Η υπόθεση των 38 του Έβρου όπως έχει γίνει γνωστή, προκαλεί από τον Αύγουστο πολιτικά πάθη και διαξιφισμούς. Η τελευταία εξέλιξη, η οποία και αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον, είναι η δημοσιοποίηση από το περιοδικό Spiegel του αποτελέσματος της εσωτερικής έρευνας σε σχέση με την υπόθεση και τη διαδικασία που το ίδιο ακολούθησε για το ρεπορτάζ. Η τοποθέτηση του περιοδικού χρησιμοποιείται, κυρίως, από την κυβέρνηση, ως ακλόνητη απόδειξη για το ότι ο θάνατος ενός 5χρονου παιδιού ήταν fake news.
Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες της υπόθεσης, αφού πλέον βρίσκεται ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και αφορά την Ελλάδα και την Τουρκία, ούτε θα μπω στην αντιπαράθεση για το τι λέει το περιοδικό και εάν πράγματι ζητάει συγγνώμη, όπως κάποιοι υποστηρίζουν. Δεν μπορώ όμως να μην αναφερθώ στα σημεία του δημοσιεύματος ότι καταγράφεται η πρακτική των pushback από τις ελληνικές αρχές στον Έβρο, ότι η νησίδα όπου βρέθηκαν οι πρόσφυγες ήταν και ελληνική, σύμφωνα εξάλλου με το ελληνικό υπουργείο Εθνικής Άμυνας, ότι ο ισχυρισμός των ελληνικών αρχών ότι δεν μπορούσαν να τους εντοπίσουν δεν ακούγεται πιστευτός, ενώ το επιχείρημα ότι δεν μπορούσαν να τους διασώσουν επειδή μέρος της νησίδας είναι τουρκική ακούγεται κυνικό.
Στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο
Από την πλευρά της κυβέρνησης, η υπόθεση χρησιμοποιείται ως μέσο πολιτικής αντιπαράθεσης, ενώ αποσιωπάται η πιο σημαντική πτυχή, αυτή της παράνομης πρακτικής των άτυπων και αναγκαστικών επιστροφών (pushback). Η υπόθεση των 38, όπως και δεκάδες άλλες στα ευρωπαϊκά σύνορα, είναι μια υπόθεση pushback και ως τέτοια έχει πάει και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Στην υπόθεση αυτή, το Δικαστήριο χορήγησε στους πρόσφυγες ασφαλιστικά μέτρα υποδεικνύοντας στην Ελλάδα να μην τους απομακρύνει από την χώρα και να τους εξασφαλίσει τροφή, νερό, περίθαλψη και πρόσβαση στο άσυλο.
Δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται και φυσικά δεν ήταν και η τελευταία αφού το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έδωσε πριν μερικές ημέρες πάλι ασφαλιστικά μέτρα και μάλιστα για πρόσφυγες που ήταν στην ίδια νησίδα με τους 38.
Οι διαδικασίες αυτές είναι πάντα σε γνώση των αρμόδιων αρχών (δικαστικές, αστυνομικές κτλ) από την αρχή και όλες οι οργανώσεις που ασχολούνται με αυτό το ευαίσθητο ανθρωπιστικό ζήτημα ακολουθούν τις ίδιες.
Το ζήτημα των pushbacks έχει φέρει την Ελλάδα σε δύσκολη θέση και διεθνείς οργανισμοί (Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης, Συμβούλιο της Ευρώπης), διεθνείς οργανώσεις και διεθνή μέσα έχουν ζητήσει κατ’ επανάληψη να μπει τέλος στην παράνομη αυτή πρακτική.
Η έκθεση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας κατά της Απάτης (OLAF) αναφέρει ξεκάθαρα ότι υπάρχει βίντεο με σκάφος του Λιμενικού να προχωρά σε επαναπροώθηση βάρκας. Το βίντεο τραβήχτηκε από αεροσκάφος επιτήρησης της Frontex κατά τη διάρκεια επιχείρησης.
Οι εχθροί της χώρας
Στην Ελλάδα πολλές ελληνικές και ξένες ΜΚΟ έχουν αναδείξει το ζήτημα και έχουν βρεθεί στο επίκεντρο της προσοχής της κυβέρνησης, η οποία τις στοχοποιεί μέσω διχαστικού και τοξικού λόγου. Το επιχείρημα που συχνά χρησιμοποιείται είναι ότι οι οργανώσεις επί της ουσίας “παίζουν” το παιχνίδι της Τουρκίας, η οποία εργαλειοποιεί τους πρόσφυγες με σκοπό να διασύρει την Ελλάδα στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών διαφορών αλλά και της ευρύτερη γεωπολιτικής πραγματικότητας της περιοχής.
Η Τουρκία πράγματι χρησιμοποιεί τους πρόσφυγες ως πιόνι στην αναθεωρητική της πολιτική στην περιοχή και αυτό δεν πρέπει να το αγνοούμε. Ταυτόχρονα, όμως, δεν μπορεί αυτό να είναι δικαιολογία για τον μη σεβασμό του διεθνούς δικαίου και των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Ελλάδα δυστυχώς κάνει ακριβώς αυτό, ειδικά μετά τα γεγονότα του Μαρτίου 2020 στον Έβρο και την ανάδειξη της χώρας από την ΕΕ σε “ασπίδα της Ευρώπης”. Όσοι προσπαθούν να αναδείξουν τις παραβιάσεις αυτές αντιμετωπίζονται ως εχθροί της χώρας.
Έτσι η ελληνική κυβέρνηση δεν βλέπει με καλό μάτι όσους αναδεικνύουν παράνομες πρακτικές που διασύρουν την χώρα, όπως οι παραβιάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσφύγων. Το επιχείρημα αυτό γεννά κάποια εύλογα ερωτήματα και θα χρησιμοποιήσω ένα πολύ συγκεκριμένο παράδειγμα, όπου η χώρα διασύρθηκε με ευθύνη των θεσμών της και δεν υπήρξαν οι ανάλογες αντιδράσεις. Το 2022 και μετά από 8 χρόνια η Ελλάδα καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τον θάνατο 11 προσφύγων στο Φαρμακονήσι το 2014. Πιο συγκεκριμένα το Δικαστήριο αναγνώρισε την ευθύνη των ελληνικών αρχών για τον θάνατο των 11 προσφύγων αλλά και για το γεγονός ότι η δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης δεν ήταν η δέουσα. Εκείνη την εποχή, κυβερνητικοί παράγοντες μίλαγαν για ψέματα και τόνιζαν ότι η Ελλάδα τα έκανε όλα σωστά. Μετά την καταδίκη της χώρας κανείς δεν ζήτησε εξηγήσεις από τα στελέχη της τότε κυβέρνησης.
Απολογίες και ευθύνες
Επομένως μοιάζει εξαιρετικά προβληματικό στην παρούσα συγκυρία να ζητούνται απολογίες και ευθύνες από ανθρωπιστικές οργανώσεις που κάνουν αυτό που προβλέπει το καταστατικό τους στο πλαίσιο της διεθνούς νομιμότητας και της υπεράσπισης του Κράτους Δικαίου.
Η συζήτηση σχετικά με το Κράτος Δικαίου στην ΕΕ, ειδικά στο πλαίσιο του Προσφυγικού έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις, ειδικά από το 2015 και μετά, όταν αυτό που ονομάστηκε “προσφυγική κρίση” οδήγησε πολλά κράτη μέλη να λάβουν μέτρα που παραβιάζουν κατάφωρα βασικούς κανόνες του Κράτους Δικαίου. Εφτά χρόνια μετά ακόμα χρησιμοποιείται η “κρίση” για να εφαρμόζονται παράνομες πρακτικές και να προωθούνται πολιτικές ασύμβατες με το ενωσιακό κεκτημένο, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Νέο Σύμφωνο για την Μετανάστευση και το Άσυλο.
Η σκόπιμη συγκέντρωση της πληροφορίας στο θάνατο ενός πεντάχρονου παιδιού, και μάλιστα με τέτοιους όρους είναι λυπηρή και πρέπει να την αναγνωρίσουμε ως ήττα. Όλων μας.