Ήταν η πρώτη φορά σε τριάμισι χρόνια. Δεν κέρδισε τη συμπάθεια τόσο μεγάλου μέρους της κοινωνίας, όπως η περίπτωση του Βασίλη Δημάκη, δεν σήκωσε αχό, όπως η περίπτωση του Κουφοντίνα, αλλά ήταν η πρώτη φορά που η κυβέρνηση αναδιπλώθηκε στοιχειωδώς μπροστά στο ενδεχόμενο να πεθάνει ένας απεργός πείνας και ικανοποίησε –έστω μερικώς– κάποιο αίτημά του.
Ο Θάνος Χατζηαγγέλου έλαβε παραπεμπτικό το μεσημέρι της Πέμπτης για να μεταφερθεί στο νοσοκομείο των φυλακών Κορυδαλλού. Δεν ήταν αυτό που ζητούσε. Το αίτημά του ήταν να επιστρέψει οριστικά στις φυλακές του Κορυδαλλού, απ’ όπου για άγνωστους λόγους μετατάχθηκε στη Νιγρίτα. Η μεταφορά του στο νοσοκομείο της φυλακής στην οποία ζητούσε να επιστρέψει, μοιάζει σε πρώτη όψη μια συμβιβαστική κίνηση της γραμματείας αντεγκληματικής πολιτικής, με μια μισή λύση. Ωστόσο, δεν παύει να είναι η πρώτη φορά από τότε που βρέθηκε στην εξουσία που η κυβέρνηση Μητσοτάκη εγκατέλειψε τη γραμμή του «τρομοκράτη που αποφάσισε να πεθάνει» –που είχε εισαγάγει η Μάργκαρετ Θάτσερ στη Βρετανία του 1981 για τον Μπόμπι Σαντς.
Όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές, ο Θάνος Χατζηαγγέλου, προφυλακισμένος και αυτός με τον «αντιτρομοκρατικό» νόμο, είχε αποφασίσει να διακόψει την απεργία δίψας, στην οποία βρισκόταν επί 18 ημέρες, συνεχίζοντας ωστόσο την απεργία πείνας εν αναμονή της οριστικής απόφασης της Κεντρικής Επιτροπής Μεταγωγών. Αρκετοί στο περιβάλλον του εξέφραζαν την ανησυχία ότι η πρόθεση της ΚΕΜ είναι αφού εκτονώσει την κατάσταση, να στείλει τον Χατζηαγγέλου ξανά στις Σέρρες. Ακόμα κι έτσι, ο φόβος για τη ζωή του προφυλακισμένου αναρχικού είχε κάπως ησυχάσει μετά από αυτή την εξέλιξη.
Η πιθανότητα να δούμε για πρώτη φορά νεκρό απεργό πείνας στις ελληνικές φυλακές ήταν σε αυτούς τους 42 μήνες σε αρκετές περιπτώσεις πολύ υψηλή. Δεν πρόκειται για ατύχημα, ούτε βέβαια για γραφειοκρατικό λάθος. Δεν επρόκειτο καν για ανάληψη του ρίσκου στη βάση μιας θεωρίας παιγνίων. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε τη συντριβή των κρατουμένων απεργών πείνας, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε τον θάνατό τους, ως στρατηγική. Μια τέτοια εξέλιξη επικοινωνούσε με το δομικό της αφήγημα περί κάποιας γενικευμένης ανομίας προερχόμενης από το «αριστερό άκρο» (σε πιο ρουστίκ αφηγήσεις αναφερόταν απλά ως «τα Εξάρχεια»), η πάταξη της οποίας θα αποτελούσε κάποιο τιτάνιο έργο, όπως υπήρξε για το αμερικανικό FBI τη δεκαετία του 1930 η εξάρθρωση των αναρχικών ομάδων και της μαφίας του αλκοόλ. Μια ιδέα που η ελληνική κοινωνία είχε ξεσυνηθίσει μετά τη Μεταπολίτευση και τη συνάντησε κάπως εμβρόντητη και απροετοίμαστη μέσω της Χρυσής Αυγής, έκανε εδώ την εμφάνισή της: η κτηνώδης δύναμη για να ηγεμονεύσει, δεν αρκεί να υπάρχει –χρειάζεται επίσης και να ασκείται όσο πιο συχνά γίνεται. Η κυβέρνηση αυτή δέρνει, βασανίζει, δολοφονεί Ρομά, οδηγεί κρατούμενους στον θάνατο, για να θυμίσει στην κοινωνία ότι είναι ισχυρή και έχει αρκετή δύναμη για να συντρίψει όποιον την ενοχλεί.
Η άσκηση αυτής της πολιτικής στις φυλακές υπήρξε έργο που έφερε σε πέρας μια από τις πιο σκοτεινές και αντιδραστικές κυβερνητικές αξιωματούχους που γνώρισε η χώρα μετά το 1974, τη Σοφία Νικολάου. Ενορχηστρώτρια τυπικά σαδιστικών καφκικών πολιτικών ενάντια στους κρατούμενους, ειδικά αλλά όχι περιοριστικά στις περιπτώσεις Δημάκη και Κουφοντίνα (με την απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου στην υπόθεση του δεύτερου να αφήνει την Νικολάου εντελώς έκθετη και να δικαιώνει τα επιχειρήματα της Ι. Κούρτοβικ), η πρώην γραμματέας Αντεγκληματικής Πολιτικής εγκατέλειψε τη θέση της προκειμένου να πολιτευθεί πριν από λίγους μήνες. Νωρίτερα, είχε προσθέσει στο βιογραφικό της την επιλογή να μην πάρει κανένα μέτρο αποσυμφόρησης των φυλακών κατά τη διάρκεια της πανδημίας, την εισαγωγή ενός σωφρονιστικού κώδικα βγαλμένου από δυστοπικά εγχειρίδια πολιτικής φαντασίας, αλλά και μια θητεία βουτηγμένη στη διαφθορά. Όπως συμβαίνει συχνά με τους κήνσορες της τάξης, της ηθικής και της απόλυτης αρετής, η Νικολάου υπέγραψε μια σειρά από συμβάσεις με προφανή αντικείμενο τον πλουτισμό όσων εμπλέκονταν σε αυτές. Απευθείας αναθέσεις σε ανενεργές εταιρείες οργάνωσης συνεδρίων για να προμηθεύσουν τις ελληνικές φυλακές με χλωρίνη, είδαν το φως της δημοσιότητας –υπό την ανοχή των υψηλότατων κλιμάκιων της κυβέρνησης που εμφανώς ήθελε έναν άνθρωπο σαν τη Νικολάου για να κάνει μια δουλειά που αντιστοιχεί σε ένα κράτος – μαφιόζο.
Τρεις μήνες πριν στις εκλογές, για πρώτη φορά, αυτή η κυβέρνηση μέτρησε ότι δεν αντέχει μια τέτοια κατά μέτωπο σύγκρουση με τον ανθρωπισμό και τα δικαιώματα. Ο Θάνος Χατηαγγέλου την οδήγησε στην πρώτη στις αναδίπλωση στην πολιτική στις απάνθρωπης βαρβαρότητας που ασκεί στις φυλακές –όταν βέβαια δεν έχει να κάνει με φίλους στις. Σχεδόν 20 χρόνια από την άνθιση στις κινήματος μέσα στις φυλακές, η αντιπαράταξη στη σαδιστική πολιτική εναντίον των κρατουμένων οφείλει να βρει ξανά μια θέση στην ατζέντα των κινημάτων.