Αν θελήσει κάποιος να προσδώσει υλικότητα στη μνήμη, θα καταφύγει προφανώς στη φωτογραφία και αν επιλέξει έναν πιο σύνθετο και πιο συναισθηματικά φορτισμένο δρόμο θα επιλέξει τα παιχνίδια. Παλιά παιχνίδια, αντικείμενα και φωτογραφίες είναι οι τρόποι έκφρασης και αποτύπωσης ενός παρελθόντος και της μνήμης που το περιβάλλει, το αναπαράγει και γιατί όχι το ερμηνεύει. Είναι ακριβώς τα υλικά που συλλέγει ο ζωγράφος Μιχάλης Μανουσάκης και κατά καιρούς τα χρησιμοποιεί για να συγκροτεί τις δικές του αφηγήσεις, να ανα-πλάθει τις δικές του ιστορίες, να πυροδοτεί τις δικές του μνήμες και εν τέλει να σχολιάζει και να ερμηνεύει το παρελθόν με τον δικό του τρόπο.
Ήταν θυμάμαι (η χρήση του ρήματος φαντάζει ειρωνική στην εποχή του διαδικτύου και των μηχανών αναζήτησης, αλλά δεν είναι), το 2011 στο ξεκίνημα της οδυνηρής κρίσης, στο ΕΜΣΤ -που τότε στεγαζόταν στο υπόγειο του Ωδείου Αθηνών- που είδα για πρώτη φορά δουλειά του Μιχάλη Μανουσάκη, η οποία στηριζόταν στο προσωπικό του αρχείο φωτογραφιών και παιχνιδιών και είχε αναφορά σε περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, νοσταλγώντας αλλά και κρίνοντας. Επρόκειτο για την έκθεση «Ένα μέτρο» όπου ο Μανουσάκης, συνομιλώντας με τον χώρο και τη συγχρονική του διάσταση, είχε δημιουργήσει για πρώτη φορά μια εγκατάσταση in situ με σκηνοθετημένα από τον ίδιο παιχνίδια και αντικείμενα της προσωπικής του συλλογής, που άμεσα ή έμμεσα αφορούσαν το παιδί και προέρχονταν από τις δύσκολες και κρίσιμες περιόδους της κρητικής πολιτείας, των βαλκανικών πολέμων, της μικρασιατικής καταστροφής, της δικτατορίας του Μεταξά, της κατοχής, καθώς και των δεκαετιών του 1950 και του 1960.
Η δεύτερη έκθεση του Μ. Μανουσάκη ήταν το 2016 -πάλι εντός της ελληνικής κρίσης- το αναφέρω γιατί θεωρώ ότι έχει τη σημασία του, στην ΑΣΚΤ εκείνη τη φορά, στον εκθεσιακό χώρο «Νίκος Κεσσανλής» με τίτλο «Ήρωες στα σκουπίδια». Ήταν μια επιχείρηση επαναπροσδιορισμού της αθωότητας μιας άλλης εποχής και των ηρωικών συμβόλων και επετείων της. Στην πραγματικότητα ήταν μια επιχείρηση επαναπροσδιορισμού των αξιών του παρελθόντος με μισή νοσταλγία και μισή αμφιβολία για ό,τι προσπαθούσε η παράδοση να μεταφέρει στη σύγχρονη εποχή και ό,τι πλήγμα επέφερε η αποδόμηση της από την κριτική σκέψη μεσούσης πια της άγριας κρίσης. Πρωταγωνιστές κι εδώ ενθυμήματα σχολικής περιόδου, χάρτινοι ή πλαστικοί ήρωες, παιχνίδια, έντυπα ντοκουμέντα, παραμύθια και τραγούδια, που η παράθεσή τους ήταν ένα ζωντανό σχόλιο ή ένα αναπάντητο ερώτημα για ό,τι στην παιδική ηλικία και στον δημόσιο εθνικό λόγο φάνταζε μεγάλο και ηρωικό. Η διερώτηση για το πόσο ψέμα χωράει σε αυτές τις μνήμες μετά από τόσους ηρωικούς αγώνες και η σκέψη ότι εκείνες οι τρυφερές ηλικίες, ντυμένες με τοπικές ενδυμασίες τότε, είναι αυτές που καθορίζουν τον τόπο σήμερα είτε ψηφίζοντας είτε διοικώντας, υπήρξε καταλυτική.
Σήμερα, με το «Μουσείο Παίδων Ανοχύρωτο», σαν να κλείνει μια τριλογία της μνήμης και του αναστοχασμού, ο Μιχάλης Μανουσάκης ήρθε στην γκαλερί Έκφραση-Γιάννας Γραμματοπούλου, για μια ακόμα φορά με το προσωπικό αρχείο και τη συλλογή του, να σκαλίσει ξανά την κουρασμένη πια μνήμη του νεοέλληνα, ενίοτε ακόμη και εξαϋλωμένη θα λέγαμε, παίρνοντας αφορμή πάλι από την ιστορία και πρωτίστως από τα εθνικά παθήματα αυτή τη φορά, όπως η μικρασιατική καταστροφή. Ο Μ. Μανουσάκης εδώ δεν έχει να κάνει με την ιστορία ως τρυφερός παρατηρητής που μερικές φορές αμφιβάλλει και αναρωτιέται. Εδώ κουβαλάει πέρα από το εθνικό και ένα οικογενειακό τραύμα αφού κι η δική του οικογένεια, η οικογένεια της μάνας του, φεύγει διωγμένη από τα Σώκια της Μικράς Ασίας για να εγκατασταθεί στα Χανιά. Παίρνει αφορμή από τις ημερομηνίες της πίσω πλευράς των φωτογραφιών και ξεδιπλώνει ένα αφήγημα πόνου από τη μια για την απώλεια και νοσταλγίας από την άλλη για έναν ελληνισμό που κάποτε απλωνόταν από την Αλεξάνδρεια μέχρι τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη. Εδώ πια ο Μανουσάκης δεν έχει να πει πολλά πέρα από τη θλίψη και τη νοσταλγία του. Ίσως γι’ αυτό και σε όλη την έκθεση με τα τόσα κειμήλια, δεν υπάρχουν δικά του ζωγραφικά έργα παρά μόνον μια σειρά από μικρά πορτρέτα κουρασμένων και σαν δακρυσμένων στρατιωτών που στέκουν παράμερα του δράματος και όλοι μαζί σε παράταξη, αλλά μόνοι και ξεχασμένοι από όλους τους άλλους ήρωες μικρούς και μεγάλους του αφηγήματος του ή αν προτιμάτε του δικού του παραμυθιού. Κάπου εκεί, όμως, ανάμεσα στα χαμογελαστά ή φοβισμένα πρόσωπα των μικρών και μεγάλων ηρώων του, που κρύβουν προσωπικά δράματα, προσδοκίες και απογοητεύσεις που μεταδίδουν νοσταλγία και συγκινήσεις, κάπου εκεί κοντά, ένα αναγνωστικό του 1927 θυμίζει τις αλύτρωτες πατρίδες που χάθηκαν οριστικά πρωτίστως από λάθη ελληνικά και μια οβίδα του 1921 που γίνεται ανθοδοχείο με ζωγραφισμένες από τον καλλιτέχνη δάφνες από στάχτες σαν σχόλιο πικρό και ειρωνικό για ένα εθνικό ναρκισσισμό που δεν άντεξε το βάρος της ιστορίας…