δεν λείπει τίποτα από το βιβλίο. Είδα τον Χρόνη» μας είπε συγκινημένη και πήρα τεράστια χαρά. Μεγάλη χαρά παίρνουμε σε κάθε παράσταση από τους θεατές γιατί ακριβώς αυτό μας μεταφέρουν, ότι στα τέσσερα σώματα των ηθοποιών βλέπουν όλα τα πρόσωπα του βιβλίου. Είναι συγκινητικό που στην αίθουσα υπάρχουν ανακατεμένοι φοιτητές και τόσα νέα παιδιά, από τη μια, και, από την άλλη, άνθρωποι μεγάλης ηλικίας που έχουν αγωνιστεί για τη ζωή τους και την ιδεολογία τους. Αυτό το ανακάτεμα της ζωής που είναι μπροστά και της ζωής που θέλει να τελειώσει με αξιοπρέπεια και σεβασμό, είναι το μεγάλο δώρο που μου έχει δώσει αυτή η παράσταση.
Κατά ποιο τρόπο το έργο συνδιαλέγεται με το σήμερα;
Νομίζω πως δεν υπάρχει φράση του κειμένου που να μην έχει αναφορά στο σήμερα. Καταρχάς, η λυσσαλέα αντίσταση του Μίσσιου και των συντρόφων του μάς υπενθυμίζουν τα μηδαμινά περιθώρια αντίστασης που μας έχουν απομείνει. Μένεις αποσβολωμένος να βλέπεις ανθρώπους που μετά από τόσα εξοντωτικά βασανιστήρια δεν αποκηρύσσουν την ιδεολογία τους και την ίδια στιγμή έχεις εκχωρήσει τη χώρα σου και τη ζωή σου χωρίς καμία διαμαρτυρία. Ο Μίσσιος ζητάει δικαιοσύνη για τους νεκρούς συντρόφους του και κάθε μέρα ο θεσμός της Δικαιοσύνης αποδυναμώνεται με σταθερούς ρυθμούς και για μας. Έχει αντικατασταθεί η λέξη δικαιοσύνη με τη λέξη παραγραφή. Παραγράφονται εγκλήματα, σκάνδαλα, οικονομικά και πολιτικά. Είναι όμως και η αισιοδοξία, η αγάπη για ζωή και η πίστη στη δύναμη που έχει ο άνθρωπος. Αυτός είναι ο στόχος, εκεί θα συναντάμε πάντα τον Μίσσιο.
«Αγωνίζομαι να μείνω άνθρωπος. Και αυτό είναι η κορυφαία πολιτική μάχη», έλεγε ο Μίσσιος. Στις μέρες μας λείπει η ανθρωπιά; Είμαστε ικανοί να αναμετρηθούμε με το εγώ μας και να βγούμε νικητές από αυτή την πολιτική μάχη;
Ο Μίσσιος μιλάει για την αντίσταση στη βαρβαρότητας της ζωής. Αυτήν τη βαρβαρότητα γεννάει το σύστημα που μας θέλει καθηλωμένους και καταθλιπτικούς στους καναπέδες, να ακούμε στημένες ειδήσεις, να περιμένουμε επιδόματα, να είμαστε ευχαριστημένοι με 600 ευρώ βασικό μισθό, να καθόμαστε πάνω σε ηλεκτρικές κουβέρτες γιατί δεν τολμάμε να ανοίξουμε τη θέρμανση, να βλέπουμε στο Αιγαίο να επιπλέουν πτώματα και να το έχουμε τόσο συνηθίσει, να ζούμε με πάθος τις ζωές των ηρώων στα σίριαλ αλλά όχι τη δική μας, να απαξιώνονται τα δημόσια σχολεία που στέλνουμε τα παιδιά μας, να γίνονται τηλεοπτικά δικαστήρια, να ρίχνουμε τσιμέντα στα μνημεία μας, να μην επιχορηγούμε την τέχνη και, γιατί όχι, να μην υπάρχει τέχνη. Πριν λίγες μέρες με Προεδρικό Διάταγμα ηθοποιοί, μουσικοί και κινηματογραφιστές μετατράπηκαν σε απόφοιτους λυκείου. Και αυτό είναι βαρβαρότητα.